Εκτύπωση
RSS
Logo Gate * Ποίηση Με φόντο την μικρή μας γειτονιά
 

Με φόντο την μικρή μας γειτονιά Hot

Με φόντο την μικρή μας γειτονιά


έχει μέσα πολλές αλήθειες


τόσο νόστιμες και διασκεδαστικές,


που είναι καλύτερες και από ψέμματα…


(Μιγκουέλ Θερβάντες)






ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο



Περνώντας έξω από την αυλόπορτα της κυρά-Βάσως και ακούγοντας εκείνο


το υπέροχο, τρανταχτό, πηγαίο γέλιο της, νόμιζες ότι ανοίγουν οι ουρανοί


και μαζί της γέλαγε όλος ο κόσμος γύρω της.


Η στιγμιαία ευδιαθεσία της σού προκαλούσε ευδαιμονία. Μετά παύση και λίγο


aργότερα πάλι, δυνατό, καθαρό γέλιο σαν γάργαρο νερό.


 




Η πόρτα ήταν ψηλή, μαντεμένια με καραβολάκια. Συνήθως βαμμένη πράσινη


κυπαρισσί. Το αγιόκλημα είχε απλωθεί σε όλο το μήκος των πλαϊνών μαντρότοιχων, πάνω στα κάγκελα που κατέληγαν σε μύτες σπάθινες.


Όταν έβγαιναν τα πρώτα λευκά ανθάκια, τα βάζαμε στο στόμα και ρουφούσαμε το γλυκό νέκταρ του μίσχου. Μοσχομύριζε ο τόπος και μαζί με τα υπόλοιπα αναρριχητικά και την κληματαριά έπλεκαν ένα παχύ στρώμα σκιάς.


Από κάτω, μικρά σκαμνάκια και ψάθινες καρέκλες καφενείου.



Οι γιαγιάδες μας, Μικρασιάτισες προσφυγοπούλες, κατάφεραν να στήσουν


το ίδιο σκηνικό, να μεταφέρουν την ίδια ατμόσφαιρα, τις ίδιες μυρωδιές, την ψυχή τους, την ζωή τους. Σαν να μην άλλαξε τίποτα. Μόνο η πίκρα, μόνιμα ζωγραφισμένη στα μάτια τους.


Αυτά τα μάτια ! Πόσο τα ζήλευα για όσα είχαν δει, για όσα είχαν πονέσει και κλάψει ! Μέσα από τις διηγήσεις τους, βλέπαμε κι εμείς, έτρεχε η φαντασία μας στα ασπροβαμμένα σοκάκια.


Κυράδες με τσεμπέρια απ’ όπου ξέφευγαν οι χοντρές κοτσίδες –φουρκέτες της γιαγιάς έβρισκα παντού- έσκυβαν και ασβέστωναν τους μαντρότοιχους, τα σκαλάκια, τις αυλές, τις ζαρντινιέρες. Τι φρεσκάδα και τι ανακούφιση στο τέλος από την πάστρα !


Εμείς, πιτσιρίκια, βοηθούσαμε -όσο μας άφηναν- (ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου : «πού πάτε και φυτρώνετε εκεί που δεν σας σπέρνουν» ! τραβούσαμε τις γλάστρες,


καθαρίζαμε τα πιατάκια, σκουπίζαμε το χώμα και λιώναμε με τα παπούτσια μας κανένα ζωύφιο.


…/..


Αυτή η αναστάτωση του νοικοκυρέματος, συνήθως πριν από μεγάλες γιορτές ή στην αρχή της εποχής, ήταν πανηγύρι για μας.



Όπως πανηγύρι ήταν όταν ακούγαμε το καμπανάκι του σκουπιδιάρικου !


Τι χαρά κι αυτή ! Σούρουπο ήταν συνήθως. Οι σκουπιδιάρηδες ήταν χαρούμενοι άνθρωποι –ή τα παιδικά μας μάτια τους έβλεπαν έτσι-. Πάντως μας χαμογελούσαν.


Άδειαζαν τα σκουπίδια στην ανοιχτή καρότσα του φορτηγού και τις περισσότερες φορές ανέβαιναν κι αυτοί επάνω και τα πάταγαν με τις γαλότσες τους !


Μας φαινόταν συναρπαστικό !


Αυτό σήμαινε και το τέλος της ημέρας μας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο


Πρόσωπα της γειτονιάς



Ο κυρ-Τάκης έφυγε. Η καρδιά του ήταν εντελώς κατεστραμμένη.


Δεν είχε πάει πότε του σε γιατρό. Τις εξαγωγές των δοντιών του τις έκανε μόνος του ! Όταν τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, τους ζήτησε να τον πάρουν αμέσως γιατί ένοιωθε ότι εκεί μέσα τριγυρίζει ο θάνατος. Δεν ξέρω αν φοβόταν τον θάνατο ή τους γιατρούς περισσότερο.


Έτσι ήταν οι παλιοί. Δεν ήθελαν να έχουν παρτίδες με γιατρούς και νοσοκομεία.


Και όσο τους έχει γραμμένο.


Τα γιατροσόφια τους ήταν αποτελεσματικά για πονοκεφάλους, καψίματα, κρυολογήματα…μέχρι εκεί. Δεν χρειαζόντουσαν και τίποτα παραπέρα.


Γερά κόκκαλα, δεν τους έπιανε τίποτα.


Αυτός λοιπόν ο κυρ-Τάκης ήταν ο πρώτος που έφερε αυτοκίνητο στην γειτονιά : «καφέδες Λουμίδη» ο παπαγάλος φιγουράριζε στις πλαϊνές πόρτες και το αυτοκινητάκι φαινόταν παραμυθένιο.


Στην κηδεία του κυρ-Τάκη ήρθε και ο κυρ-Γιάννης (96 χρονών) στητός και αξιοπρεπής, για να τιμήσει τον κατά πολύ νεώτερο του γείτονα. «Έχω θάψει τρεις γυναίκες» ,μας έλεγε, «κι έχω την τέταρτη στο σπίτι για να με προσέχει» !!!


Κάθε Τετάρτη στην λαϊκή, μόνος του,.


Στα νιάτα του (;) είχε συμμετάσχει ως κομπάρσος σε ταινία με τον Κούρκουλο !


Η δεύτερη γυναίκα του –αυτήν θυμάμαι περισσότερο- η κυρά Φωφώ, ήταν κωφάλλαλη.


Είχε φροντίσει να της φτιάξει ειδικό φωτάκι που άναβε με το χτύπημα του κουδουνιού της εξώπορτας ! Την φρόντιζε και την είχε μάθει να επικοινωνεί.


Σαν παιδιά, νοιώθαμε έναν κρυφό φόβο όταν ακούγαμε τους αλλαλαγμούς της


στην προσπάθειά της να μας εξηγήσει.


Ο κυρ-Γιάννης ήταν άτεκνος. Τις γυναίκες του τις αγαπούσε σαν παιδιά του.


…/…


Πριν αρκετά χρόνια έκανε μια ανακαίνιση στο σπίτι του : έντυσε όλη την εξωτερική επιφάνεια της εισόδου με μάρμαρο ! Οι κακές γλώσσες είπαν ότι θύμιζε τάφο. Δεν είχαν κι άδικο. Ο κακόμοιρος όμως το έκανε για να αποφύγει τα ασπρίσματα !


Έτσι, βλέπαμε κατόπιν την τρίτη γυναίκα του να πλένει με ανακούφιση και να γυαλίζει τα μάρμαρα. Προς πείσμα όλων των γειτόνων και δη των προληπτικών,


τάφος ξε-τάφος, ο ιδιοκτήτης έζησε και βασίλευσε και με την τέταρτη συμβία του


παρακαλώ !



Απέναντι μας διαγώνια ζούσε μία οικογένεια που είχε έρθει από τα βάθη της Ανατολής.


Η μάνα ,με το δύσκολο όνομα για μας, Άταμπλα είχε 3 γιους και 2 κόρες :


Τον Χρήστο, τον Αβραάμ, τον Αγαθάγγελο, την Κατίνα και την Χριστίνα.


Ένα σας λέω, εκεί που εμείς σήμερα παρκάρουμε το αυτοκίνητό μας (βλέπε γκαράζ)


ο Αγαθάγγελος «πάρκαρε» το άλογό του και το κάρο του ! Μανάβης στο επάγγελμα.


Ο Αβραάμ πολύ αργότερα ερωτεύθηκε παράφορα την Δέσποινα την πολίτισσα και λίγο έλειψε να έχουμε δράματα στην γειτονιά, για την καρδιά της.



Η κυρά Κωνσταντία –μια χιλιοβασανισμένη γυναίκα- ανάστησε μόνη της τα τέσσερα παιδιά της. Ο άντρας της, Χαράλαμπος, γόης και «γυναικάς» μόνο


στο σπίτι του δεν ερχόταν.


Στα τελευταία του, όταν τον χτύπησε ο καρκίνος, γύρισε, για να της προσθέσει


κι άλλες πίκρες.


Τον έτρεχε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Τον φρόντιζε, σαν να μην την είχε


ποτέ εγκαταλείψει. Άφησε την τελευταία του πνοή στα χέρια της.


Με αυτά τα χέρια «σταύρωνε» όλη την γειτονιά. Η καλλίτερη ξεματιάστρα , γητεύτρα και γιάτρισσα ! Ειδικότητά της : οι βεντούζες. Μας είχε σώσει πολλές


φορές από βαριά κρυολογήματα και από βασκανίες.


Κανένας στην γειτονιά δεν την αμφισβητούσε μα και κείνη δεν ήταν καθόλου


καυχησιάρα. ΄Ο,τι ήξερε, το ήξερε από την μάνα της και το μετέδιδε με όλη την απλότητα που μπορεί να διαθέτει μια καλοσυνάτη, λαϊκή γυναίκα.


Μέσα σ’ όλες τις στενοχώριες της, είχε κι έναν καημό : να παντρέψει την μεγάλη της κόρη την Αγγελική. Καταπληκτική μοδίστρα αυτή η κοπέλα !


Πόση ήταν η χαρά μου όταν η μητέρα μου της «έκλεινε» ραντεβού για να της ράψει κανένα μαντώ ή ταγιεράκι.


Έπιανε δουλειά από το πρωί στις 08:00 και τελείωνε αργά το βράδυ, παραδίνοντας έτοιμα πια τα ρούχα !


Το διάλειμμά της ήταν το μεσημέρι για φαγητό και κανένας καφές το απογευματάκι. Πολύ προκομμένη.


Θυμάμαι την μάνα μου, φρόντιζε για εκείνη την ημέρα να μαγειρέψει κάτι το ιδιαίτερο, για να το περιποιηθούμε το κορίτσι.



…./..


Χρησιμοποιούσαμε την σάλα .Εκεί άλλωστε υπήρχε ένα τεράστιο ξύλινο παραλληλόγραμμο τραπέζι με χοντρά σκαλιστά πόδια. Τα άλλα δωμάτια, μια κρεβατοκάμαρα κι ένα κουζινάκι, μάλλον δεν ήταν κατάλληλα για επισκέψεις…



Με ορθάνοιχτα λοιπόν τα μεγάλα παραθυρόφυλλα της σάλας (δεν ξέρω γιατί δεν λέγαμε «σαλόνι»), έτσι ώστε η Αγγελική να έχει άπλετο φως, σχεδίαζε μόνη της


τα πατρόν, διότι έπρεπε όλα, να είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της πελάτισσας .


Μαζί της έφερνε πάντα ένα ρολογάκι και ένα τρανζίστορ –απαραίτητα «εργαλεία» - εκτός από το χοντρό ψαλίδι με τα δοντάκια για τα υφάσματα, τα «σαπουνάκια» και τις μεζούρες της.


Τρελαινόμουν να κόβω τα κουρελάκια που περίσσευαν μ’ αυτό ειδικά το πριονωτό ψαλίδι. Οι κούκλες μου είχαν ξαφνικά αποκτήσει νέα συλλογή !


Ξεκινούσε με την πρώτη ψαλιδιά, λέγοντας μέσα από την καρδιά της «με γεια»,


Όχι τυπικά και μηχανικά για …δημόσιες σχέσεις και τέτοια ψυχρά .


Αυτή η φράση ήταν κάτι σαν εναρκτήριο λάκτισμα .Της έδινε και της ίδιας κουράγιο για να φέρει το ικανοποιητικό αποτέλεσμα που θα ευχαριστούσε όλους.


Εκείνο που μου έκανε τρομερή εντύπωση επάνω της, ήταν οι μίνι φούστες !


Είχε καλοσχηματισμένα πόδια, ήταν ψηλή για γυναίκα, και το super mini της


έδειχνε τα κάλλη της, χωρίς να υπάρχει κάτι πρόστυχο ή χυδαίο.


Άλλωστε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το μίνι ήταν στις δόξες του.


Όσο πιο κοντό τόσο πιο καλό ! Δεν μιλάμε βέβαια για το τι έβλεπαν τα μάτια μας !


Μέχρι και η μαμά ζητούσε διστακτικά και ντροπαλά : « λίγο πιο πάνω από το γόνατο».



Η Αγγελική είχε σχέσεις με κάποιον Παύλο-φάντασμα. Τον συναντούσε όταν πια


είχε σουρουπώσει για τα καλά, αφού έστριβε την γωνία της γειτονιάς.


Ήταν ….ανήθικο και μόνο το γεγονός ότι ο Παύλος, τότε, διέθετε αυτοκίνητο !


Το ότι η Αγγελική έμπαινε στο αυτοκίνητο….ε ! …αυτό κι αν ήταν ντροπή !


Πάντα την θυμάμαι «είκοσι επτά ετών». «Τραβήχτηκε» κάποια χρόνια με τον Παύλο,


ο οποίος είχε άλλες υποχρεώσεις και τελικά δεν μπόρεσε να την αποκαταστήσει.


Αργότερα, γνώρισε κάποιον αστυνομικό, τον Γιώργο. Άλλος μακροχρόνιος δεσμός


και ….οδυρμός αυτός !


Γύρω στα σαράντα της τον παντρεύτηκε. Η μάνα της ήρθε στον γάμο τους σηκωτή,


παραμορφωμένη από φρικτούς πόνους του καρκίνου που την θέρισε.


Αλλά και ο γαμπρός υπέφερε από πόνους στην μέση, γιατί την ημέρα του γάμου


έπαθε λουμπάγκο ! Παρ’ όλα αυτά, το μυστήριο πραγματοποιήθηκε.



Ο ένας από τους δύο αδελφούς της Αγγελικής, Γιώργος κι αυτός, γύρω στα 20 τότε,


γνώρισε την κολλητή μου φίλη Μαρίνα στις αρχές της εφηβείας της , μόλις στα 13..


Παιδιά κι οι δυό τους, μόνο που εκείνος ήταν πιο «περπατημένος». Η μικρή ερωτική τους ιστορία ξεκίνησε στα σκαλάκια του σπιτιού μου, εκεί όπου υπήρχε μια ξύλινη κολόνα της ΔΕΗ παρέα με τον κορμό ενός δέντρου. Το δέντρο με τα μπιρμπιλόνια.



Ώρες ατέλειωτες στην πεζούλα αυτή με ηλιόσπορο και ιστορίες με σκιρτήματα.



Η παρέα, αρχικά αυστηρά κοριτσίστικη, με την Χρυσάνθη (κόρη του κυρ-Τάκη που λέγαμε), την Μαρία (κόρη του γιατρού και της φιλόλογου), την Αλέκα, το αγοροκόριτσο


με την αγνή καρδιά, την Βούλα (το πιο πονηρό και ευφάνταστο πλάσμα των παιδικών μου χρόνων).


Τα αγόρια της γειτονιάς (Γιώργος, Λάκης από Θεόφιλος αδελφός της Βούλας, Γιώργος


αδελφός της Αλέκας, Κλήμης , Αθηνόδωρος ο ωραίος…), έπιαναν στασίδι σε αντικριστά


σκαλάκια ή στο σπίτι του Γιώργου, παραδίπλα. Οι «αδιάφορες» ματιές έπεφταν σύννεφο…



Οι μανάδες μας, μας είχαν μονίμως σε περιορισμό.


Αγόρια = απαγορευμένος καρπός.


Η δική μου ήταν η πιο πουριτανή από όλες. Στο άκουσμα μόνο της φράσης


«έχω αγόρι» (γύρω στα δεκάξι μου) κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό !


Μου είχε χαρακτηριστικά επισημάνει πως εάν μάθαινε ότι εγώ «έχω κάνει κάτι»


(τα ταμπού της –ογκόλιθοι αβάσταχτοι στο πέρασμα της δικής μου εφηβείας-


δεν της επέτρεπαν καν να χρησιμοποιήσει την λέξη έρωτας), τότε λοιπόν


«θα έπεφτε στις γραμμές του τραίνου» (ευτυχώς τραίνο δεν είχαμε στην περιοχή μας),


Για συμβουλές περί εφηβείας ή : βλέπω την πραγματικότητα κατάματα, ούτε λόγος !



Ο Γιώργος λοιπόν, εντυπωσιάστηκε από την ψιλόλιγνη πρασινομάτα Μαρίνα


και η Μαρίνα κολακεύτηκε από το ενδιαφέρον του Γιώργου.


Εγώ, προθυμοποιήθηκα για τα περαιτέρω…


Άρχισαν λοιπόν οι πιο συχνές επισκέψεις της φιλενάδας μου στα δικά μας χωρικά ύδατα. Η Μαρίνα ήταν από άλλη γειτονιά, την «Ροδοπόλεως». Με τα ονόματα των οδών


οριοθετούσαμε τις γειτονιές. Η δική μας ήταν η «Κουντουριώτου».


Ένιωθα την διστακτικότητα, την καλυμμένη ανυπομονησία και των δύο να με πλησιάσουν και να μου μιλήσουν για το θέμα που τους έκαιγε. Να μου ζητήσει ο καθένας μια πληροφορία για τον άλλον, ένα στοιχείο από την ζωή τους.


Εγώ που τους γνώριζα τόσο καλά και τους δύο, ένοιωθα ξαφνικά ότι επιτελούσα


έργο σημαντικό !


Προσπαθούσα μάλιστα να κάνω τις αφηγήσεις μου πικάντικες και γαργαλιστικές, όταν επρόκειτο να αναφερθώ στις αισθηματικές «πρώην» ιστορίες του Γιώργου, όπως άλλωστε συνήθιζε να τις διανθίζει και ο ίδιος σε μένα.


Μελό και θλιβερές, όταν αναφερόμουν στην ζωή της Μαρίνας (ήταν μόλις 12 και κάτι, οπότε δεν μιλάμε για αισθηματικό παρελθόν), σχετικά με το προβληματικό οικογενειακό της περιβάλλον (διαζύγιο, νέοι γάμοι των γονιών της).


Η αλήθεια είναι ότι η Μ. έφερε βαρέως την τραγική κατάσταση που λάμβανε χώρα


τότε στο σπίτι της.


Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την σκηνή στην κουζίνα του σπιτιού της :


Μόλις είχε μάθει ότι οι γονείς της χωρίζουν οριστικά. Άνοιξε απελπισμένη το συρτάρι


με τα μαχαιροπήρουνα, άρπαξε το πιο μεγάλο μαχαίρι που βγήκε μπροστά της και,


ενώ με κοίταζε με ύφος πονεμένο και σπαραχτικό, ήταν έτοιμη να το καρφώσει στο στήθος της, φωνάζοντας : «θα σκοτωθώ, σου λέω. Δεν αντέχω άλλο» !


Πραγματικά, δεν ξέρω εάν δεν βρισκόμουν μαζί της εκείνη την στιγμή, πού θα την οδηγούσε η απελπισία…


Ύστερα, σκουπίζοντας κι οι δυό τα δάκρυά μας, της έδωσα κουράγιο, ψιθυρίζοντας ό,τι πιο αισιόδοξο μπορούσα να σκεφτώ για το δικό μας μέλλον, ότι όλα θα αλλάξουν και θα βελτιωθεί η κατάσταση με τους δικούς της.


Πού να ήξερα τότε, ότι η μητέρα της αφού τελικά χώρισε με τον πατέρα της, θα έκανε


τρεις ακόμη αποτυχημένους γάμους, και ο πατέρας της –από πίκα και μόνο- επίσης


έναν αποτυχημένο γάμο με μία πολύ μικρότερή του κοπέλα (σχεδόν συνομήλική μας !)


από τον οποίο γάμο, έμεινε στην Μαρίνα ένας ετεροθαλής αδελφός, τον οποίο και αγαπούσε πολύ.


Δυστυχώς αργότερα, όταν το παλληκάρι υπηρετούσε την θητεία του –ποιος ξέρει


πόση δυστυχία είχε μαζέψει κι αυτό στην ψυχή του- έδωσε τέλος στην σύντομη ζωή του. Πού να ήξερα !



Μόλις είχαμε εισαχθεί στο γυμνάσιο και μέρα με την μέρα η σχέση της με τον Γιώργο


γινόταν δεσμός, τόσος σφιχτός που τους τύλιγε σ’ ένα δίχτυ που ούτε κι οι ίδιοι


μπορούσαν να φανταστούν με πόσες ψυχικές και σωματικές απώλειες θα έβγαιναν από κει μέσα…



Γράφοντας αυτές τις γραμμές, καμιά φορά αναρωτιέμαι εάν όλα αυτά είναι αληθινά


ή μοιάζουν σαν μυθιστόρημα.



Αρχές της δεκαετίας του 70. Η γειτονιά μας ήταν όμορφη. Ιδίως την Άνοιξη που


τα δέντρα με τα μπιρμπιλόνια φούντωναν και μας πρόσφεραν δροσερή σκιά, που ο δρόμος ήταν χωματένιος χωρίς παρκαρισμένα αυτοκίνητα να τον κλείνουν, που ο ουρανός ήταν όλος δικός μας γιατί τα σπίτια ήταν όλα -μα όλα- μονοκατοικίες ισόγειες ή το πολύ-πολύ δίπατες, με κεραμίδια, με κήπους απ’ όπου σε μεθούσαν οι μυρωδιές


του γιασεμιού, του νυχτολούλουδου, της γαζίας, της γαρδένιας.


Που οι φωνές μας ξετρέλαιναν τους γείτονες από τα «μήλα», το «κουτσό», την «αμπάριζα», τον «σαλίγκαρο», το «κρυφτό», τις «ρακέτες»…


Που οι καρδιές μας σκιρτούσαν σε κάθε καινούργιο βλέμμα από την…αντίπερα όχθη.



Πώς λοιπόν να μην αφήσουμε το συναίσθημα, τον νεανικό μας ενθουσιασμό,


να ξεχειλίσουν στα σκαλάκια, να πλημμυρίσουν τον δρόμο, να πνίξουν την γειτονιά


και όλα τα παιδιά της ?


…/..



Βέβαια ήταν κι εκείνες οι άλλες, απίστευτες μυρωδιές των φαγητών που ξέφευγαν από τις κουζίνες, όχι βέβαια τις ηλεκτρικές αλλά τα πετρογκάζ με δύο μάτια το πολύ.


Τα τσουκάλια μεγάλα, έπρεπε να χορτάσουν πολλά στόματα, όπου σιγοψηνόταν χειροποίητο φαγητό με αγνά υλικά και συνταγές ονειρεμένες .


Η γιαγιά έπλαθε την ζύμη για τον τραχανά και έμοιαζε σαν ιεροτελεστία.


Τον άπλωνε σε καρώ τραπεζομάντιλο πάνω σε ξύλινο τραπέζι και τον έβγαζε


έξω στην ταράτσα να στεγνώσει με τον ήλιο ! Μου επέτρεπε κι εμένα να τρίψω λίγη από την ζύμη. Με έκανε να νοιώθω σημαντική.


Όταν δε ετοίμαζε κόλλυβα, (οι ψυχές είχαν δεσπόζουσα θέση στην καθημερινότητά μας, καθότι είχε χάσει γιό στα 33 του), μουρμούριζε προσευχές, μνημόνευε ονόματα


και σταύρωνε το στάρι.


Ομολογώ ότι εκείνες τις στιγμές με φόβιζε λίγο το πρόσωπό της. Έμοιαζε


με μορφή αρχαίας τραγωδίας. Σκαμμένο από τα χρόνια και τα βάσανα, βαθειές


ρυτίδες αυλάκωναν όλο το δέρμα. Ύφος σοβαρό, θλιμμένο, σκοτεινό. Ανατριχιάζω


ακόμα και τώρα που το φέρνω στην μνήμη μου.


Δεν την θυμάμαι ποτέ χαμογελαστή. Σε κάθε βλέμμα της ζωγραφισμένος ο πόνος.


Λένε ότι δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από το να χάσεις το παιδί σου ! Αυτή την απώλεια την βίωνε καθημερινά, τα «αχ» της αβάστακτος καημός σε κάθε της αναπνοή, μέχρι που έκλεισε τα μάτια της.



Ο παππούς, λεβεντάνθρωπος, με ιδιαίτερη αίσθηση της ευθυμίας (κοινώς : «χιούμορ»).


Στην κατοχή, δεν άφησε τα 4 παιδιά του να πεινάσουν. Τι σήμαινε αυτό ?


Έπαιρνε ένα καρότσι και ξεκινούσε από την Κοκκινιά για να φτάσει με τα πόδια


στον Διόνυσο (!!!). Στα δε πόδια, επειδή δεν υπήρχαν παπούτσια, έδενε προβιές !


Εκεί όταν έφτανε, έκοβε ξύλα (πόσα αλήθεια μπορούσε να χωρέσει ένα καρότσι ?!)


και επέστρεφε πίσω για να τα πουλήσει…Από αυτό το «κέρδος» ζούσε την οικογένεια.


Πώς να μην υποκλιθείς μπροστά σε τόση ταπείνωση ?!


Το κομπολόι του με τις μεγάλες πορτοκαλί χάντρες ηχούσε ρυθμικά. Η ρετσίνα συνόδευε πάντα τις διηγήσεις του. Την προμηθευόταν από την ταβέρνα του Κιοσπέ


όπου σέρβιραν μπακαλιαράκι τηγανητό και ωραίους μεζέδες. Κάθε βραδάκι πήγαινε να βρει τους φίλους του, πίνοντας κανένα μισόκιλο. Αυτό ήταν αρκετό για να τον ζαλίσει λίγο και να τον κάνει να αρχίσει να…λαλάει !


Μας μάζευε γύρω του, όλα τα εγγόνια, και οι ιστορίες του μάς ταξίδευαν πίσω


στον χρόνο. Μακάρι να είχα μαγνητοφωνήσει ό,τι ακούγαμε τότε !


Μακάρι να γύριζα τον χρόνο πίσω…



…/…








ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Αναμνηστική φωτογραφία : πάνω στο καπό του αυτοκινήτου του κυρ-Τάκη, μισοκλείνοντας τα μάτια από τον δυνατό μεσημεριάτικο ήλιο, τρία κοριτσάκια –το ένα σχεδόν μωρό, τα άλλα τριών-τεσσάρων χρονών, με καστανόξανθες πλεξούδες. Δίπλα τους, όρθια από αριστερά, η Δέσποινα –άρτι αφιχθείσα τότε από την Πόλη- με τις χρυσές χοντρές βέργες περασμένες στα όμορφα χέρια της, ευτραφής και αγνώριστη ! Και ο κυρ-Τάκης, πάντα χαμογελαστός, λυγερός και ψαρομάλλης από τα νιάτα του.


Φόντο : γειτονιά με τα χαμηλά σπιτάκια, πνιγμένα στα λουλούδια. Χωματόδρομος και ουρανός…όσο πάει το μάτι σου κι όσο τραβάει η ψυχή σου !


Αλλάζαμε πόζες αλλά η οπτική γωνία πάντα η ίδια.


Έτσι σώθηκαν τουλάχιστον δύο φωτογραφίες κι έτσι κρατάει η μνήμη μου την εικόνα της γειτονιά μας όπως ήταν κάποτε.



Με θλίψη βλέπω τώρα την ίδια γειτονιά. Αγνώριστη ! Απίστευτα ακαλαίσθητη.


Δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζει την προηγούμενη εικόνα της !


Αναρωτιέμαι τι βλέπουν τα νέα παιδιά …?


Πώς είναι όταν δεν μπορείς να βγεις και να χαρείς την ελευθερία


του παιχνιδιού στον δρόμο ?


Πώς είναι όταν δεν βλέπεις το πρόσωπο του άλλου παρά μόνο μέσα


από το face book ?


Δεν είχαμε play-station. Οι υπολογιστές δεν είχαν μπει στην ζωή μας τόσο επιθετικά.


Δεν μας είχε ακόμη βιάσει η τεχνολογία. Τι λέω ? Δεν παρακολουθούσαμε καν τηλεόραση !



Είχαμε χρόνο να ονειρευτούμε …



ΑΥΛΑΙΑ.




ΤΖΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ



 

Κριτικές Χρηστών

Average user rating from: 3 user(s)

 

Αξιολόγηση:
 
5.0
 
 

Με φοντο την μικρη μας γειτονια

Συναίσθημα ,χωρίς λεκτικές υπερβολές.Εικόνες πού ζήσαμε και αναπολούμε για την απλότητα των σχέσεων ,την ειλικρίνεια και την αλληλοβοήθεια .
Τζίνα, δώσε μας λίγο διάλογο των πρωταγωνιστών ,έχεις την δύναμη να το κάνεις λίγο ποιό θεατρικό .
Θέλω να κλείνω τα μάτια μου και με χαλαρώνει η εικόνα πού μπορείς να μας δώσεις.
Στείλε μας και άλλο δείγμα .Με γέμισε η ανεπιτήδευτη χροιά σου.
Χρήστος
Reviewed by christos
March 10, 2010
Report this review
 
 

Υπέροχο! Όμορφες εικόνες μιας άλλης εποχής. Ο λόγος σου ρέει χωρίς να κομπιάζει. Έχεις τον τρόπο να κάνεις τις εικόνες να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας. Χωρίς να'χεις χρησιμοποιήσει βαριά στολίδια στις λέξεις σου, δεν υστερεί καθόλου ο απλός λόγος- αντιθέτως με εντυπωσίασε!!!
Καλώς ήρθες και συγχαρητήρια...και πάλι υπέροχο
Reviewed by dimitraemi
March 08, 2010
View all my reviews
Report this review
 
 

Καλωσόρισες λοιπόν και επίσημα ΤΖΙΝΑ στο Λ.Κ. έστω και με τον « περιπετειώδη » τρόπο που δημοσιεύτηκε το πρώτο σου πόνημα και είναι και η αιτία, αν αναρωτηθείς, που « χάλασε » το πολύ όμορφο format και τα χρώματα όπως το είχες στείλει…..
Μας ταξίδεψες ( με το καθ’ όλα άριστο ) κείμενο σου, πίσω, σε χρόνια και γειτονιές όμορφες, ζεστές, με αυθεντικά και ζωντανά ανθρώπινα χρώματα και τις αλησμόνητες μυρωδιές του γιασεμιού, του νυχτολούλουδου, της γαζίας, της γαρδένιας και πάνω απ' όλα της ζεστής ψυχής των ανθρώπων………

Η πένα σου απουσίαζε από το Λογοκλάμπ, αυτό είναι σίγουρο !

Θερμά συγχαρητήρια !!

Και προφανώς …. η συνέχεια θα με δικαιώσει, γιατί στο πρώτο κι’ όλας πόνημα σου, τόνισα τα συγχαρητήρια, με τη λέξη…. Θερμά !

Καλή συνέχεια......
Reviewed by Nikos Stylianou
March 08, 2010
View all my reviews
Report this review
 
 
 
Powered by jReviews