Εκτύπωση
RSS
LOGO VIMA *** Άλλο « Σκέψεις, απόψεις , στοχασμοί για την ΠΟΙΗΣΗ » ( 1ον Μέρος )
 

« Σκέψεις, απόψεις , στοχασμοί για την ΠΟΙΗΣΗ » ( 1ον Μέρος ) Featured Hot

« Σκέψεις, απόψεις , στοχασμοί για την ΠΟΙΗΣΗ  » ( 1ον  Μέρος )

Σχετικά με την « ΠΟΙΗΣΗ » και το εφαλτήριο ερώτημα/απορία Μέλους μας ( Σοφία ) για το έργο του Αντώνη Μυκονιάτη ( sailor ) με τίτλο « ‘Όλοι…. » που έχει δημοσιεύσει, αλλά και γενικά για την Ποίηση και τους δημιουργούς παραθέτουμε ορισμένες σκέψεις/απόψεις/απαντήσεις που μπορεί ίσως να βοηθήσουν σε πολλά και εύλογα μπορώ να πω ερωτήματα σε λιγότερο ίσως μυημένους σχετικά με το τι ακριβώς σημαίνει και πως λειτουργεί αυτό που ονομάζουμε « Ποίηση και Ποιητής ». Άλλωστε μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει και δεν μπορεί να αποδώσει έναν τέλειο ορισμό για την Ποίηση.

Θα κάνω μια προσπάθεια και εγώ ο ερασιτέχνης και ασήμαντος, που προσπαθώ να γράψω Ποίηση, που ίσως σε βοηθήσει Σοφία, να ερμηνεύσω κάπως τα ανερμήνευτα……….
Η Ποίηση είναι πολύ βαθιά έννοια που λίγοι ίσως μπορούν να νοήσουν…….
δυστυχώς……… Και καλό και κακό αυτό……. Ίσως χρειάζεται Παιδεία – Ανύπαρκτη Ίσως…… ίσως…… Ίσως…….. αλλά μη μακρηγορώ γιατί θα πρέπει να γράψω Τόμους……..
Λοιπόν, όταν ένας Ποιητής παίρνει το χαρτί και την πένα και αποφασίζει να γράψει, τότε να ξέρεις ότι έχει « καεί », έχει πεθάνει και έχει αναστηθεί σε μια άλλη ζωή…….. Αλλά μη σε μπερδεύω, και εξηγούμαι τι εννοώ, όσο πιο απλά και κατανοητά μπορώ, αν και αυτό είναι φοβερά δύσκολο, όπως λέει και ο Αντώνης
« δεν είναι το ευκολότερο πράγμα να αναλύω αυτό που βγαίνει ως μετάλλευμα από τα έγκατα του είναι μου…… »
Η Ποίηση δεν είναι ούτε περιγραφή, ούτε στίχος - δεν εννοώ ομοιοκαταληξία – ούτε έκθεση ιδεών, ούτε λόγος. Είναι Ο ΛΟΓΟΣ……. ( ….. Και Ποιητής των Όλων – Αγία γραφή για το Θείον ). Ο Ποιητής είναι καθαρός Δημιουργός . Όποιος θελήσει να γράψει Ποίηση, ( όχι τραγουδάκι ), πρέπει να πετάξει πρώτα το εγώ του, το είναι του, την ψυχή του, στα σκυλιά, στον βόθρο της ύπαρξης… να διαλύσει τα κομμάτια του, να πονέσει, να ματώσει, να πεθάνει και να αναστηθεί, να ζυγώσει τον ήλιο τόσο κοντά ώστε να καεί……. Τότε είναι έτοιμος να γράψει, να συνθέσει τα κομμάτια του, να πετάξει τα άχρηστα υλικά της ψυχής του, να κρατήσει μόνο τα γόνιμα και καλά και να αναστηθεί και πάλι…….
Βέβαια όλα αυτά είναι αλληγορικά όπως καταλαβαίνεις…… συμβαίνουν ΜΟΝΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ. Η Μεγάλη έκρηξη γίνεται εσωτερικά στην ψυχή του ανθρώπου, και μάλιστα στο Κέντρο της, στον Πυρήνα της…….. Εκεί που υπάρχουν ο Πόνος και η Αγάπη, η Ζωή και ο Θάνατος, το Καλό και το Κακό Εγώ μας…………
Εκεί λοιπόν καίει ο Ήλιος που προανέφερα……..
Ας πάρω ένα παράδειγμα για να με καταλάβεις……. Σε ένα δικό μου ποίημα – Τις μνήμες μου αγναντεύω – γράφω κάπου…
…. Και γέλασα που τώρα πια
και κάστρο είμαι
και ιστός
και φάρος
και ιδέα
και κατοικώ ίδια σπηλιά
μ’ αυτή του Προμηθέα
και βρέχομαι από γιαλούς
και νύφες τις παντρεύω
Και τους ανέμους τους κρατώ
κι’ ότι ποθώ γυρεύω………


Κάποιος ίσως διαβάζοντας αυτούς τους στίχους μπορεί να πει : Τι σαχλαμάρες λέει τώρα αυτός ο τρελός………
Βέβαια δεν έχω την δυνατότητα να κάτσω και να του εξηγήσω……. ( Αλίμονο αν γινόταν κάτι τέτοιο στην Ποίηση )…… Ότι αλληγορικά οι στίχοι αυτοί έχουν γραφτεί μετά τον Θάνατο…… Τότε που η ύλη σκόρπισε πλέον και βιώνει την ζωή ως Γαία……. Κλπ…..κλπ….. ( γι’ αυτό είπα ότι είναι φοβερά δύσκολο σε έναν απόλυτα περιορισμένο χώρο, όπως εδώ , να κάνεις ανάπτυξη τέτοιων υπαρξιακών θεμάτων…….. ).

΄Όπως λέει ο Καβάφης: « Πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα »

Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμα ίσως πάρα πολλά, αλλά φοβάμαι ότι θα παρεξηγηθώ….. γι’ αυτό θα πω μόνο ότι Η ποίηση για μένα ( δεν θα το βρεις πουθενά γραμμένο αυτό ), χωρίζεται σε δυο κεφάλαια, 1. Την Εγκεφαλική Ποίηση ή Εξωστρεφή, 85 % των ποιημάτων που κυκλοφορούν και 2. Την υπαρξιακή Ποίηση που πηγάζει και πορεύεται από τον πυρήνα της ψυχής προς τα έξω, το 15 % των κυκλοφορούντων μέχρι τώρα Ποιημάτων.

Δεν ξέρω αγαπητή Σοφία αν κατάφερα κάπως να εξηγήσω και να απαντήσω στις απορίες σου, ή μήπως και σε μπέρδεψα περισσότερο που το απεύχομαι !! Δεν υπάρχει θέλω να σου πω ΕΓΩΙΣΜΟΣ στην Ποίηση γιατί ο Ποιητής δεν γράφει μόνο για τον εαυτό του ή μάλλον δεν γράφει καθόλου για τον εαυτό του. Το Εγώ του ποιητή είμαστε όλοι εμείς οι ζωντανοί προσωρινοί και περαστικοί διάττοντες της Προσωρινής Ζωής…… Που πορευόμεθα για ΤΗΝ ΖΩΗ……..

Έχουν όντως γραφτεί πολλά για την ποίηση….. Μπορείς να βρεις βιβλία , κείμενα, άρθρα, μελέτες και πολλά άλλα….. Όμως δεν ξέρω αν όλα τούτα θα βοηθήσουν κάποιον που θέλει να γράψει ποίηση, εκτός του ότι θα τον διδάξουν για την ιστορία, την αρχιτεκτονική και την φιλοσοφία περί ποίησης κλπ.

Εν’ πάσει περιπτώσει επειδή το Μέγα αυτό κεφάλαιο της Ποίησης είναι ανεξάντλητο, παραθέτω μια μελέτη του Κώστα Σοφιανού, για όποιον ενδιαφέρεται και έχει την ….. υπομονή να διαβάσει.

Τι είναι ποίηση

Κώστας Σοφιανός: Τι είναι ποίηση, Τα είδη του ποιητικού λόγου, Η σημειολογία της αρχαίας μετρικής και τα κυριότερα των μέτρων, Νεοελληνικά μέτρα.

Τι είναι ποίηση

Ποίηση, γενικά, είναι η παραγωγή έργου και μάλιστα η παραγωγή έργου με την πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της ύλης που χρησιμοποιείται για την πραγμάτωσή του. Στην ευρύτατη αυτή σημασία του ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά για το χαρακτηρισμό κάθε έργου το οποίο εξ αιτίας της τέλειας κατασκευής του υπερβαίνει το χρηστικό σκοπό του και αποκτά, ως “ποίημα” στο είδος του, αξία επιτεύγματος καθαυτό. Η αξία αυτή είναι τάξεως αισθητικής, όποιος και αν είναι ο σκοπός του έργου.
Ειδικότερα, τώρα, ποίηση είναι η παραγωγή λογοτεχνικού έργου με την πλήρη εκμετάλλευση της δυναμικής των λέξεων που χρησιμοποιούνται για τη σύνθεσή του και έτσι ώστε η απόλυτη τιμή καθεμιάς τους να υπερβαίνει την τιμή που φέρει ως μονάδα σημασίας, η δε αξία τους, ως συνόλου, να υπερβαίνει την αξία η οποία μπορεί να τους αποδοθεί βάσει των περιεχομένων νοημάτων. Αναλυτικότερα, τούτο σημαίνει ότι κατά την παραγωγή του λογοτεχνικού έργου που ορίζεται ως ποιητικό, η αξιολόγηση και ο χειρισμός της χρησιμοποιουμένης ύλης, δηλαδή η επιλογή των λέξεων και η θέση καθεμιάς στο σύνολο, δεν προσδιορίζεται κυριαρχικά από την απαίτηση προβολής του τυπικού νοήματος ή γενικότερα της θεματικής, αλλά από την απαίτηση αναδείξεως των στοιχείων εκείνων (προσωδία, ομοιοκαταληξία, τονισμός, “εσωτερικός” ρυθμός, ένταση συνδυαζομένων νοημάτων, “αυτόματη” συμπαράθεση λέξεων κατά τη ροή της συνειρμικής ανάδυσής τους από το “ασυνείδητο” κοκ) τα οποία θεωρούνται “ποιητικά” σύμφωνα με τον ισχύοντα κάθε φορά “λογοτεχνικό κανόνα”. Τούτο φαίνεται καθαρά τις φορές που ο λογοτεχνικός κανόνας θεσμοθετείται βάσει εξωτερικών ή τυπικών κριτηρίων, όπως η ομοιοκαταληξία λχ και μάλιστα στις ακραίες - αυστηρές μορφές της (σονέττο, μπαλάντα, ρόντω, τριολέ, σεστίνα κλπ). Στις περιπτώσεις αυτές οι απαιτήσεις του συγκεκριμένου ποιητικού είδους επιβάλλουν την οριακή επιλογή των λέξεων, και επομένως των νοημάτων, μεταξύ εκείνων που ανταποκρίνονται στην ηχητική των καταλήξεων και στην απαρέγκλιτη τήρηση του αριθμού των στροφών ή, με άλλα λόγια, επιβάλλουν την οριακή αναγωγή του “περιεχομένου” στη “μορφή”.
Εξ αιτίας της οριακής αυτής αναγωγής του “περιεχομένου” στη “μορφή” έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο ποιητικός λόγος διαφέρει από τά άλλα, τα μη ποιητικά είδη κατά το βαθμό αποκλίσεώς του από το “επικοινωνιακό” λεγόμενο πεδίο της γλώσσας και συγκλίσεώς του προς το “εκφραστικό” ή “συγκινησιακό” λεγόμενο πεδίο. Κατά την κρατούσα δηλαδή άποψη, ο ποιητικός λόγος δεν λειτουργεί ως αγωγός σημασιών αλλά ως αγωγός συγκινησιακών κραδασμών. Αποτέλεσμα επομένως της λειτουργίας του δεν είναι η λογική ανταπόκριση αλλά η συναισθηματική ταύτιση πομπού (ποιητή) - δέκτη (αναγνώστη ή ακροατή). Τούτο επιτυγχάνεται με την επιστράτευση διαφόρων “τεχνασμάτων” (κυρίως της “μεταφοράς”) ως εκ των οποίων το κέντρο βάρους του λεκτικού συνόλου που συνιστά κάθε ποίημα μετατίθεται από τα “σημαινόμενα” (τις σημασίες) στα “σημαίνοντα” (τις λέξεις ως καθαρές μορφές). Περαιτέρω αποτέλεσμα της μετάθεσης αυτής θεωρείται η αλλοίωση των παγιωμένων τρόπων της “κανονικής”, “επικοινωνιακής”, γλώσσας και η συνακόλουθη έκπληξη ή “παραξένισμα” (ξάφνιασμα) που προκαλεί η ιδιόμορφη εκφορά του ποιητικού λόγου στον ακροατή του. Στην έκπληξη ή στο ξάφνιασμα αυτό αποδίδεται τέλος η αισθητική απόλαυση που παρέχει στους αποδέκτες του ο ποιητικός λόγος.

Η εξήγηση όμως αυτή δεν είναι επαρκής. Και πρώτα-πρώτα γιατί η θρυλουμένη απόκλιση του ποιητικού λόγου από το επικοινωνιακό λεγόμενο πεδίο της γλώσσας είναι στην απόλυτη εκδοχή της φαινόμενο ταυτισμένο με την “αυτόματη” λεγόμενη γραφή και δεν αφορά το σύνολο της ποίησης. Στο σύνολό της η ποίηση, μάλιστα η μεγάλη, συνιστά λόγο εξόχως αποκαλυπτικό σημασιών καθολικής ισχύος -- γι' αυτό άλλωστε και είναι δυνατή η μετάδοσή της, που ασφαλώς και προϋποθέτει τη σύμπτωση “πομπού” και “δέκτη” στο αυτό “επικοινωνιακό” πεδίο. Επειτα, γιατί και η “αυτόματη” λεγόμενη γραφή, η υπερρεαλιστική δηλαδή, στις ακραίες μόνο και μάλλον ανεπιτυχείς στιγμές της άγεται μέχρι του σημείου ολοκληρωτικής υπερκαλύψεως των “σημαινομένων” από τα “σημαίνοντα” και πλήρους επομενώς απουσίας νοήματος. Αλλά και στις ακραίες αυτές περιπτώσεις η πλήρης απουσία νοήματος είναι φαινομένη και όχι πραγματική. Το νόημα υπάρχει απωθημένο πέρα από την ηχητική των λέξεων εξ αιτίας των καινοφανών και απρόβλεπτων λεκτικών συναρτήσεων που αποσπούν την προσοχή του δέκτη καθηλωνοντάς τον στην εντυπωσιακή επιφάνεια της υπέρ-ρεαλιστικής φαντασμαγορίας. Επιδίωξη άλλωστε των υπερρεαλιστών δεν είναι η πραγμάτωση α-νόητου και αμετάδοτου λόγου. Το αντίθετο μάλιστα. Επιδίωξη των υπερρεαλιστών είναι, σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους και τους ισχυρισμούς τους, η αποκάλυψη της αλληλουχίας των κρυφών νοημάτων (Ελύτης). Η ανάδυση, απλούστερα, των σημασιών που λανθάνουν εγκλωβισμένες στις συμβάσεις της μονοσήμαντα πρακτικής “επικοινωνίας”. Και η ανάδυση των σημασιών που λανθάνουν στις συμβάσεις της καθημερινής ομιλίας και στις αγκυλώσεις των γλωσσικών έξεων ήταν και είναι το κατ' εξοχήν έργο όλων των πράγματι ποιητών και όχι μόνον όσων τρέπονται προς την “αυτόματη” γραφή για να παρακάμψουν τα εκφραστικά αδιέξοδα (απάμβλυνση [στόμωμα] της κοινής ευαισθησίας και αδυναμία εσωτερικής ανανέωσης του κοινώς κατανοητού λόγου) στα οποία οδηγεί αναπόδραστα η εκ της πολυχρησίας σκλήρυνση των εκφραστικών τρόπων και η συνακόλουθη συρρίκνωση του περιεχομένου των λέξεων στο περιορισμένο εύρος των καθημερινών-χρηστικών σημασιών τους.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη αντίρρηση: Οτι την οριακή αναγωγή του “περιεχομένου” στη “μορφή”, γιά την οποία έγινε λόγος παραπάνω, επιβάλλει επί ποινή ακυρότητας κάθε “είδος” λόγου και όχι μόνο ο ποιητικός. Ειδολογικά, δηλαδή, το κύρος των λεγομένων εξαρτάται πάντα από τον τρόπο εκφοράς τους. Και ο τρόπος αυτός είναι σε κάθε περίπτωση εκείνος που η κοινωνία έχει θεσπίσει ως το μόνο έγκυρο τρόπο εκφοράς των αντίστοιχων σημασιών. Εγκαθιδρύονται έτσι δύο ομόλογες σχέσεις: Μια σχέση συμμετρίας μορφής - περιεχομένου και μια σχέση νομιμότητας μορφής - περιεχομένου. Η σχέση συμμετρίας οφείλεται “στη φύση των πραγμάτων” που επιβάλλει τη συμμόρφωση (την από κοινού διαμόρφωση δηλαδή) των επιμέρους στοιχείων ενός συνόλου προς το είδος συνόλου που εν τέλει αποτελούν. Και εν προκειμένω, τη συμμόρφωση των επί μέρους στοιχείων του λόγου (φθόγγων, φωνημάτων, συλλαβών, λέξεων, λεκτικών σχημάτων) προς το εν τέλει λεγόμενο. Η σχέση νομιμότητας οφείλεται στη φύση των κοινωνικών ρυθμίσεων που είναι κανονιστική, εκδηλώνεται δηλαδή με τη θέσπιση κανόνων αναγωγής των επιμέρους ατομικοτήτων στην καθόλικότητα των φαινομένων που συνιστούν ορισμένη κοινωνία. Στην προκειμένη περίπτωση οφείλεται στην κοινωνική φύση της γλώσσας, η οποία επιβάλλει την ανάγκη αναγωγής των επί μέρους ατομικών λόγων στην καθολικότητα των λεκτικών φαινομένων που διαφοροποιούν ως διακριτό σύνολο ορισμένη γλωσσική τάξη (την επιστημονική λχ) από τις άλλες. Η ανάγκη αυτή είναι ανάγκη διαπροσωπικής επιβεβαίωσης της ταυτότητας των διαπλεκομένων λόγων ή με άλλα λόγια ανάγκη καθολικής αναγνωρισιμότητας των σταθερών του γλωσσικού περιβάλλοντος και ικανοποιείται με την αυθόρμητη κατ' αρχήν θέσπιση κανόνων (δηλαδή τρόπων) γλωσσικής συμπεριφοράς (δηλαδή ύφους). Εφαρμογή των κανόνων ή τρόπων αυτών συνιστά η υπαγωγή των λεγομένων σε ορισμένο κάθε φορά “είδος” λόγου ανάλογα με το περιεχόμενό τους (λχ νομικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό, κοσμικό, θεωρητικό πρακτικό, τεχνικό, καλλιτεχνικό κλπ). Αποτέλεσμα τέλος της υπαγωγής αυτής είναι το αδιαχώριστο “μορφής” και “περιεχομένου”: Το “περιεχόμενο” καθίσταται συνάρτηση της “μορφής” και η “μορφή” καθίσταται συνάρτηση του “περιεχομένου”.
Η συνάρτηση μορφής και περιεχομένου στον ποιητικό λόγο έχει κατα καιρούς αποδοθεί ως συνάρτηση πραγματικότητας και φαντασίας, μουσικής και νοήματος, εικονοποιϊας και ιδεών κοκ. Οι συναρτήσεις όμως αυτές, καθώς και η χρήση των λεκτικών σχημάτων που τις υποστασιοποιούν (μεταφορές, παρομοιώσεις, μετωνυμίες, αλληγορίες, συμβολισμοί κλπ) ισχύουν, αν και με διαφορετική πυκνότητα, και στον πεζό λόγο. Δε συνιστούν επομένως κριτήρια ειδοποιών διαφορών. Οπως δεν συνιστά κριτήριο ειδοποιού διαφοράς και η φαινομένη απόκλιση του ποιητικού λόγου από το επικοινωνιακό λεγόμενο πεδίο της γλώσσας, ενόσο τουλάχιστον ο ποιητικός λόγος παραμένει λόγος μεταδόσιμος. Αλλού επομένως πρέπει να ζητηθεί η διαφορά.
Τόσο ο ποιητικός όσο και ο πεζός λόγος συγκροτούνται από λέξεις και “υποδιαιρέσεις” λέξεων. Επομένως, η μεταξύ τους διαφορά δεν μπορεί να είναι διαφορά “ύλης” αλλά διαφορά “δομής”. Η δομή -- κάθε δομή -- συνιστά αποκρυστάλλωση ορμής. Ως γλωσσικές δομές τόσο τα ποιήματα όσο και τα πεζά συνιστούν αποκρυσταλλώσεις της ορμής προς το λέγειν. Η ορμή προς το λέγειν είναι πάντα ορμή προς επικοινωνία. Στην περιοχή των γλωσσικών συμβάσεων, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η επικοινωνία συντελείται με τη σύμπτωση των διαλεγομένων στο αυτό γλωσσικό πεδίο. Γιά λόγους συστηματικούς τα δυνάμει άπειρα γλωσσικά πεδία μπορούν να διακριθούν σε τρία κύρια είδη, ανάλογα με το σκοπούμενο αποτέλεσμα που προσδιορίζει και το περιεχόμενο των λεγομένων: Το λογικό, το βουλητικό και το υπαρξιακό. Στο λογικό πεδίο τα λεγόμενα αποσκοπούν στη διευθέτηση πρακτικών ή γνωσιοθεωρητικών ζητημάτων. Στο βουλητικό πεδίο τα λεγόμενα αποσκοπούν στη διευθέτηση ζητημάτων κυριαρχίας και υποταγής. Στο υπαρξιακό πεδίο τα λεγόμενα αποσκοπούν στην αποφόρτιση του λέγοντος από τις εντάσεις που του προκαλεί η ύπαρξή του στον κόσμο. Ετσι, στο λογικό και στο βουλητικό πεδίο εκδηλώνονται η λογική και η βουλητική, αντίστοιχα, ταυτότητα του λέγοντος σε σχέση με τα λεγόμενά του, ενώ στο υπαρξιακό πεδίο, που τέμνει τα δύο άλλα, εκδηλώνεται η υπαρξιακή ταυτότητα λέγοντος και λεγομένων. Τούτο σημαίνει ότι στο υπαρξιακό πεδίο της γλώσσας ο λέγων ταυτίζεται υπαρκτικά με τα λεγόμενά του, είναι τα λεγόμενά του, ανεξάρτητα από τη λογική τους συγκρότηση ή τη βουλητική τάση που εκφράζουν. Και είναι τα λεγόμενά του όχι γιατί έχει οπωσδήποτε βιώσει, αντικειμενικά και ελέγξιμα, ό,τι λέει, αλλά γιατί λέγοντας ακριβώς βιώνει αυτό που λέει, έστω και αν δεν το έχει “ζήσει” πράγματι. Εξ αιτίας της ταυτίσεως αυτής υπερβαίνει χωρίς να καταργεί τις χρηστικές σημασίες των λέξεων και υπάρχει στο λόγο για την υπαρξιακή χαρά του λέγειν. Τη χαρά αυτή αποδίδουν παραστατικά οι εκφράσεις ”τη βρίσκει” λέγοντας, ”φτιάχνεται” λέγοντας, ”ρετάρει” λέγοντας, ”τα δίνει όλα” λέγοντας ή ακούοντας -- που από ένα σημείο και πέρα είναι το ίδιο -- και δεν θέλει πια να βγεί από τη γλώσσα προς κάποιο αντικείμενο των αισθήσεων, πρός νόημα οποιοδήποτε η χάριν οποιασδήποτε επιβολής, αλλά θέλει να μείνει στη γλώσσα γιατί χάρη στη γλώσσα υπάρχει.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι στο υπαρξιακό πεδίο τα λεγόμενα μπορούν να έχουν οποιοδήποτε περιεχόμενο, όχι γιατί ό,τι λέγεται εκεί είναι αδιαφόρο, αλλά αντίθετα γιατί ό,τι λέγεται εκεί καθίσταται, γιά τον λέγοντα τουλάχιστον, απολύτως ενδιαφέρον. Η ευρύτητα αυτή σημαίνει ότι ο λόγος που εκφέρεται στο υπαρξιακό πεδίο συναιρεί δυνάμει όλα τα είδη του λέγειν, είναι δηλαδή λόγος δυνάμει καθολικός. Δυνάμει όμως καθολικός λόγος, λόγος δηλαδή που τείνει προς την απόλυτη έκφραση του συνόλου των φαινομένων που συνιστούν τον κόσμο, ήταν ανέκαθεν και παραμένει ο ποιητικός μόνο λόγος. Ολα τα άλλα είδη λόγου, στρέφονται προς επιμέρους φαινόμενα. Αυτή ακριβώς είναι και η διαφορά του ποιητικού από τά άλλα είδη λόγου: Οτι τείνει να πει τα πάντα. Τείνοντας όμως να πεί τα πάντα βρίσκεται διαρκώς προ της ανάγκης ανακινήσεως του συνόλου της γλώσσας για την ανάδυση ή την απόδοση, κατά περίπτωση, όλων των δυνατών σημασιών που μπορεί να ορίσουν απολύτως αυτό που κάθε φορά πρέπει να ειπωθεί. Γι' αυτό ακριβώς και δεν υπάρχει ποιητική ορολογία. Οι όροι που αφορούν στη ποίηση, όπως ”μέτρο”, ”ρυθμός”, ”μεταφορά”, ”μετωνυμία”, ”στίχος”, ”στροφή”, ”ομοιοκαταληξία” κλπ, είναι όροι της φιλολογίας ή της θεωρίας της λογοτεχνίας, δεν είναι όροι της ποίησης. Αντίθετα, όλα τα άλλα είδη λόγου, επειδή τρέπονται προς το μερικό, συγκροτούν ορολογίες οι οποίες αποσκοπούν στο γλωσσικό εγκλωβισμό των φαινομένων που μελετούν μεσα σε συγκεκριμένα, σταθερά, σημασιολογικά όρια.
Την τάση προς την απόλυτη έκφραση του συνόλου των φαινομένων που συνιστούν τον κόσμο, η οποία διαφοροποιεί τον ποιητικό λόγο από τα υπόλοιπα είδη λόγου, και την συνακόλουθη ανάγκη ανακινήσεως του συνόλου της γλώσσας για την ανάδυση ή την απόδοση κατά περίπτωση όλων των δυνατών σημασιών αυτού που κάθε φορά πρέπει να ειπωθεί, υπηρετεί ο ικανός ποιητής υπερβαίνοντας και τα όρια των αντικειμενικών-χρηστικών σημασιών των λέξεων που χρησιμοποιεί, καθώς και τα όρια υποκειμενικής βίωσης της συνθήκης που συνιστά το εκάστοτε θέμα του. Στην υπέρβαση αυτή, που συντελείται πάντα στο υπαρξιακό πεδίο επικοινωνίας, οφείλεται και η δυνατότητα ”της απειρίας των ενδεχομένων αναγνώσεων”, η οποία θέλγει ορισμένους οπαδούς της ”αναγνωστικής θεωρίας” και το σύνολο σχεδόν των ”αποδομιστών”, και η αίσθηση βιωματικής κοινότητας που προκαλεί στο δεκτικό αναγνώστη ή ακροατή η ανάγνωση ή η ακρόαση ακόμη και ποιημάτων που αναφέρονται στην προσωπική μυθολογία του ποιητή.

Τα είδη του ποιητικού λόγου

Γραμματολογικά, ο ποιητικός λόγος διακρίνεται σε τρία κύρια είδη: Λυρικό, αφηγηματικό και δραματικό ή σκηνικό. Αντίστοιχα και συνηθέστερα γίνεται λόγος γιά λυρική, αφηγηματική και δραματική ή σκηνική ποίηση. Ολες οι άλλες διακρίσεις, όπως ”στοχαστική” ή ”φιλοσοφική”, ”διδακτική” ή ”ηθοπλαστική”, ”ερωτική”, ”διανοητική” κλπ, μπορούν να υπαχθούν σε ένα από τα βασικά τρία είδη, ανάλογα με τη θεματική ή τη δομή τους.
Λυρική, ιστορικά, είναι η ποίηση που τραγουδιέται δημόσια με τη συνοδεία λύρας. Αυτή ήταν η αρχική, αρχαιοελληνική σημασία του όρου. Λυρικός αντίστοιχα χαρακτηριζόταν ο ποιητής που έγραφε λυρικά ποιήματα, δηλαδή τραγούδια που τα συνόδευε λύρα. Με τη σημασία αυτή ο όρος περνάει στη γραμματολογία την εποχή των Αλεξανδρινών φιλολόγων, στους οποίους αποδίδεται και η σύνταξη του πρώτου πίνακα αρχαίων λυρικών. Ο πίνακας, γνωστός ως κατάλογος των εννέα λυρικών, περιείχε τα εξής ονόματα: Πίνδαρος, Βακχυλίδης, Σαπφώ, Ανακρέων, Στησίχορος, Σιμωνίδης, Ίβυκος, Αλκαίος, Αλκμάν. Ανάλογοι πίνακες υπήρχαν και γιά τους επικούς, τους δραματικούς, τους ιαμβογράφους και τους ελεγειακούς. Η διάκριση των λυρικών από τις άλλες κατηγορίες ποιητών γινόταν με κριτήριο το είδος του μουσικού οργάνου που συνόδευε την εκφώνηση των ποιημάτων τους ή και με κριτήριο την απουσία ενόργανης μουσικής συνοδείας. Έτσι, ο επικός ποιητής έγραφε πολύστιχα ποιήματα που απαγγέλονταν ρυθμικά δίχως τη συνοδεία μουσικού οργάνου ή, σε πρωϊμότερα στάδια, με τη συνοδεία φόρμιγγας (παραλλαγή της λύρας). Ο δραματικός ποιητής έγραφε ποιήματα που λέγονταν στη σκηνή από υποκριτές (ηθοποιούς) των δρωμένων. Η συνοδεία της σκηνικής απαγγελίας από μουσικό όργανο δεν αφορούσε το σύνολο του έργου και δεν συνδεόταν με τη λύρα. Ο ιαμβογράφος έγραφε ποιήματα που απαγγέλονταν δίχως τη συνοδεία μουσικού οργάνου, ενώ ο ελεγειακός έγραφε ποιήματα που συνοδεύονταν, στις απαρχές του είδους, από τον αυλό.
Η λυρική ποίηση διακρινόταν σε μονωδιακή και χορική ανάλογα με τον αριθμό των τραγουδιστών (Πλάτωνας, "Νόμοι"). Αναφορές σε μονωδιακά και χορικά άσματα κάνει και ο Ομηρος. Η διάκριση πάντως δεν είχε ιδιαίτερη θεωρητική σημασία. Μια δεύτερη διάκριση σε διάφορα είδη αποδίδεται στους Αλεξανδρινούς γραμματικούς μελετητές των πινδαρικών ύμνων. Η χορική ποίηση συνοδευόταν από φωνή, όργανο, κινήσεις του σώματος και βηματισμούς. Τα μέτρα των λυρικών και ιδιαίτερα των χορικών ποιημάτων ήταν ποικίλα και διαφορετικά από εκείνα του έπους και αυτά της σύγχρονης λυρικής ποιήσης. Είδη λυρικών τραγουδιών ήταν οι θρήνοι (για το θάνατο αγαπημένων προσώπων), οι υμέναιοι (γαμήλια άσματα), τα υπορχήματα (μονωδία με τη συνοδεία μουσικής), οι ύμνοι (λατρευτικά των θεών συνοδεία αυλού), τα προσόδια (τραγουδιώνταν καθ' οδόν προς βωμούς και ναούς), οι διθύραμβοι (λατρευτικά του Διονύσου), τα εγκώμια (επαινετικά ανθρωπίνων κατορθωμάτων), τα επινίκια (γιά τους αθλητές που νικούσαν στους πανελλήνιους αγώνες), τα σκόλια (είδη εγκωμίων) και τα ερωτικά (διάκριση των Αλεξανδρινών που εντάσσεται στα σκόλια).
Η λυρική ποίηση αναπτύχθηκε σταδιακά από τον 7ο μέχρι τον 5ο πΧ αιώνα, 

ΤΕΛΟΣ  1ου ΜΕΡΟΥΣ  ( Συνεχίζεται... )

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews