Αλήθεια
πόσο γρήγορα η νιότη μας έσβησε;
Σαν ένα ποτάμι από πουλιά
στον καθρέφτη μιας ξεχασμένης δύσης
όταν η γραμμή της οδύνης
αχνόφεξε στον ορίζοντα της μνήμης
για το όναρ που χάθηκε
αφήνοντας μια βαθειά χαρακιά
όμοια με αυτήν που κεντούσε
το πουκάμισο της ψυχής του Οδυσσέα.
Ήταν το ψιθύρισμα της βροχής
όταν του φθινοπώρου ο αργυραμοιβός
χρυσά σκορπούσε φλουριά
τα φύλλα στα ανάκλιντρα του κήπου μας,
το χάδι του ήλιου καταχτητή
όταν ανέβαινε κουρσεύοντας τρυφερά
την ραχοκοκαλιά μιας αλκυονίδας ημέρας,
τις ώρες που προσμέναμε καρτερικά
στις αυλές με τα φτερά των κύκνων
τον σπόρο της ζωής να απλώσει και πάλι ρίζες.
Ήταν η φωνή των ωκεανών που μας καλούσε
μέσα από την καρδιά ενός κοραλλιού
όταν η καρίνα έσκιζε το κύμα
στων δελφινιών τη χώρα ,
το πανάρχαιο τραγούδι της φωτιάς
που αγκάλιαζε ηδονικά
την ρόδινη σάρκα των ξύλων ,
όταν παραδινόμασταν αγνοί και αθώοι
σαν τους Πρωτόπλαστους στον κήπο της Εδέμ
στο όνειρο της πρώτης μας αγάπης .
Βάσω Μπρατάκη