Κοιτά με βλέμμα της φωτιάς
διαφορές του νου του
αυτές του ήρθαν ξαφνικά
στα μαύρα βάθη του μυαλού
σαν πεθαμένες αστραπές
απ' τον παλιό αιώνα
μαύρο και κόκκινο πανί
στ' αριστερό του χέρι
Θέλει ν' ανάψει το κερί
επάνω στο φυτίλι...
Τσαλακωμένο το χαρτί
μισοκαμμένες άκρες
βάθος της ιστορίας
θέλει νομίζει το μπορεί
για να το διορθώσει
ξανά το κάψει απ' την αρχή
ξανά το σιδερώσει
φτιάξει καινούρια φορεσιά
μιας παγωμένης μνήμης
θυμήθηκε τα νιάτα της
νόμισε ξαναφέρει
και ξαναζήσει έρωτα
πίστεψε καταφέρει...
Κι' έτσι πως... τ' ανακάλυψε
κι' έτσι πως το... νομίζει
ξάφνου σηκώνεται με μιας
και το πανηγυρίζει !...
Φορτώνει σύννεφα βαριά
με παγωμένες αστραπές
φλόγες πυρακτωμένες
αναθεώρησης σακιά
καντάρια από μίσος
και πριν ανάψει τους πυρσούς
βγάζει στην άκρη τους μισούς
για να τους κάψει πρώτους...
Τι κι αν χαθούν στη νιότη τους
τι κι αν παιδιά πεινάσουν
τι κι αν πεθάνουν πελαργοί
κι αν πόλεις λίμνες και χωριά
γεμίσουν από στάχτες
κι' απ' όνειρα καμένα
άτυχες οικογένειες
σπίτια κατεστραμμένα
νοικοκυριά χαμένα ..
Καμένη γη θέλει να δει
αίμα να το μυρίσει
αίμα ζεστό να το λουστεί
να νιώσει νέος - δυνατός
γεράματα ξεχάσει
ξεχάσει πως κοντά ο καιρός
το χώμα να μυρίσει
δυό μέτρα κάτω από τη γη
που πότισε με αίμα
και τότε καταλάβει
πως δεν γεννήθηκε θεός
κι' αυτός είναι πολύ μικρός
τη μοίρα για ν' αλλάξει
και πως το χώμα είναι βαρύ
γιατί είναι βρεγμένο
με αίμα αθώων και παιδιών
μανάδων πατεράδων
νέων με μέλλον τους πολύ
πολλά χρόνια μπροστά τους.
Πολλά για να πληρώσει....
Μα τώρα πια πολύ αργά
κι ας έχει μετανιώσει
τώρα πια δεν το μπορεί
τους αποζημιώσει.....
Νίκος Στυλιανού