η μυστήρια ιστορία της θείας Ξανθίππης
Είχα ελάχιστη επικοινωνία με την θεία Ξανθίππη τα τελευταία χρόνια, περισσότερο μάθαινα νέα της από την μητέρα μου και της είχα ευχηθεί λίγες φορές μόνο από το τηλέφωνο. Ήξερα ότι τώρα θα πρέπει να πλησίαζε εκατόν χρονών, έτσι τα συναισθήματα λύπης για τον θάνατό της ήταν ελαφρότερα καθώς ήξερα ότι είχε μια ευτυχισμένη, πλήρης και μεγάλη σε διάρκεια ζωή. Η θεία Ξανθίππη, αδερφή της γιαγιάς μου, γεννημένη το 1917, ήταν συνταξιούχος καθηγήτρια πιάνου, ένα καλόκαρδο άτομο με ευρεία κουλτούρα και καλλιέργεια, με πολλά ενδιαφέροντα και γνώσεις. Ήταν χήρα πολέμου χωρίς παιδιά, παρόλο που είχε έπειτα πολλές ερωτικές περιπέτειες, τύπος ανοιχτή καρδιά και μποέμ, διατηρούσε πολλές φιλίες αν και τα τελευταία χρόνια –όπως είναι λογικό- οι πιο πολλοί γνωστοί της είχαν πεθάνει. Της άρεζε η ζωγραφική και ζωγράφιζε αρκετά καλά. Ήταν ένα άτομο που ήταν τυχερό να χαρεί όσο λίγοι τη ζωή παρόλο που της είχαν τύχει και αρκετές συμφορές. Έπειτα από δυο μέρες μετά την κηδεία με πήρε τηλέφωνο μια συμβολαιογράφος για να με πληροφορήσει ότι ήμουν η μοναδική κληρονόμος όλης της ιδιοκτησίας της θείας, που περιορίζονταν στο διαμέρισμά της στο οποίο ζούσε για 57 συνεχόμενα έτη.
Ο θάνατος της θείας Ξανθίππης ήταν κάπως αινιγματικός. Όπως είχε αναφέρει η αποκλειστική νοσοκόμα που την φρόντιζε, την περασμένη Κυριακή που της είχε δώσει ρεπό επιστρέφοντας στο σπίτι την είχε βρει νεκρή πλάι σε έναν επίσης νεκρό ηλικιωμένο κύριο. Αρκετές φορές την περασμένη βδομάδα την επισκέπτονταν αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας που ήταν γνωστός από τα παλιά και οι δυο τους κλείνονταν σε ένα δωμάτιο και συνομιλούσαν για ώρες ενώ πολύ συχνά ακούγονταν δυνατά γέλια. Η νεκροψία που έγινε και στους δυο δεν έδειξε πιθανά αίτια θανάτου. Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας και τι είχε συμβεί άραγε;
Ευτυχώς υπήρχε μια διέξοδος για να ικανοποιηθεί η περιέργειά μου. Η θεία Ξανθίππη μου είχε αφήσει ένα κλειδί που άνοιγε ένα κλειδωμένο ντουλάπι σε ένα παλιό ξύλινο έπιπλο. Εκεί ανακάλυψα ότι κρατούσε όλα τα ημερολόγια και τα γράμματά της. Δεν έγραφε συνεχόμενα ημερολόγιο για τόσα χρόνια, πως θα γινόταν άλλωστε θα είχε γεμίσει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη, έγραφε μόνο όταν ζούσε έντονα συναισθήματα. Πήρα όλα τα ημερολόγια στο σπίτι, μιλάμε για 16 ημερολόγια, ο Άρης ο σύντροφός μου, με κοίταξε στο σπίτι σαν να είχα χαζέψει που του είπα ότι θα τα διαβάσω όλα. Τα επόμενα βράδια διάβαζα ασταμάτητα, ξεκίνησα με χρονολογική σειρά, η Ξανθίππη είχε μια απολαυστική προσωπική γραφή γεμάτη πρωτοτυπία, αυτοσαρκασμό και χιούμορ.
Και μετά μια βραδιά γύρω στις 2:00 π.μ. βρήκα σε ένα ημερολόγιο την πρώτη γνωριμία με τον μυστηριώδη άνδρα. Ήταν το καλοκαίρι του 1952, τότε η Ξανθίππη θα ήταν 35 χρονών, ο Παύλος όπως λέγονταν ο τύπος ήταν θα πάνω κάτω στην ίδια ηλικία. Εργάζονταν ως ασυρματιστής σε εμπορικό πλοίο, γνωρίστηκαν σε μια άδεια του τυχαία ως συνταξιδιώτες σε ένα τρένο. Ταξίδευαν σε ένα κουπέ μόνο οι δυο τους όταν έπιασαν κουβέντα. Το χιούμορ και η τάση τους προς τη σαχλαμάρα έφτιαξαν έναν μοναδικό συναρπαστικό απολαυστικό συνδυασμό στην απρόσμενη αυτή συντροφιά τους στο ταξίδι, έτσι ενώ πήγαιναν σε διαφορετικούς προορισμούς αποφάσισαν να κάνουν μια ενδιάμεση στάση για γεύμα και περίπατο. Το ένα έφερε το άλλο και κατέληξαν μαζί την νύχτα σε ένα ξενοδοχείο. Δεν κατάφεραν να απολαύσουν τον έρωτα όμως λόγω άγχους και δυσλειτουργίας και των δυο τους αλλά ωστόσο η ένταση και η αμηχανία που ακολούθησε εκτονώθηκε με νευρικό γέλιο. Έπειτα έμειναν άγρυπνοι συζητώντας, σχολιάζοντας, λέγοντας αστεία και μπούρδες κάθε λογής και γελώντας όλο το βράδυ. Το επόμενο πρωί χώρισαν όταν η Ξανθίππη κατέβαινε πρώτη από το τρένο, υπήρχε η σιωπηλή αποδοχή ότι δεν έκαναν και πολύ για εραστές αλλά ότι ήταν μοναδικοί στο να κάνουν ο ένας τον άλλο να γελάει. Η γεωγραφική απόσταση μεταξύ τους δυστυχώς δεν τους επέτρεπε να βρίσκονται από κοντά και να κάνουν συντροφιά, ωστόσο αλληλογραφούσαν για πολλά χρόνια γράφοντας, πυκνά και γεμάτα αστεία, μεγάλα γράμματα.
Έπειτα από 9 χρόνια όμως ο Παύλος νοσηλεύτηκε για αναπνευστικό νόσημα για αρκετούς μήνες ενώ παραλίγο να χάσει την ζωή του και η αλληλογραφία τους σταμάτησε ενώ οι δυο τους χάθηκαν εντελώς. Για να ξαναβρεθούν εντελώς τυχαία μετά από 54 χρόνια όταν η Ξανθίππη έτυχε να δει σε συνέντευξη τον Παύλο στην τηλεόραση σε ένα ντοκιμαντέρ για την ελληνική ναυσιπλοΐα. Επικοινώνησε με τον τηλεοπτικό σταθμό για να επικοινωνήσει με τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ για να του εξηγήσει και να της δώσει την διεύθυνση του Παύλου και του έγραψε ένα γράμμα. Μετά από λίγο καιρό το κουδούνι του σπιτιού χτύπησε και ήταν αυτός! τόσο γερασμένος από τα χρόνια αλλά με το ίδιο χαμόγελο και τα ίδια γελαστά μάτια, 64 χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση. Ζούσε σε ένα γηροκομείο στην ίδια πόλη και μόλις διάβασε το γράμμα αποφάσισε να επισκεφτεί την Ξανθίππη. Ήταν μια ανέλπιστη χαρά. Η σαχλαμάρα και η μπουρδολογία στην κουβέντα τους άνθισε μετά από τόσο καιρό… Και μετά έκαναν μια συμφωνία…
Όλο το μυστήριο των θανάτων τώρα είχε λυθεί μπροστά στα μάτια μου, σκούπισα τα δάκρυά συγκίνησής μου και χαμογέλασα. Ήταν δύσκολο το σχέδιο της Ξανθίππης και του Παύλου και αναμφισβήτητα μόνο αυτοί θα μπορούσαν να το έχουν πετύχει, αλλά είχε επιτύχει στην εντέλεια… το πιο ευχάριστο τέλος στο παιχνίδι της ζωής... Τα δύο γεροντάκια, 98 και 97 χρονών φαίνονταν ότι είχαν βρει τον δικό ταιριαστό τους δρόμο για να φύγουν από τη ζωή με αξιοπρέπεια: να πεθάνουν κυριολεκτικά στα γέλια…