Εκτύπωση
RSS
LOGO VIMA *** Μυθιστόρημα ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ
 

ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ Hot

ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

2015 Μ.Χ. ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ 20 ΠΑΝΙΣΧΥΡΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΟΧΛΑΖΕΙ. Ν. ΥΟΡΚΗ, ΠΑΡΙΣΙ, ΤΟΚΥΟ, ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ. ΕΝΑΣ ΙΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ, ΜΟΛΥΝΕΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΚΑΙ ΣΒΗΝΕΙ ΟΛΕΣ ΤΟΥΣ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ... ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΤΑΔΥΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΑΒΥΣΣΟ -ΣΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ- ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΟΝ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΕΦΙΑΛΤΗ ΟΛΩΝ: ΤΟΝ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗ ΑΓΓΕΛΟ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ.

Ἡ ἐπανεμφάνισις τῆς μικρᾶς Ἄννιας (ἀπόσπασμα 42)

Τζζτ-τζζζτ! Ἡ συ­νεί­δη­σίς μου ἔ­κα­μνεν συ­χνὰς καὶ πα­ρα­τε­τα­μέ­νας δι­α­λεί­ψεις καὶ ἦ­το φα­νε­ρὸν ὅ­τι θὰ ἐ­σβέν­νυ­ε ὁ­ρι­στι­κῶς ἐν­τὸς ὀ­λί­γου. Ἐ­γνώ­ρι­ζον ὅ­τι ἐ­πλη­σί­α­ζεν τὸ τέ­λος μου –πα­ρέ­δι­δον πλέ­ον τὰ κῶ­λα– κι ἐ­σκε­πτό­μην στω­ι­κῶς ὅ­τι ἴ­σως ὁ θά­να­τος ἦ­το ἡ μό­νη ἔ­ξο­δος ἐκ τῆς φυ­λα­κῆς ταύ­της.

Εἶ­χον τό­τε τὴν πα­ραί­σθη­σιν ὅ­τι ἡ ἔ­ναν­τι θύ­ρα ἤ­νοι­ξεν καὶ εἰ­σῆλ­θεν ἡ Ἄν­νι­α ἐν­δε­δυ­μέ­νη ὡς θα­λα­μη­πό­λος – δη­λα­δὴ ὡς κα­μα­ρι­έ­ρα. Ἀ­νε­σή­κω­σεν δι­ὰ τοῦ δα­κτύ­λου της τὸ ἡ­μί­κλει­στον βλέ­φα­ρόν μου καὶ ἔμεινεν ἔκ­πλη­κτος:

«Κα­λὲ κύ­ρι­ε! Ζεῖ­τε ἀ­κό­μη;!»

«Ἄν­νι­α μου, δῶ­σε μου ὀ­λί­γον ὕ­δωρ καὶ ὀ­λί­γην τρο­φήν,» τὴν ἱ­κέ­τευ­σα.

«Οὐ δύ­να­μαι, κύ­ρι­ε· ὁ δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ hotel ζυ­γί­ζει κα­τα­λε­πτῶς τὰς με­ρί­δας τοῦ φα­γη­τοῦ, καὶ ἐ­ὰν δι­α­πι­στώ­σῃ καμ­μί­αν ἐλ­λει­πο­βα­ρῆ θὰ μὲ ὑ­πο­πτευ­θῇ καὶ θὰ μὲ πα­ρα­δώ­σῃ εἰς τὴν NKVD. Τὸν φο­βοῦ­μαι. Πα­ρ’ ὅ­λα ταῦ­τα θὰ σᾶς προ­σφέ­ρω...»

Καὶ λέ­γου­σα αὐ­τὰ ἐ­το­πο­θέ­τη­σεν μὲ τρυ­φε­ρὰς κι­νή­σεις τὴν κε­φα­λήν μου ἐ­πὶ τῶν γο­νά­των της, ἐ­γύ­μνω­σεν τὸν ἀ­γλα­ὸν μα­στόν της καὶ πλη­σι­ά­σα­σα τὴν θη­λὴν ἐ­πὶ τῶν χει­λέ­ων μου, ἤρ­χι­σεν νὰ μὲ θη­λά­ζῃ μὲ μη­τρι­κὴν στορ­γι­κό­τη­τα. Δι­έ­κο­ψα πρὸς στιγ­μὴν τὴν πό­σιν...

«Ἀ­γα­πη­μέ­νη μου κο­ρα­σίς, πῶς εὑ­ρέ­θης ἐ­δῶ;» ἠ­ρώ­τη­σα κι ἐ­συ­νέ­χι­σα νὰ πί­νω - μι­ούμ, μι­ούμ.

«Πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ­σα τὴν σύλ­λη­ψίν σας κύ­ρι­ε ὑ­πὸ τῆς τρο­με­ρᾶς NKVD ᾐ­τή­θην πα­ρὰ τοῦ δι­ευ­θυν­τοῦ θέ­σιν θα­λα­μη­πό­λου καὶ προ­σε­λή­φθην, ὑ­πο­κύ­ψα­σα -τί νὰ ἔκαμνον;- εἰς τὰς ἐκ­βι­α­στι­κὰς καὶ ἀ­νω­μά­λους ὀ­ρέ­ξεις του. Εἰς μί­αν τῶν συ­νευ­ρέ­σε­ών μας λοι­πόν, μοῦ ἀ­πε­κά­λυ­ψεν τὴν πτέ­ρυ­γα ὅ­που σᾶς κρα­τοῦν φυ­λα­κι­σμέ­νον καὶ ἰ­δού, ἦλ­θον.»

«Σ’ ἐ­κλι­πα­ρῶ Ἀν­νι­έ­σκα μου, φυ­γά­δευ­σόν με ἐκ τῆς εἱρ­κτῆς ταύ­της.»

«Ἀ­πο­κλεί­ε­ται, κύ­ρι­ε.., μὴ μοῦ ζη­τεῖ­ται νὰ θέ­σω εἰς κίν­δυ­νον τὴν ζω­ήν μου. Ἤ­δη μᾶς ἐ­κά­μνα­τε μέ­γα κα­κόν.»

«Μά, τί ἔ­κα­μα ὁ δεί­λαι­ος[1]

«Συ­νε­τρί­ψα­τε τὰς ἐλ­πί­δας μας καὶ μᾶς ἐ­βυ­θί­σα­τε εἰς ἐ­σχά­την ἀ­πό­γνω­σιν. Εἴ­πε­τε ὅ­τι εἰς τὴν παγ­κό­σμι­ον ἀ­να­μέ­τρη­σιν θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν τε­λι­κῶς οἱ κε­φα­λαι­ο­κρά­ται καὶ ὅ­τι ἠ­μεῖς οἱ ἐρ­γα­ζό­με­νοι θὰ ἠτ­τη­θῶ­μεν κα­τὰ κρά­τος. Πῶς θὰ ζή­σω­μεν τώ­ρα χω­ρὶς νὰ ἐλ­πί­ζω­μεν; Πῶς θὰ ἀν­τι­πα­λεύ­σω­μεν τὴν ἀ­δι­κί­αν καὶ τὴν ἐ­κμε­τάλ­λευ­σιν, ἐ­ὰν γνω­ρί­ζω­μεν ὅ­τι δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξῃ δι­και­ο­τέ­ρα κοι­νω­νί­α; Πῶς νὰ θραύ­σω­μεν τὰ δε­σμὰ τῆς δου­λεί­ας μας ἐ­ὰν δὲν πι­στεύ­ω­μεν εἰς τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­αν;»

«Ζη­τῶ συγ­γνώ­μη. Δὲν εἶ­χα πρό­θε­σιν νὰ βλά­ψω κα­νέ­ναν· τὴν ἀ­λή­θει­αν καὶ μό­νον τὴν πι­κρὰν ἀ­λή­θει­αν εἶ­πα.»

«Ἄς τ’ ἀ­φή­σω­μεν πρὸς τὸ πα­ρὸν αὐ­τά,» εἶ­πεν ἀλ­λά­ζου­σα ὕ­φος. «Σᾶς με­τα­φέ­ρω τοὺς θερ­μοὺς χαι­ρε­τι­σμοὺς τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας σας. Ὁ ἰ­α­τρὸς Bernabe καὶ ὁ Marcel ἔ­χουν ἐγ­κα­τα­στα­θῇ μο­νί­μως εἰς τὸν οἶ­κον σας, γα­μοῦν τὴν σύ­ζυ­γον καὶ τὸν υἱ­όν σας ἀ­νέ­τως, κα­τα­σπα­τα­λοῦν τὴν πε­ρι­ου­σί­αν σας καὶ ἀπολαμβάνουν τὸν οἶ­νον ἐκ τῆς οἰναποθήκης σας τὸν ὁποῖον μὲ τόσην φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν συλλέξατε. Ἔ­χου­σιν κα­λῶς εἰς τὴν ὑ­γεί­αν των, τὸ ἴ­δι­ον ἐ­πι­θυ­μοῦν καὶ δι’ ὑ­μᾶς, καὶ σᾶς εὔ­χον­ται θάρ­ρος καὶ εὐ­ψυ­χί­αν. Ἄ! νὰ μὴν τὸ λη­σμο­νή­σω! Ὁ Μαρ­σὲλ ἤρ­χι­σεν ἐ­πι­τέ­λους νὰ γρά­φῃ τὸ μέ­γα μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλον: ‘A la recherche du temps perdu’[2]»

Καὶ ἐνῷ μ’ ἐ­γα­λού­χει, πα­ρει­σέ­δυ­σεν ἐ­πι­τη­δεί­ως τὴν χεῖ­ρα ἐν­τὸς τῆς πε­ρι­σκε­λί­δος μου μα­λά­ζου­σα τὰ γεν­νη­τι­κά μου ὄρ­γα­να.

«Ἄν­νι­α μου, νο­μί­ζεις ὅ­τι εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λος στιγ­μὴ δι­ὰ μα­λα­κί­αν;»

«Δι­α­τί ὄ­χι, κα­λὲ κύ­ρι­ε;»

«Δι­ό­τι εἶ­μαι ἡ­μι­θα­νὴς ὁ δυ­στυ­χής καὶ θὰ μὲ ἀ­πο­τε­λει­ώ­σῃς.»

Ἡ νε­ᾶ­νις ἐ­γέ­λα­σεν αὐ­θορ­μή­τως οὐ­δό­λως πτο­η­θεῖ­σα. Ἀν­τι­θέ­τως ἐ­νέ­τει­νεν τὴν πα­λιν­δρο­μι­κὴν κί­νη­σιν καὶ ἐν­τὸς ὀ­λί­γου ἐ­ξε­σπερ­μά­τι­σα εἰς τὴν πα­λά­μην της. Σφογ­γί­ζου­σα τὴν χεῖ­ρα δι­ὰ τῆς ἐμ­προ­σθέ­λας -κοι­νῶς πο­δι­άς, εἶ­πεν:

«Πρέ­πει νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σω, δι­ό­τι ἐ­ὰν ὁ κα­κὸς κύ­ρι­ος Μπαρ­ντὸ ἀν­τι­λη­φθῇ τὴν ἀ­που­σί­αν μου θὰ μὲ ἀ­πο­λύ­σῃ.»

«Πό­τε θὰ ἐ­πα­νέλ­θῃς, Ἀν­νού­λα μου;»

«Δὲν γνω­ρί­ζω,» εἶ­πεν καὶ ἐ­ξη­φα­νί­σθη ὄ­πι­σθεν λευ­κῆς τι­νας θύ­ρας.

Ἀ­πέ­μει­να μό­νος μὲ τὴν ἀ­ό­ρι­στον ὑ­πό­νοι­αν ὅ­τι τὸ πορ­νί­δι­ον ἦ­το μυ­στι­κὴ πλη­ρο­φο­ρι­ο­δό­τις τῆς NKVD.



[1] ο φουκαράς

[2] ‘Σε Αναζήτηση τού Χαμένου Χρόνου’

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews