Σου ‘παν πως δεν έχεις δικαίωμα στα όνειρα ,
πως δεν είσαι ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα .
και ένιωσαν ότι ήσουν πρόβλημα γι’ αυτούς
παιδί για τον καιάδα .
Πίσω από τα μαύρα σου γυαλιά έμαθες μέσα σε μία πίκρα
ότι η ζωή για σένα θα άρχιζε την νύχτα .
Τότε που το αέναο τρέμουλο των ματιών σου
ταίριαζε με το βουβό λυγμό , στην άκρη των χειλιών σου .
Οι άνθρωποι που ήταν κοντά έκτισαν ένα τείχος
Κι εσύ απέμεινες σαν την πριγκίπισσα εκεί
Σαν την κυρά του κάστρου
Να πλάθεις βασιλόπουλα μέσα στην ζωγραφιά σου .
Σαν τον πρίγκιπα ανήλιαγο γιο του Τρικάρδου
βρεθήκαν άνθρωποι γεμάτοι από φθόνο και πριν’
ο Ήλιος χαρίσει τις ακτίνες του απλόχερα στον κόσμο
έσφαξαν τα κοκόρια τους για να σου δώσουν πόνο .
έβαλαν όλοι γύρω σου λάμιες , βαθιές και αδηφάγες
να σε τραβήξουν θέλανε με μιας
με όπλο τους την μοναξιά και του κενού τον πόνο
στον πράσινο , αδυσώπητο ,τον σκοτεινό τους κόσμο .
με βουλοκέρι έκλεισες τ’ αυτιά σου στις σειρήνες
και τα δικά σου όπλα έψαξες στις μυστικές σου κρύπτες
με χρώματα και μουσική με ήχους και μελωδίες
που σκόρπισαν της μοναξιάς τις φθονερές παγίδες .
έτσι σε γνώρισα εγώ στης πολιτείας την σμίλη
να ψάχνεις στου ζωγράφου τις ομορφιές τ’ απρίλη
το έπαιζες ξεψάρωτη μα ήσουν φοβισμένη
και σαν κρεμμύδι ήσουν στο κορμάκι σου ντυμένη
Εκεί ήταν που έσμιξαν μέσα σε ένα καμίνι
Της θλίψης μας το αντάμωμα μέσα σε ένα δείλι
Κι έγινε παθός κι έρωτας μες στου κορμιού τα ρίγη
Και η δυστυχία πέρασε μες της ψυχής τη λήθη.
Κι αυτοί που σου ‘πάνε πικρά μ ανείπωτη σκληράδα
πως δεν είσαι εσύ ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα
Πόσο δίκιο είχανε πριγκίπισσα του κάστρου.
Μάλλον αυτοί χρειάζονται γνώμη οφθαλμιάτρου