Στην γωνία του γιατί, σταμάτησα για λίγο.
Προσπάθησα να θυμηθώ πως χαμογελούν οι άνθρωποι,
ατενίζοντας την σβησμένη εστία της φωτιάς,
της καμένης αρχής πούφερνε το κρύο
και τ' άπλωνε παντού, περνώντας από μένα.
Κι' οι πέτρινες γύρω καρδιές,
φεγγάρια σκόρπια, πεταμένα, σβησμένα,
στο μαυροπέλαγο της νύχτας.
Φωνή καμιά, ήχος βουβός κι' ανήμπορος.
Αχτίδα μια, πολύ ψηλά, μοναδικό αστέρι
τα σύννεφα που τ' άσπρωξε, θέλησε να φανεί.
Σήκωσα το χέρι και το κράτησα σφιχτά, να μην το χάσω.
Παρακάλεσα το χώμα να μ' αφήσει να καθήσω κοντά του
κι' άκουσα την γαλήνη γύρω μου,
τώρα που τα σύννεφα απομακρύνθηκαν
κι΄άφησαν κι' άλλα αστέρια νάρθουν κοντά μου.
Και χαμογέλασα, μη ξέροντας γιατί.
Και γέλασα, που φύσηξε πάνω μου ο αγέρας και με γλύκανε.
Κι' άρωμα δυόσμου και μυρτιάς, χα'ι'δεψαν την καρδιά μου.
Και το γιατί, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει
κυνηγημένο απ' το μπορεί, που ήρθε στην γωνιά του.
Μπορεί !
Σηκώθηκα κι' εγώ,
την χούφτα μου σφιγμένη με το αστέρι να κρατώ.
Τώρα το ξέρω πως μπορώ !