Το μυαλό του χρόνια ολόκληρα τώρα είχε πάρει τον δικό του δρόμο. Άλλωστε δεν του έμεναν και πολλά να κάνει έτσι ώστε να καταφέρει να “επιβιώσει” με τους ρυθμούς που ο κάτοχός του του επέβαλε...
Ο Ίδιος όμως δεν το καταλάβαινε… Στην αρχή ήταν ωραία… Μικρά ψεμματάκια και περνιόταν σε όλους για ωραίος. “Εγώ έχω κάνει αυτό…” έλεγε στην παρέα και όλα ήταν εντάξει. Μα τα προβλήματα άρχισαν αργότερα όταν ξεκίνησε να ζει τα ψέμματα Του. Σε αυτό το στάδιο ήταν ακόμα καλύτερα γιατί τα έλεγε και περισσότερο πειστικά. Ώσπου ένα πρωινό πήρε τον δρόμο χωρίς επιστροφή…. Στάματησε να ξεχωρίζει το πραγματικό από το φανταστικό, το ψεύτικο από το αληθινό, τα έμπλεξε όλα μαζί και έφτιαξε ενα κράμα περίεργο. Με αυτό το κράμα έφτιαξε έναν δικό του κόσμο και σε αυτόν κλείστηκε, ζώντας την ζωή που πάντα ονειρευόταν. Ζώντας με την Ζωή που πάντα ονειρευόταν. Οι περισσότεροι είπαν πως εκείνη τον κατάντησε έτσι και ένοιωθαν συμπόνοια για το πρόσωπο του. Ο Ίδιος έλεγε πως εκείνη τον κατάντησε έτσι και ένοιωθε χαρά… Για πρώτη φορά ένοιωθε γυναικεία παρουσία στο πλευρό Του έστω και φασματική και αυτό Του αρκούσε να Τον φτάσει στον ουρανό. Μόνο ο παλιός Του κολλητός Τον καταλάβαινε και Τον υπερασπιζόταν σε όποιον Τον συμπονούσε… “Δεν θέλει συμπόνοια. Αγάπη θέλει…” τους έλεγε. Μόνο αυτός Τον υπερασπιζόταν όταν Τον χλεύαζαν “Μπράβο ρε νταή, μπράβο…” Εκείνος όμως δεν το αντιλαμβανόταν. Κάθε κίνηση κοροϊδίας την αντιλαμβανόταν σαν φιλική προσσέγγιση. “Βάλε να πιεί στο φιλαράκι…” Και το εκάστοτε “φιλαράκι” σαν αχάριστος Ισραηλίτης κερνούσε ξίδι και χολή αυτόν που το ξεδίψασε στην έρημο. Γιατί τα λόγια Του ήταν σαν όαση στην έρημο. Το ότι δεν ξεχώριζε το πραγματικό από το φανταστικό δεν σήμαινε ότι δεν είχε ορθή σκέψη. Κάθε του φράση κατασταλαγμένη μέσα από τα ζόρια που μέχρι τότε είχε περάσει και γεμάτη ψήγματα κυνισμού και στωικότητας, ένα μείγμα παράξενο που μόνο ένα μυαλό “παράξενα ενεργοποιημένο” σαν και το δικό του μπορούσε να διαχειριστεί… Πολλοί τον χλεύασαν, ελάχιστοι του συμπαραστάθηκαν αλλά Εκείνος δεν τους ξεχώριζε… Ίσα – ίσα που τους επικριτές του τους είχε ένα σκαλί παραπάνω από τους υπόλοιπους. “Αυτοί με βοηθούν να γίνω πιο δυνατός” έλεγε και βάση της δικής του λογικής είχε δίκιο. Από την άλλη πλευρά αρκετοί από αυτούς που τους νόμιζε για φίλους του, ξαφνικά μια μέρα τον άφησαν στα κρύα του λουτρού. “Κοίταξε να δεις, τα λούκια τα δικά σου δεν θα τα τραβάμε και εμείς…” του είπαν και αυτό τον τσάκισε. Οι κολλητοί του, “οι συνέταιροι στην τρόμπα” όπως τους αποκαλούσε, τον πούλησαν, αρνήθηκαν να απλώσουν χείρα βοηθείας όταν αυτός το είχε ανάγκη. Και σαν να μην έφτανε αυτό έκλεισαν κάθε δίαυλο, κάθε κανάλι επικοινωνίας προς αυτόν. Έξέπεμπε σήματα κινδύνου αλλά ελάχιστοι απαντούσαν σε αυτό το ύστατο κάλεσμα. Μια, δυο, τρεις… Δεν ήθελε και πολύ πήρε δρόμο χωρίς γυρισμό, πέρασε απέναντι χωρίς να έχει κανονίσει την επιστροφή του. Όταν το κατάλαβαν οι φίλοι του η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη και προσπαθόντας να ξεφορτωθούν κάθε ευθύνη έριξαν τα “βάρητα” σε εκείνη. Όχι ότι δεν είχε συμβάλλει και αυτή αλλά τουλάχιστον δεν ήταν εκείνη που του έδεσε τα μανίκια στον ζουρλομανδύα. Δεν ήταν εκείνη που έκλεινε την βαριά πόρτα της απομόνωσης. Την μέρα που μπήκε δεν θα την ξεχάσει ποτέ… Δεν είχε μυριστεί τίποτα. Το μόνο που τον παραξένευε ήταν η ξαφνική επίσκεψη του Alto. Ξαφνικά ένα αμάξι ακούστηκε να σταματάει απ’έξω. Ήταν ένα νοσοκομειακό. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε… Δεν είπε τίποτα, αλλά τα πυρωμένα του μάτια “κραύγαζαν”. Ο Alto γύρισε από την άλλη. “Δεν με εκπλήσσεις. Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν είχες θάρρος” ψιθύρισε Εκείνος. Ο Alto έστεκε βουβός… “Αν ήθελες να με βοηθήσεις, θα είχες κάτσει να με ακούσεις έστω και μια φορά…” Ο οδηγός έκλεισε την πόρτα… “Θα σας ειδοποιήσουμε για την κατάστασή του και για το πρώτο επισκεπτήριο…” Εκείνος γελούσε. Γελούσε με το φαιδρό της υπόθεσης. Γελούσε με το πόσο χαζά είχε φερθεί…