Σας καταλαβαίνω απόλυτα, μα τι μαρτύριο που περνάτε! Κυκλοφορείτε μια σκιά-και μην χειρότερα-ούτε μυαλό δεν έχει. Χρεώνεστε κομπλιμέντα, ποτά. Κι άντε να πηδήξεις μετά-προς θεού. Απ’ τον γκρεμό, από καμιά ταράτσα.
Έκανα το βήμα, αποφάσισα.
Πήγα μέχρι την κουζίνα.
Μ’ ένα μαχαίρι που σφράγισε την τελευταία μου σχέση,
ζωγράφισα έναν κύκλο γύρω από τον αφαλό μου.
Βιάστηκα, να μην προλάβει να στάξει στο πάτωμα.
Αίμα και σπέρμα.
Έχωσα τα χέρια μου, το έσπρωξα κι άνοιξα μια τρύπα.
Να περνάει η γλώσσα σου πιο εύκολα,
να μου υγραίνει τις πληγές,
να μην κλείσουν ποτέ.
Δεν πόνεσα.
Μόνο που με πάγωσε λιγάκι η αναπνοή σου καθώς πλησίασες.
Ζήτα μου συγνώμη
κι εγώ μετά θα πλύνω τα χέρια μου.
Μην σε τρομάζει το αίμα.
Είν’ η μόνη απόδειξη πως ζω.
Μου είπαν πως είμαι διάφανη.
Μου το είπε κι η φωνή που κοιμάται μες το κεφάλι μου.
Τώρα εξηγούνται όλα.
Σας καταλαβαίνω απόλυτα, μα τι μαρτύριο που περνάτε!
Κυκλοφορείτε μια σκιά-και μην χειρότερα-ούτε μυαλό δεν έχει.
Χρεώνεστε κομπλιμέντα, ποτά.
Κι άντε να πηδήξεις μετά-προς θεού.
Απ’ τον γκρεμό, από καμιά ταράτσα.
Αλλά καλύτερα έτσι.
Είναι ιδανικό,
έτσι διάφανη που είμαι δεν θα παρατηρήσει κανείς
την καινούρια μου τρύπα.
Στο είπα?
Δεν θυμάμαι.
Ψήνομαι στον πυρετό.
Μην αγχωθείς, έτσι γίνεται συνήθως.
Ανατριχιάζω και πονώ ακόμα και στο πέρασμα του αέρα.
Ζηλεύεις?
Όχι μη.
Δεν υπάρχει εραστής πιο διάφανος από σένα.
Κι η δική μου πυκνότητα-για να ξέρεις-είναι υποκειμενική.
Και προς το παρόν την ξέρω μόνο εγώ.
Άντε κι άλλος ένας, που τώρα κείτεται νεκρός.
Αργείς.
Χώσε το χέρι σου στην καινούρια μου τρύπα.
Κουράστηκα, θέλω να κοιμηθώ.