Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη που συνόρευε με το δάσος, βρήκε πολλούς ανθρώπους μαζεμένους στην αγορά, επειδή είχε ανακοινωθέι οτι ένας σχοινοβάτης θα έκανε επίδειξη. Και ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι στους ανθρώπους: Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρόκειται να ξεπεραστεί.
Έχει πέσει το θαθύ στρώμα της νύχτας
τα αστέρια τρεμοπαίζουν τα βλέφαρα τους
που έχουν κολήσει ρετσίνα
ρετσίνα της κακοπερασμένης μέρας
Η νύχτα η γρία πόρνη
με τα κόκαλά της ροκανισμένα
βάφει τα χείλη της
με το σάπιο άιμα των ονείρων
Τα μαλλιά της λουσμένα
σε μαύρο καταρράκτη αίματος
τα μάτια της λευκά
σπασμένες σπίθες στάζουν τα μάγουλα της
Φρέσκο δέρμα ξεκολλάει αργά
απ την φιμωμένη ημέρα
λίγες σταγόνες μουχλιασμένης σκέψης
νύχια μακρία κίτρινα που μυρίζουν πλήξη.
Η σιωπή γδέρνει τον καθρέφτη της
η αίθουσα αναμονής σχεδόν γεμίζει
χνώτα θλίψης του διάφανου απείρου
μα η ηδονή κι η παραφροσύνη
ποτε δεν περιμένουν
Ψεύτικοι οργασμοί πετάνε στον αέρα
σκάνε με δύναμη
στους κοφτερούς βράχους της συνείδησης
η νύχτα σφηνώνει τα νύχια της
και φτύνει την στοργή της
Αχνίζει κόκκινη η ανάσα,στο παράθυρο μου
Η ζωή μου ανασαίνει γρήγορα
Ποια ζωή μου?
Η ζώη μου τρέχει στον λαβύρινθο της οικογενείας
η ζωή μου δεν μου ανήκει,
ανήκει σε εσάς
σκόνταψε στο αδιαπέραστο σύμπαν
Η καρδιά ουρλιάζει οργισμένη
άλογο τυφλό αφινιασμένο
πασχίζει να βγεί απο το σκοτεινό μου στόμα
ξύλινα άλογα του ανθρώπου οι αρετές του
τρενάκι του τρόμου ο Υπεράνθρωπος.
Φίδι έρπεται με την κοιλιά του άνθρωπος
σε στάχτες νυχτολούλουδων
η γλώσσα του μνησίκακη και τρυπημένη
γλύφει τα γεμάτα κοπριά πόδια της δόξας
και πίνει τα κίτρινα ζουμιά
απ’ το σκασμένο δέρμα της εξουσίας
Η θάλασσα αδιάλακτη πνίγει το εγώ της
σε κάθε κύμα της χτυπάει την υπαρξή της
αναμέσα στον αφρό και στην άμμο
ένα σπασμένο μπουκάλι
με ένα τυλιγμένο γράμμα
Ένα άσπρο χαρτί μα στο τέλος του κάτι αχνογράφει. . . .
Προς Νυχτοπεταλούδα
ΣΑΓΑΠΑΩ
DHMHTRHS GEORGAS
WOLFALAIRE