Τα δέντρα είναι ποιήματα που γράφει η γή προς τον ουρανό.Και εμείς κόβουμε τα δέντρα και τα κάνουμε χαρτί,για να καταγράφουμε την κενότητα μας..... - Χαλιλ γκιλμπραν
Ραγδαία διάβρωση παλαμιαίων γραμμών
Φθαρμένα σχέδια
κακόβουλου ζωγράφου,
στην έκθεση σκεβρωμένων σκιών
Ασθμαίνει η νύχτα
σβήνοντας το τελευταίο της τσιγάρο
στο ωχρό σώμα
της ακρωτηριασμένης σελήνης
Τρίζουν τα κελιά τους
οι βαρυποινίτες του ουρανού
καθώς ο ήλιος μέθυσε
με κόκκους μοναξιάς
και γλίστρησαν σε απύθμενο γκρεμό
τα ολόχρυσα κλειδιά τους.
Ξερά σαρκοβόρα κλαδιά
τυλίγουν φλογισμένα βιβλία
καπνοί σχηματίζουν ψυχές
που αναστενάζουν λυτρωτικά
μετά από αέναη δυσφορία.
Χείλη που φουσκώνουν μέσα τους
αφινιασμένα πορφυρά ποτάμια
σκίστηκαν φιλώντας εραστές
στάζουνε ορμητικά ρυάκια σε
απόκοσμες κοιλάδες
που ξεβράζουν κοπάδια κενών ματιών.
Δίνες ρουφούν το φως των κεριών
φάροι σβήνουν
σε καταρράκτες πύρινων ενοχών.
Χνώτα παραισθήσεων
πάνω σε κόκκινα αλκοολούχα σύννεφα
με μεταφέρουνε πάνω απ’την καταιγίδα
στο παλαιό μου σπίτι.
Η γνώριμη σκιά στον καναπέ
μορφάζει ειρωνικά
αναπνέοντας ταχύρυθμα σαν τρένο
που γδέρνεται στις σιδηρογραμμές.
Ένα ποτήρι στο κυριακάτικο τραπέζι
και ενα μαχαίρι οικείο
ξετρυπώνει άτσαλα μέσα
από κεντημένη μαξιλαροθήκη
στέκεται αντίκρυ του...
ανταποδίδοντας κρυψίβουλες και εχέμυθες κινήσεις...
Μαδημένα βλέμματα απο λευκές μαργαρίτες
εκσφενδονισμένα πλευρά
σε εδαφικά ταβάνια
που απαγχονισμένες
τραμπαλίζονται οι αλήθειες.
Κουφάρια παδικών χεριών στον μάυρο κήπο
ξεθάβουν βιαστικά
θωρακικά κλουβιά,
που κρύφτηκαν βαθιά
στην δακρυσμένη λάσπη
αγκαλιά με σηψαιμικά ημερολόγια.
Διάπυρες φλέβες
ξεχύνονται στο σπήλαιο
των χειραγωγημένων σταλακτιτών
άκρες απο μολύβια που στάζουν
κατεστραμμένα ράμφη.
Στο ξύλινο παράθυρο
που ολημερίς διασκέδαζα
με τα ελεύθερα παιχνίδια των τσιγγάνων
διακρίνω το ομοίωμά μου ξαπλωμένο....
Μην μου θλίβεσαι πατέρα
σώπασε μην στάξει
άλλο βουρκωμένο αίμα
και μας δουν....
Μην μας βιάσουνε το βλέμμα
που κρύψαμε στην αμμουδιά
της αβυσσαλέας θάλασσας
στο θρόισμα από νεκρά φύκια
που ξέπλυναν τα καυτά μέτωπά μας .
Μην φοβάσαι την πόρτα μου σαν σπάσουν
δεν έχουν τίποτα να πάρουν τώρα πια. . .
Εχθρικά καλπάσματα αποκεφαλισμένων αλόγων
ουρλιάζουν τις οπλές τους
καθώς μισούν τη σιδερένια πόρτα
τραγουδούν αυτόχειρες ποιητές
απ το κελάρι του σπιτιού μας
μα κανείς δεν τους ακούει. . .
να τα πατέρα,μπήκανε!
ψύχος σκέπασε την καρδιά μου...
μην κουνιέσαι , μην μορφάζεις, ανάσαινε κρυφά, μονάχα κοίτα έξω από το ξύλινό μας παραθύρι ένα τσιγγανάκι ξυπόλητο παίζει με πέτρiνα παιδιά.
DHMHTRHS GEORGAS