Εκτύπωση
RSS
LOGO VIMA *** Διήγημα Μέσα από μια Στράτα Απόκοσμη κι Απόσκια
 

Μέσα από μια Στράτα Απόκοσμη κι Απόσκια Hot

                    Μέσα από μια Στράτα Απόκοσμη κι Απόσκια

· Ένα παιδί  μόλις σχόλασε από το απογευματινό του μάθημα. Στο

δρόμο του για το σπίτι, αργοπορεί εσκεμμένα, με αποτέλεσμα να

περιφέρεται χαμένος στα διάφορα στενά της πόλης. Η

συνάντηση του με μια αλλόκοτη παρουσία ίσως αποβεί μοιραία.

· Ο τίτλος "Μέσα από μια στράτα απόκοσμη και απόσκια" είναι εμπνευσμένος  από την πρώτη στροφή του ποιήματος "Dreamlands" του E. A. Poe σε μετάφραση του  Νίκου Προεστόπουλου.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν ξεκίνησαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες βροχής. Ο ουρανός μούγκρισε σα θεριό πριν αρχίσει να ξαπολύει το βροχερό του μένος, στους καταθλιπτικούς, γκρίζους  δρόμους της πόλης. Την ώρα εκείνη, κανείς διαβάτης δεν θεάθη να δρασκελίζει τις λασπωμένες στράτες. Κανείς δεν έσπευσε να βλασφημήσει με την παρουσία του την τρομερή καταιγίδα. Μόνο κάτι αδέσποτα σκυλιά, βρεγμένα και σκυφτά, παρατήρησαν ειρωνικά τον Μάρκο που αργοδιάβαινε τα μουσκεμένα πεζοδρόμια. Μόλις σχόλασε από το απογευματινό και επέστρεφε σπίτι του. Δεν ήταν η βροχή που εμπόδιζε το βήμα του, μα η βαριά του σάκα, που το μικρό παιδί δουλικά ανέχουνταν, σαν δαίμονα που καβάλησε  την πλάτη του. Κι ήταν η πλάτη του γιομάτη σχολικά βιβλία, τετράδια και ένα σωρό σημειώσεις που απαιτούσαν την κοπιαστική μελέτη τους, από ένα τόσο δα παιδί. Ήταν πράγματι άτυχος ο Μάρκος εκείνο το σούρωπο. H μάνα του μοχθούσε κάπου λίγες ώρες παραπάνω από το κανονικό, προκειμένου να εξασφαλίσει το πενιχρό της μεροκάματο. Ο Μάρκος δεν ήθελε να την ενοχλήσει παίρνοντας την τηλέφωνο. Προτιμούσε να βρέχεται στο δρόμο του για το σπίτι, και δεν ενοχλούνταν από τις παλιοβεράντες των πολυκατοικιών, που στάζανε βρώμικο νερό κάθε τόσο στο κεφάλι του, καθώς περνούσε από κάτω τους. Ο Μάρκος ήταν καλό παιδί.

Κι εκεί χάμω στο παλιό τσιμεντένιο πεζοδρόμιο, η βροχή γιόμιζε μικρές λιμνούλες στις γούβες που έχασκαν εδώ και εκεί, σαν παραμορφωμένα στόματα. Τη στιγμή που το παιδί δάκρυσε για τον πατέρα του, το ένα του πόδι βυθίστηκε σε μια από αυτές, αφήνοντας το νερό να μουσκέψει τα τρύπια στόφινα παπούτσια, παγώνοντας τα δάχτυλα και την μικρή ψυχή του.

Ο πατέρας του τον είχε αφήσει πριν δυο  βδομάδες περίπου. Ο Μάρκος δεν θα ξεχάσει ποτέ το ωχρό του πρόσωπο την ώρα που οι θαφτιάδες τον κατέβαζαν στο  υγρό, φρεσκοανοιγμένο τάφο. Έφερε στο νου του εκείνη την απαίσια μυρουδιά υγρασίας που πλανιόταν τότε στον αέρα του νεκροταφείου. Μια πένθιμη ιδέα της μπορούσε να την οσμιστεί και τώρα. Ένα δάκρυ ξανακύλησε στο μάγουλο και ύψωσε το θλιμμένο βλέμμα του ψηλά, περιμένοντας  ίσως κάποιον αναπάντεχο οίκτο ή ακόμα και ελπίδα. Μα το μόνο που αντίκρισε ήταν η σκιερή όψη των πολυκατοικιών, που μοχθηρά  στοιβάζανε γύρω του, την ασφυκτική τους γκρίζα μάζα. Το φοβερό τους ύψος,  δεν τελείωνε ποτέ. Ο Μάρκος αισθάνθηκε ποντίκι στην θέα αυτών των αστικών τιτάνων που μέσα από τα  αβυσσαία τους παράθυρα, τον κοίταζαν και τον χλεύαζαν βουβά. Κοντοστάθηκε για λίγο. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει σαν στάχτη γύρω του. Δεν τον πείραζε όμως, την έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια. Ούτε έδινε σημασία στα ρούχα του, που τώρα είχαν μουσκευτεί τελείως και σαν βδέλλες κολλούσαν πάνω του. Αυτό που φοβόταν, αυτό που απέχθανοταν τώρα όσο τίποτε άλλο, ήταν η  στιγμή που θα ΄φτανε στο σπιτικό του. Γιατί, το σπίτι που τον περίμενε, θα φάνταζε πάλι σιωπηλό και πένθιμο. Μια αχνή σκιά των ροδαλών του αναμνήσεων εκεί, από τότε που ο πατέρας ακόμα ζούσε. Κι η μάνα του έλειπε συνεχώς. Μα κι όταν την έβλεπε, σπάνια της έκλεβε κάποιο πικρό χαμόγελο.Της είχαν τελειώσει  τα χαμόγελα, και οι γλυκές κουβέντες από το στόμα της, στέρεψαν σαν πηγαδίσιο νερό. Μόνο η πάλη με τη φτώχεια και τη θλίψη της έμεινε.

Σε λίγο πλάκωσε η σκοτεινιά. Ο Μάρκος συνέχισε να προχωρεί κι η σάκα του γίνουνταν όλο και πιο αβάσταχτη. Δεν του ΄μεινε πολύς δρόμος ακόμα. Δυο τετράγωνα και θα έφτανε. Εκείνη την ώρα, ο ουρανός βρυχήθηκε μισητά για ακόμη μια φορά, κι ο Μάρκος έστριψε σαν από φόβο και χάθηκε στο σοκάκι που απλώνονταν στα δεξά του. Θα καθυστερούσε όσο μπορούσε σήμερα, το είχε πάρει απόφαση. Το ένα στενό έφερνε το άλλο κι ο μικρός περιπατητής αυθόρμητα ξετύλιγε τον αιώνιο δαιδαλώδη μίτο τους. Θα ΄λεγε κανείς πως κάποιο θλιβερό στοιχειό  βάλθηκε να περιπατεί καταραμένο, τούτα τα ερημικά δρομάκια.

Κάποτε, τα λασπωμένα του βήματα τον ξέβρασαν σε μια γειτονιά, αφύσικα χωμένη μέσα σε εκείνον τον λαβύρινθο. Ο Μάρκος στάθηκε  ξανά για λίγο. Στα παιδικά του μάτια η θέα των παλιών κτιρίων που έρημα και παρατημένα ορθώνονταν ολόγυρα, έμοιαζε αλλόκοτη και ξενική. Ένα ρίγος απρόσμενο τον τύλιξε ύποπτα σαν φίδι και κούνησε τους ώμους του αλαφιασμένα, μπας και το ξεφορτωθεί. Το σκοτάδι γίνουνταν όλο και πιο πηχτό, όλο και πιο απειλητικό και η μελαγχολική λωρίδα του πεζοδρομίου κάτω από τα πόδια του, χάνουνταν μέσα του. Ποιος ξέρει σε τι τόπους ζοφερούς οδηγούσε. Σίγουρα πάντως όχι σε μέρος για παιδιά. Όμως ο Μάρκος ήταν γενναίος και άφησε το σκοτάδι να τον καταπιεί. Οι φανοστάτες υψώνονταν σβησμένοι  κατά μήκος του δρόμου, σαν  παλούκια μπηγμένα στα στήθη παράξενων νεκρών. Τα σπασμένα τους τζαμάκια πρόδιδαν την αιτία της αχρηστότητας τους. Που και που κάποιο αναβόσβηνε βιαστικά θαρρείς και φοβόταν μην το ανακαλύψουν τα αδέρφια του και ζηλέψουν. Μέσα στην αφεγγιά, τα μάτια του Μάρκου δεν είδαν την καταχνιά  που ξεπρόβαλε  έρποντας μέσα από τα στενά σοκάκια. Δεν την είδαν που απλώνουνταν, γλύφοντας λαίμαργα τους ταλαιπωρημένους τοίχους. Ούτε πως έφτυνε το φριχτό της λευκό επάνω στη υγρή ακόμα άσφαλτο. Μόνο κάποια στιγμή όταν μια  αέρινη λωρίδα έκανε την εμφάνιση της ανάμεσα στα πόδια του, ο Μάρκος κατάλαβε… ήταν ολομόναχος. Ολομόναχος μέσα σε εκείνη την παράξενη συνοικία  που κανείς δεν κατοικούσε, παίρνοντας στράτες που πάνω τους κανείς δεν βάδιζε. Ολομόναχος με μόνο του σύντροφο το καταχνιασμένο έρεβος γύρω του και τη διαολεμένη σάκα απάνω στις τρυφερές του πλάτες. Τότε ο Μάρκος κατάλαβε. Κατάλαβε ότι μάλλον είχε χαθεί. Η γενναιότητα  έδωσε τη θέση της στο φόβο, που ήρθε και φώλιασε σαν όρνιο μέσα στην ψυχή του. Σίγουρα  όταν θα έφτανε  σπίτι του η μάνα θα τον τιμωρούσε για το όλο το υπόλοιπο της εβδομάδας.  Αν θα έφτανε ποτέ.

Η ώρα περνούσε. Η νυχτιά τον βρήκε να περιφέρεται στους άδειους  δρόμους και το άλλοτε σίγουρο του βήμα τρεμούλιαζε τώρα απελπισμένα, καθώς αντηχούσε στην ερημιά.  Εμπρός του, το ζοφερό νύχτωμα, πίσω του, ποιος ξέρει τι παραμόνευε. Ο Μάρκος έτρεμε στην ιδέα να  γυρίσει και να κοιτάξει. Θυμήθηκε  τη σωτήρια λάμπα επάνω στο κομοδίνο, μέσα στο δωμάτιο του, σε κάποια άλλη ζωή. Κάθε φορά που ένιωθε τις σκιές να απειλούν τα ζεστά σκεπάσματα του, πατούσε το κουμπί και  επέστρεφε στη πραγματικότητα. Μα τώρα δεν υπήρχε καμιά λάμπα εδώ γύρω, δεν υπήρχε κανένα κουμπί. Μόνο το σκοτάδι. Με μια του κίνηση ξεφορτώθηκε  την σάκα αφήνοντας τους ώμους του να ανασάνουν. Γονάτισε και τα υπολείμματα της βροχής πάνω στο πεζοδρόμιο μούσκεψαν τα γόνατα του, έπειτα σαν άλλος ικέτης ξέσπασε σε λυγμούς. Κι έκλαιγε ο μικρούλης  εκεί σκυφτός  σε μιαν άκρη έχοντας καλύψει το πρόσωπο με τα χέρια  και μαζί του έκλαιγε κι όλο του  το κορμί. Έκλαιγε για  την εσκεμμένη αργοπορία, για την μάνα, πως θα τον μάλωνε λες και δεν είχε άλλα να βαραίνουν τον νου της και για τον πατέρα που τον άφησε. Που τον  άφησε εκεί μόνο μέσα  στους δρόμους  που ήταν γιομάτοι τέρατα. Κι έκλαιγε ο Μάρκος και τα αναφιλητά του δεν είχαν τελειωμό.

Κάποια στιγμή τα δάκρυα του έπαψαν. Μια αχνή λάμψη έκανε  απροσδόκητα την εμφάνιση της κάπου στον απέναντι δρόμο. Ο Μάρκος αναθάρρεψε και σηκώθηκε απότομα. Η μαυρίλα δεν τον άφηνε  να καταλάβει από πού ακριβώς προέρχονταν αυτή η ελπίδα φωτός. Λίγο τον ένοιαζε όμως. Μπροστά του  μια στάλα παράδεισος τον  περίμενε. Κρέμασε μορφάζοντας τη ρημαδιασμένη σάκα στον ώμο και κίνησε κατά κει. Ένας φανοστάτης που έλαμπε πεισμωμένα στην άκρη μιας πολυκατοικίας, άρχισε να παίρνει ολοένα και πιο συγκεκριμένη μορφή  μέσα  στο σκοτάδι, καθώς ο Μάρκος πλησίαζε προς το μέρος του. Ήταν ο μοναδικός φανοστάτης που έφεγγε  στην περιοχή ετούτη. Εκείνη τη στιγμή, ένας δυνατός κρότος διατάραξε αιφνίδια την σιωπή, σαν πόρτα  που έκλεισε απότομα κι ένα διαπεραστικό σύρσιμο ακολούθησε έπειτα από λίγο. Ο Μάρκος απόρησε. Ήταν οι πρώτοι ζωντανοί ήχοι που άκουγε εδώ και πολλή ώρα. Σε λίγο, διέκρινε μια σκυφτή φιγούρα που πάλευε να σύρει μια ογκώδη,  άμορφη μάζα. Όταν πλησίασε,  το φως του φανοστάτη έπεσε επάνω στο ζαρωμένο, γέρικο, πρόσωπο της μορφής εκείνης και οι ρυτίδες που το χαράκωναν έλαμψαν φρικαλέα. Μπροστά του, μια γριά αγκομαχούσε στην προσπάθεια της να μετακινήσει μια τεράστια σακούλα σκουπιδιών στον κάδο, λίγα μέτρα πιο κάτω. Η αλλόκοτη καμπούρα που υψώνονταν στην πλάτη της βασάνιζε φανερά την προσπάθεια της.

Η εικόνα της γριάς που πέταγε τα σκουπίδια μέσα στη νύχτα  σε εκείνη την απάτητη, ανταριασμένη γειτονιά δεν ξένισε καθόλου τον Μάρκο. Αντίθετα, ανακουφίστηκε και σαν να χάρηκε λίγο όταν κοντοστάθηκε και του μίλησε.

«Καλό μου παιδί, σε παρακαλώ… να χαρείς τα νιάτα σου… δώσμου ένα χεράκι με τούτη δω τη σακούλα».

Τα τρεμάμενα λόγια της  θύμιζαν τριξίματα κάποιας παρατημένης πόρτας. Πρέπει να ήταν πολύ γριά, σκέφτηκε ο Μάρκος, σχεδόν αρχαία. Τα  χείλη της έμοιαζαν ανύπαρκτα έτσι όπως του μίλησε  και το χαμόγελο της παραμόρφωσε στιγμιαία το σακουλιασμένο της πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που κρέμουνταν χάμω σαν σταλακτίτης. Που και που γκρίζες λωρίδες μαλλιών ξέφευγαν ατημέλητα από το μαύρο της τσεμπέρι.

«Ναι… βεβαίως…» της απάντησε τρεμουλιαστά ο Μάρκος. «Ξέρετε όμως, νομίζω πως έχω χαθεί… Να χρησιμοποιήσω μια στιγμή το τηλέφωνο σας;» και με την απάντηση της γριάς να αργεί, έσπευσε να σκύψει και να γραπώσει την  βρωμερή σακούλα.

Πριν ακόμα καταφέρει να την σύρει, αισθάνθηκε  ένα απότομο βάρος να πιέζει προς τα κάτω την σάκα στους ώμους του. Δεν πρόλαβε να γυρίσει. Έχασε την ισορροπία του και γκρεμίστηκε στο πεζοδρόμιο. Η γριά άρπαξε με παράδοξη μυική δύναμη και σβελτάδα τα πόδια του και έτσι απορημένο, με τον τρόμο να τον πλημμυρίζει,  τον έσυρε σαν πτώμα μέχρι το διπλανό κτίριο. Ο Μάρκος ξέσπασε σε κλάματα όταν το γερασμένο πλάσμα γύρισε να ανοίξει την πόρτα, φανερώνοντας την πλάτη του. Η καμπούρα είχε χαθεί. Κι όταν μπήκαν επιτέλους, το φως του φανοστάτη πίσω τους ξεψύχησε, αφήνοντας τα μικρά θυρόφυλλα του να πέσουν χάμω διαλυμένα.

Όσο και να προσπαθούσε να ξεφύγει από εκείνα τα  σκελετωμένα χέρια που αγκιστρώθηκαν στα πόδια του, τόσο η απελπισία του μεγάλωνε. Γιατί; Γιατί να κάνει κανείς κάτι τόσο αποτρόπαιο; Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Ποιος τον τιμωρούσε; Το μόνο που ήθελε ήταν να βρει το δρόμο για το σπίτι. Αυτά και άλλα  σκεφτόταν  το μικρό παιδί  ανάμεσα στα δάκρυα και τις άναρθρες κραυγές του. Μα η γριά δεν μιλούσε. Τον κοίταζε ανέκφραστη έτσι όπως τον έσερνε και  το μικρό κεφάλι του Μάρκου χτυπούσε κάθε τόσο στις κοφτερές άκρες των σκαλοπατιών καθώς ανέβαιναν στους πάνω ορόφους.

Μια αιωνιότητα πέρασε.  Τα στενά σκαλοπάτια εκτείνονταν στο άπειρο. Κι η γριά ακούραστα, με ανεξήγητη δύναμη έξυνε αργά τον Μάρκο πάνω τους.  Κάποια στιγμή, ο Θεός πρέπει να λυπήθηκε το παιδί, γιατί η ταλαίπωρη ανάβαση έφτασε στο τέλος της.  Η φοβερή Μορμολύκη έβγαλε ένα θεόρατο κλειδί από την τσέπη και ξεκλείδωσε την πρώτη πόρτα που φάνηκε μπροστά της. Όταν την άνοιξε, άρπαξε τον Μάρκο από τα μαλλιά και τον πέταξε μέσα.

Μέσα στο δωμάτιο, τα σκορπισμένα  κεριά φώτιζαν αμυδρά τα παράξενα σχέδια που στόλιζαν τους ξεθωριασμένους τοίχους. Ο αέρας ήταν βαρύς, μια έντονη μυρουδιά επικρατούσε. Ο Μάρκος την αναγνώρισε, παλιά πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Ήταν θειάφι.  Πρόσεξε το βαρύ, σκονισμένο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Τα αλλόκοτα αντικείμενα που έπιαναν χώρο πάνω του τον γιόμισαν με απορία, ειδικά εκείνος ο καθρέπτης με το χοντροκομμένο πλαίσιο.  Δεν πρόλαβε να παρατηρήσει ένα κοντομάχαιρο με όμορφη κοκάλινη λαβή που κείτονταν περίοπα εκεί, ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, τον έριξε αναίσθητο.

Όταν ξύπνησε, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ήταν δεμένος χάμω στο πάτωμα. Είδε ένα σχήμα γκροτέσικο ζωγραφισμένο γύρω του, έμοιαζε με αστέρι. Κι εκείνος ήταν ξαπλωμένος ακριβώς στο κέντρο. Τα δάκρυα τον πλημμύρισαν και πάλι. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε το σπίτι,  την ασφάλεια του δωματίου του. Μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την εικόνα. Το γέρικο πλάσμα έκανε την εμφάνιση του κραδαίνοντας εκείνο το κοντομάχαιρο με τη κοκάλινη λαβή. Έσκυψε πάνω του ψιθυρίζοντας ασυνάρτητα λόγια και το βύθισε στην καρδιά του.

Λίγο πριν τα άλλοτε ζωηρά του μάτια  κοκαλώσουν για πάντα, είδε μια νεαρή κοπέλα να κοιτά το είδωλο της στον χοντροκομμένο καθρέφτη. Κι η κοπέλα αυτή δεν είχε πια τίποτα γέρικο πάνω της. Μόνο το φριχτό τσεμπέρι και τα κουρελιασμένα της ρούχα, θύμιζαν το έκτρωμα που υπήρξε κάποτε. Λίγο πριν αφήσει την ψυχούλα του να μισέψει,  είδε μια γνώριμη φιγούρα να του γνέφει. Αναγνώρισε σε αυτήν τον πατέρα του. Κι ο Μάρκος χαμογέλασε.

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews