Μερικές φορές κάποια φορτία δεν μεταφέρονται...
Το κινητό, του έπεσε από τα χέρια στο πάτωμα του αυτοκινήτου.
Το περίμενε από καιρό αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχε προετοιμαστεί κιόλας.
Τόσο καιρό τώρα, σχεδόν ενάμιση χρόνο, είχε κοροϊδέψει τον εαυτό του, πως δεν είχαν έτσι τα πράγματα, πως θα ξυπνούσε ένα πρωινό και όλα θα ήταν εντάξει.
Είχε σχεδόν μουδιάσει και σε αυτόν τον μουδιασμένο έπεφτε το βαρύ φορτίο να ενημερώσει.
Σχημάτισε έναν αριθμό στην οθόνη του κινητού και έμεινε να τον κοιτάζει.
Οι κόρνες από τα αυτοκίνητα τον συνέφεραν.
Δεν είχε παρατηρήσει το φανάρι που ήταν ήδη πράσινο.
Έβγαλε αλάρμ και σταμάτησε στην δεξιά πλευρά του δρόμου.
Πάτησε την κλήση.
"Παρακαλώ;" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
"Ο Σίμωνας είμαι... Τελείωσε Δήμητρα..." απάντησε
Δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο.
Το μυαλό του είχε κολλήσει, το στόμα του είχε στεγνώσει, τα μάτια του ήταν θολά.
"Τι θες να πεις;"
"Τέλος... Πρέπει να πάμε από εκεί... Σε είκοσι λεπτά να είσαι έτοιμη." της είπε και το έκλεισε.
Η Δήμητρα έμεινε με το ακουστικό στο χέρι να κοιτάζει το ρολόι.
Πριν από πέντε ώρες ήταν εκεί και τώρα; Τίποτα.
Ο Σίμωνας την πίεσε.
"Πήγαινε, πρέπει να ξεκουραστείς. Έχεις τρεις μέρες να κοιμηθείς. Έτσι και αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι, είναι σε καταστολή..."
Την έπεισε.
Χάιδεψε τον Θωμά στο κούτελο και έφυγε.
Τα μάτια της υγράνθηκαν. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν μια τέτοια στιγμή;
Το μυαλό της πέταγε, βυθιζόταν, την μια ήθελε να ακολουθήσει τον άντρα της, από την άλλη έπρεπε να σταθεί δυνατή.
Δεν ήταν μόνη της σε αυτόν τον κόσμο.
Είχε άλλη μια ψυχή να νοιαστεί, ένα σωματάκι που κουβαλούσε μέσα του ένα κομμάτι από την ψυχή του Θωμά.
Εκείνη την στιγμή το μυαλό της γύρισε στο παρόν.
"Έχε τον νου σου στο παιδί. Πρέπει να φύγω, τελείωσε..." είπε στην μητέρα της στο τηλέφωνο.
"Κουράγιο..." της είπε εκείνη. Η κυρά-Φανή, έτσι την έλεγε ο Θωμάς.
"Καημένο μου κορίτσι. Όλα για τους ανθρώπους είναι, μα εσύ σαν να παραφορτώθηκες ετούτη την φορά..." μονολόγησε η κυρά-Φανή καθώς πήγαινε στο δωμάτιο που ήταν το μωρό.
Δυο χρονών ήταν το μωρό, κοίταζε την γιαγιά του απορημένο σαν να είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.
Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κλείσει μάτι, έκλαιγε χωρίς να το ενοχλεί κάτι, σαν να προαισθανόταν τι θα συνέβαινε το πρωί.
Η Κυρά-Φανή το κατάλαβε, μα δεν είπε τίποτα στον άντρα της.
Δεν πίστευε στα μεταφυσικά και πάντα την κορόιδευε.
"Μωρό σε λένε, μα καταλαβαίνεις περισσότερα από εμάς..." έλεγε στο πιτσιρίκι καθώς το έπαιρνε στην αγκαλιά.
Η Δήμητρα στο σπίτι δεν μπορούσε να σταθεί.
Ήθελε να φύγει, να ανοίξει η γη και να την καταπιεί και την ίδια στιγμή να κλειστεί σε αυτό το αναθεματισμένο σπίτι και να αναπολήσει το παρελθόν.
Ακούστηκε το κουδούνι.
Μόλις είδε τον Σίμωνα ξέσπασε σε λυγμούς.
Ο Σίμωνας δεν ήταν καλύτερα.
"Κλάψε, ξέσπασε..." την προέτρεπε από μέσα του και την αγκάλιασε.
Έτσι πίστευε ο Σίμωνας, πως εξωτερικεύοντας τα όποια συναισθήματα είχε κάποιος, αυτόματα επούλωνε και τις πληγές. Τουλάχιστον έτσι έκανε αυτός με σχετική επιτυχία.
"Τουλάχιστον λυτρώθηκε..." της είπε σε μια προσπάθεια να της δώσει κουράγιο, μα αυτό φαινόταν να την τσακίζει περισσότερο.
Κατά βάθος το ίδιο πίστευε και εκείνη, αλλά έφερε στο νου της όλο το διάστημα.
Είχαν πάει μαζί με τον Θωμά στον γιατρό.
"Εντοπίσαμε έναν όγκο στον πνεύμονα... Θα πρέπει να υποβληθείς σε λοβεκτομή. Δεν θα αφαιρέσουμε ολόκληρο τον πνεύμονα αλλά ένα τμήμα του. Όλα θα πάνε καλά..."
Δεν το έβαλε κάτω ο Θωμάς.
Το μόνο που τον πείραξε ήταν πως δεν κάπνισε ποτέ, απεναντίας ήταν αθλητικός τύπος.
Με χαμόγελο το αντιμετώπισε.
"Έλα ρε Δήμητρα, πως κάνεις έτσι; Ένα τυπικό χειρουργείο είναι..." έλεγε στην γυναίκα του.
Με χαβαλέ το είπε στον Σίμωνα.
"Κάπνισε ρε μαλάκα! Εγώ που δεν έβαλα ποτέ αυτόν τον διάολο στο στόμα μου είδες τι έπαθα, φαντάσου εσύ! Αλλά ξέχασα, τους κόπανους δεν τους θέλουν εκεί Πάνω, τους χαλάνε την μόστρα!" του έλεγε και ο Σίμωνας δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Μπήκε στο χειρουργείο και βγήκε σχεδόν τρέχοντας, με τέτοια διάθεση τουλάχιστον, γιατί τις πρώτες δυο εβδομάδες, ένοιωθε να μην μπορεί αν πάρει ανάσα από τους πόνους.
Σιγά-σιγά όμως αυτά πέρασαν και με κάποιες αναπνευστικές ασκήσεις που του πρότεινε ο γιατρός έγινε σχεδόν όπως πρώτα.
Πέντε μήνες αργότερα κατέβηκε και σε πρωτάθλημα 5χ5.
Το είχε ξεπεράσει όλα ανήκαν στο παρελθόν.
Είχε την υγεία του, τον γιο του, την γυναίκα του.
'Όλα τα είχε , μέχρι την στιγμή που πήγε να κάνει τις προβλεπόμενες εξετάσεις ένα χρόνο μετά το χειρουργείο.
Κάμποσες εβδομάδες τώρα ένοιωθε κάποιες ενοχλήσεις στο ύψος του σπλήνα, αλλά δεν έδινε σημασία.
Ίσως να μην έδινε σημασία πιστεύοντας πως έτσι ξορκίζει το κακό.
Πάλι η Δήμητρα ήταν στο πλάι του.
"Ο όγκος έκανε μετάσταση στο πάγκρεας. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι χημειοθεραπείες..."
Τότε έχασε και το παιχνίδι ο Θωμάς.
Δεν μπορούσε να το αντέξει.
Δεν είχε τα ψυχικά αποθέματα.
"Έλα ρε Θωμάκο, δεν μάσησες την πρώτη φορά, θα μασήσεις τώρα;" του έλεγε ο Σίμωνας για να του ανεβάσει την ψυχολογία.
Μάταια όμως.
Όταν άρχισαν και οι χημειοθεραπείες μπήκε και στην τελική ευθεία.
"Τελείωσε" έλεγε σε όσους τον επισκέπτονταν.
"Δήμητρα, κοίταξε να φτιάξεις την ζωή σου. Εγώ έληξα και πρέπει να επιστραφώ" τις έλεγε.
"Μάκη, να μου την προσέχεις όταν θα φύγω! Τον νου σου κόπανε, γιατί αλλιώς θα γίνω βρυκόλακας να σου πιω το αίμα..." έλεγε στον Σίμωνα.
Μπορεί για αυτό να μην ήθελε να πιστέψει ο Θωμάς πως θα έφτανε στο τέλος.
Μπήκαν στο νοσοκομείο.
Βρήκαν τον γιατρό που τον κούραρε.
"Ο Θωμάς πέθανε..." της είπε ψυχρά.
Εκείνη με κόκκινα, από τα κλάμα, δάκρυα κούνησε το κεφάλι.
"Θέλω να τον δω..."
Ο γιατρός συνεννοήθηκε με έναν νοσοκόμο που τους οδήγησε λίγο αργότερα στο νεκροτομείο.
Ήταν εκεί ξαπλωμένος, γαλήνιος, σαν να έκανε έναν βαθύ ύπνο και ένα σκούντημα θα ήταν αρκετό να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Τον φίλησε στο κούτελο, και τα δάκρυά της, ζεστά, κύλησαν στην παγωμένη πλέον επιδερμίδα του Θωμά.
"Γιατί ρε Θωμά; Γιατί; Σου είπα φεύγω για λίγο και θα γυρίσω. Σου είπα να με περιμένεις... Δεν πρόλαβα να σε χαιρετήσω ρε Θωμά... Ξύπνα να πάμε σπίτι να δούμε τον γιο μας. Τι θα του πω;"
Ο Σίμωνας είχε καθίσει σε μια γωνιά αμίλητος. Δεν μπορούσε να το αντέξει.
Κάτι τον βάραινε, ένας σταυρός, ένα φορτίο αλλιώτικο.
Από την μια αισθανόταν τιμή, από την άλλη δεν ήξερε και αυτός τι αισθανόταν.
Η Δήμητρα έψαξε τα χέρια να βρει την βέρα. Δεν την είχε βγάλει ο Θωμάς, αν και οι γιατροί τον πίεζαν.
"Ναι, η βέρα μου έβγαλε τα μάτια... Θα την βγάλω όταν έρθει η ώρα..." τους είχε πει.
"Σίμωνα, πάμε να βρούμε τον γιατρό να μας δώσει την βέρα..." του είπε η Δήμητρα βγαίνοντας από το νεκροτομείο.
Έβαλε τα χέρια του στην τσέπη του, κάτι έβγαλε και το έκλεισε στην χούφτα της.
"Αυτή είναι δική σου τώρα... Να την προσέχεις..." του είχε πει πριν τον βυθίσουν σε ύπνο οι γιατροί.
Της έδωσε την βέρα.
Τελικά δε τον βάραινε το δαχτυλίδι...