Το δάσος φύτρωσε μέσα
στην πόλη
μια νύχτα που ο ουρανός
έφτυνε βροχή
στα πρόσωπά μας.
Το επόμενο πρωί
μεγάλοι κορμοί
φράζαν τις πόρτες των σπιτιών.
Από τα παράθυρα
αχνόμπαινε το φως του ήλιου
παίζοντας στην αρχή
με τα κλαδιά και τα φύλλα.
Και κείνο τα αεράκι,
εκείνος ο αέρας που έβαλε μετά,
έσκιζε τα ρούχα μας,
αφήνoντας σώματα γυμνά.
Φόβος.
Μετά από μέρες
οι πρώτοι κατάφεραν να βγουν έξω.
Οι δρόμοι της πόλης αφανισμένοι
κάτω από ένα μαύρο δάσος.
Μοιάζαν οι άνθρωποι σκιές
των πελώριων δέντρων,
σκιές χαμένες,
σκιές γυμνές.