Η στέρηση εκλιπαρούσε μια ζωή, παραδοχή.
Διακόνευε μια ταυτότητα ,ένα σπιτικό
μια θέση τόσο δα!
Μ, αντάλλαγμα ψυχή τε και σώματι,
όπου τ' απόθεσε στα πόδια ειδώλων,
αρρωστημένης λατρείας.
Σιωπηλά φάνταζαν τέλεια,
κι η ακαταδεξία ράπιζε τα όνειρα
που αεροβατούσαν,
μεγαλώνοντας το πείσμα
π, αγκιστρωνόταν στις μάταιες ελπίδες,
με τον χρόνο να ξεγλιστράει
μεσ 'απ' τις ρωγμές των δακτύλων .
Αλλά η προσπάθεια πεισματάρα
όλο ανέβαινε .
Κι όταν στο βάθος του χάους έφθασε,
τα ξεκάθαρα πια μάτια αντίκρισαν!!!
Μια άδεια καρέκλα
κι ένα παραγεμισμένο δοχείο εγωισμού
όπου στην επιφάνεια επέπλεαν
τ´άνευ αξίας
κομματιασμένα είδωλα.