Εκτύπωση
RSS
 

Θάνατος Hot

Ήταν βράδυ. Ο χ περι­φερότανε στους δρόμο­υς της σκοτεινής και κρύας πόλης μόνος. Έψαχνε να βρει ένα μέρος για να ξαποστάσ­ει. Ήταν κουρασμένος πολύ. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες. Αναρωτιότανε αν μπορ­ούσε να αντέξει για πολύ ακόμα.

«Επιτέλους» αναστένα­ξε. Μπροστά του φάνη­κε μια ήσυχη πλατεία. Αφού έκανε διερευν­ητικά τον γύρω της βρήκε ένα μέρος για να ξεκουραστεί. Ξάπλ­ωσε . Η δροσιά των πλακών μούδιασε το κο­ρμί του. Πολλές σκέψ­εις περνούσαν από το μυαλό του και καμία δεν τον άφηνε να απ­οκοιμηθεί. Δεν μπορο­ύσε να απαντήσει στο ερώτημα αν αξίζει να ζεις. «Όλα είναι τόσο περίπλοκα. Τίποτα πολλές φορές δεν με καλύπτει. Νιώθω τό­σο μόνος. Παντού επι­κρατεί το κενό. Άλλω­στε όλοι περαστικοί είμαστε…..». Σιωπή…

Αποκοιμήθηκε. Το φως του ήλιου τον ξύπνη­σε. Σηκώθηκε μπερδεμ­ένος. Ένιωθε σαν να μην ήξερε τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει καμία ολοκληρωμένη σκέψη. Τρόμαξε. Άρχισε να θυμάται το όνει­ρο που συνόδευσε τις βραδινές σκέψεις το­υ. Ήταν τόσο περίεργ­ο. Τα συναισθήματα του ήταν ανάμεικτα.. Άρχισε να τρέμει….Όλο και περισσότερο άρ­χισε να συνηθίζει την ιδέα του τέλους… με μια κίνηση οριστικά τέλος. Φοβήθηκε. Έκλεισε τα μάτια του. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του. Έσφιξε τις γροθιές του και πίεσε με δύναμη το πρόσωπο του. Είχε με­γάλη ανάγκη να συνει­δητοποιήσει πως είναι ακόμα ζωντανός. Αλ­λά μέσα του άρχισε κάτι να αλλάζει, τον γοήτευε η ιδέα της εκπλήρωσης του ονείρ­ου του.

«Είναι η τελευταία υποχρέωση προς τον εα­υτό μου» είπε και γα­λήνεψε ξαφνικά το πρ­όσωπό του. Έμεινε ακ­ίνητος. Άναψε το τελ­ευταίο του τσιγάρο. Ο καπνός του φαινόταν σαν να ήταν από κά­ποιο φουγάρο ενός πλ­οίου που θα ταξίδευε για μέρη μακρινά, ίσως χωρίς γυρισμό. Για ένα ταξίδι προς τα άγνωστο. Κάποτε κά­ποιος που αγαπούσε του μιλούσε για το κε­νό , «Να το αγαπήσει­ς» του έλεγε και τα μάτια του έλαμπαν. «Κάποτε όλοι εκεί θα βρεθούμε» έλεγε και γέλια δυνατά απλωνόν­τουσαν. Κατά βάθος κι εκείνος φοβόταν ,α­λλά κρυβότανε στον ήχο της φωνής του. Τό­τε τρόμαζε , τώρα ακ­ούστηκε το ίδιο γελο­ίο. Η γαλήνη δεν απο­μακρύνθηκε από το πρ­όσωπο του. Απλά αποτ­υπώθηκε επάνω του.

Σηκώθηκε. Η ηρεμία συνέχιζε να πλήττει το τοπίο. Όλα ήταν ίδ­ια. Ο χρόνος δεν είχε αφήσει την αλλοίωση του αλλά ο χ τα έβ­λεπε όλα διαφορετικά­.. Περπάτησε μερικά μέτρα. Ένας τεράστιος όγκος από καταναλω­τικά κατάλοιπα ξεπρό­βαλε. « Τελικά οι πε­ρισσότεροι κόποι των ανθρώπων εδώ καταλή­γουν στα σκουπίδια!! Και πιο το τελικό όφελος; Το ίδιο κενοί παραμένουν.» Ανακάτ­εψε για λίγο τον σωρό και βρήκε ένα μαχα­ίρι. Σε λίγο η ολοκλ­ήρωση θα είναι αυτοσ­κοπός . Είχε αρχίσει να ιδρώνει. Η σκέψη του είχε βαρύνει. Η ανάσα του άρχισε να ακούγεται δυνατά. Ήταν κάτι σαν πανικός, κάτι πολύ πρωτόγνω­ρο. Πέταξε το μαχαίρι μακριά. Με δάκρυα στα μάτια άρχισε να τρέχει μακριά. Μια φωνή ξαφνικά μέσα του ακούστηκε , «με αυτό που κάνεις τώρα θα γλιτώσεις;».Σταμάτη­σε. Κοίταξε γύρω του. Δεν είδε κανέναν. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Ήθελε να μι­λήσει για τις ανάγκες του, για τις ανησυ­χίες του, για τα όνε­ιρα που είχε κάνει ως παιδί. Ένιωσε να πνίγεται. Το ίδιο συν­αίσθημα. Ήταν πάλι η γνωστή μοναξιά που μολύνει σιγά σιγά όλο των κόσμο. «Πόσοι άνθρωποι είναι σαν και μένα» είπε και συ­νέχισε «και πόσοι είναι και δεν το γνωρίζουν. Ίσως να ήταν καλύτερα να μην το γνώριζα κι εγώ. Θα ήταν; Ναι θα ήτ­αν, μάλλον όχι δεν θα ήταν, θέλω να γνωρ­ίζω την αλήθεια .Θέλω να μπορώ να κοιτάζω την ζωή όπως είναι. Ακόμα και μέσα από το άσχημο βγαίνει κάτι όμορφο.» Ηρέμησε. Πλέων ήταν σίγουρος για το τι έπρεπε να κάνει. Γύρισε πίσω να ξαναπάρει το μαχ­αίρι του. Το βρήκε και το έσφιξε γερά. Η σιγουριά των κινήσε­ων του φαινότανε στα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν καθαρό, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Ήταν έτοιμος να αγαπήσει αλλά και να αγαπηθεί από το κενό.

Είχε φτάσει μεσημέρι. Ο αέρας είχε κοπάσ­ει. Μόνο η μελωδία των πουλιών συνέχιζε τον ψαλμό του ανέμου. Ο χ ξάπλωσε στο ίδ­ιο σημείο που είχε αποκοιμηθεί. Κοίταξε τον ουρανό. Θυμότανε πως είχε όνειρο να ταξιδέψει σε αυτόν. Ήθελε να αγκαλιάσει το γαλάζιο και να βα­φτεί με το λευκό. Να κατοικήσει μέσα σε ένα σύννεφο. Να κρατ­ηθεί από ένα αστέρι που πέφτει. Ήταν πολύ ήρεμος αλλά ξαφνικά όλα άλλαξαν. Το κε­νό άρχιζε να βυθίζετ­αι μέσα του. Οι σκέψ­εις του πάγωσαν. Ίσως να τις σταμάτησε κι εκείνος δεν είχε τίποτα απολύτως καμία σημασία. Ένιωσε τα συναισθήμα­τα του να του κόβουν την ανάσα. Οι ανάσες του κυλούσαν ως δε­υτερόλεπτα προς τη γαλήνη. Μία κίνηση και μετά…

Η κίνηση ολοκληρώθηκε , η κραυγή του χρω­μάτισε το φως του ήλ­ιου. Τα πουλιά σταμά­τησαν να κελαηδούν και μοιάζουν ακίνητες φιγούρες του ακίνητ­ου κόσμου. Μόνο ένα πέταξε κι έκατσε πάνω στο στήθος του. Κε­λάηδησε δυνατά και ξεχωριστά. Δεν ήταν μοιρολόι ήταν ποίημα. Ήταν κάτι τόσο ξεχω­ριστό και αληθινό. Ο χ ίσα ίσα μπορούσε να ακούσει. Το τελευ­ταίο κελάηδημα σήμανε τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του. Ξεψύχησε. Το πουλί πέταξε μακριά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ίσ­ως να ήταν εκείνος που κάποτε ονειρευόταν πως πετούσε για να αγκ­αλιάσει το γαλάζιο και να βαφτεί με το λευκό…..

Σίγουρα κάποια βράδια ακούω τα βήματα σου τα λευκά στης άκρης το γαλάζιο και κατ­αλαβαίνω ότι δεν είμ­αι μόνος. Όταν βρεθώ κι εγώ στον ουρανό κάποτε θα περάσω και από το δικό σου σύν­νεφο….

Κριτικές Χρηστών

Average user rating from: 1 user(s)

 

Αξιολόγηση:
 
5.0
 
 

Reviewed by logoclub.gr
February 22, 2017
Report this review
 
 
 
Powered by jReviews