Όταν ζεις στην ζεστασιά δεν μπορείς να ακούσεις τις κραυγές εκείνου που κρυώνει...
Κάποτε σε έναν ψηλό πύργο ζούσε μια Κυρά, η Υφαντού.
Την έλεγαν έτσι γιατί είχε γεννηθεί την ώρα που η μητέρα της ύφαινε στον αργαλειό, ένας αργαλειός που στην ουσία ήταν και όλη της η ζωή.
Στον αργαλειό μεγάλωσε και αυτός ήταν η μόνη της ασχολία.
Όλη μέρα η Αρχόντισσα Υφαντού μέσα στα στημόνια και τα υφάδια ύφαινε το Μεγάλο Υφαντό.
Ήταν ένα περίτεχνο υφαντό που απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία και υπομονή για να ολοκληρωθεί καθώς επίσης και τα καλύτερα νήματα.
Εκτός όμως από αυτά χρειαζόταν και εβόλ, ένα σπάνιο φυτό που στο βάμμα του χρωμάτιζαν τα νήματα και έτσι το Υφαντό αποκτούσε λάμψη και γινόταν άφθαρτο.
"Χωρίς εβόλ δεν θα καταφέρεις τίποτα...'' της είχε πει η μητέρα της όταν της μάθαινε την αρχαία αυτή τέχνη, μα η Υφαντού φαίνεται πως είχε λησμονήσει τα λόγια αυτά.
Είχε βρει τις δυνατότερες κλωστές για στημόνια και τα αγνότερα νήματα για υφάδια και το ύφαινε με περίσια μαεστρία, μα το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό.
Είχε πια απελπιστεί και πίστευε πως θα εκπλήρωνε το Χρέος, δεν θα τελείωνε το Μεγάλο Υφαντό.
Μια μέρα ένας πλανόδιος τεχνίτης αργαλειών περνούσε έξω από τον πύργο της Υφαντούς.
"Αργαλειούς επικευάζω..." φώναζε
Μια ίδέα πέρασε από το μυαλό της
"Μάλλον θα είναι χαλασμένος ο αργαλειός" σκέφτηκε και αμέσως κάλεσε τον Τεχνίτη να του ρίξει μια ματιά.
"Αρχόντισσά μου άδικα ανησυχείς, ο αργαλειός σου δουλεύει μια χαρά..." της είπε.
Η Υφαντού έγινε κόκκινη από τον θυμό της.
"Θες να πεις πως δεν ξέρω τότε να υφαίνω;" ρώτησε έξαλλη.
"Αλίμονο Κυρά, φωτιά να πέσει α με κάψει, τέτοια πλέξη δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου, αλλά άμα δεν είναι και τα υλικά σωστά..."
"Θες να πεις ότι δεν ξέρω να διαλέγω νήματα;" ξαναρώτησε φουντωμένη η Υφαντού.
"Θεός φυλάξοι Κυρά, πιο φίνα κασμίρια δεν έχω δει στις καλύετρες αγορές της Ανατολής..." αποκρίθηκε ο Τεχνίτης.
"Ε τότε;" απόρησε η Υφαντού.
Τότε της μίλησε για το εβόλ και της μαγικές του ιδιότητες.
"Σε ποιά αγορά πουλιέται; Πληρώνω όσο κι όσο..." είπε η Υφαντού.
Ο Τεχνίτης γέλασε...
"Αυτό θα το βρεις μόνη. Το μόνο που μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω σε αυτό, είναι να σε μάθω να το αναγνωρίζεις..." απάντησε.
Έμεινε όλη την νύχτα στον πύργο εξηγώντας της το σχήμα των φύλλων, το άρωμα των ανθών του και το χρώμα των καρπών του.
"Πότε γίνεται η συγκομιδή του;" τον ξαναρώτησε λίγο πριν φύγει.
"Αυτό πρέπει να το βρεις εντελώς μόνη..." της απάντησε καθώς περνούσε την πύλη.
Η Υφαντού άρχισε να αναζητά τότε το εβόλ παντού, σε όλες τους κάμπους και τις κορυφές των βουνών, στις ακροθαλασσιές και τις βαθιές χαράδρες ώσπου το βρήκε, και μάζεψε αρκετό κάτω από το φως της Πανσέληνου και στο σκοτάδι της πιο σκοτεινής νύχτας, κάτω από της ακτίνες του λαμπρότερου ήλιου και μεσα στην υγρασία της πρωινής δροσιάς.
Άπειρες δοκιμές μα ποτέ το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό και απογοητεύτηκε για άλλη μια φορά.
Ένα πρωινό, πενούσε ξανά ο Τεχνίτης.
"Ε, Κυρά! Τελείωσες το Μεγάλο Υφαντό;" φάναξε από τον δρόμο.
Η Υφαντού έτρεξε να τον προλάβει.
"Μάζεψα αρκετό, κάνοντας ακριβώς ο,τι μου είπες μα δεν έγινε τίποτα..."
"Μάζεψες ποτέ έστω και ένα βλαστάρι με την καρδιά ενός παιδιού;" την ρώτησε...
Μα τι ήταν αυτό που της ζητούσε;
Της έμοιαζε αδύνατο.
"Μόνο όταν η καρδιά σου γίνει άδολη σαν του μικρού παιδιού το εβόλ θα είναι έτοιμο για συγκομιδή..." της απάντησε.
Η Υφαντού δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει.
"Δεν θέλω τίποτα, παρά μόνο ο πύργος σου να έχει καμμιά φορά αρκετό χώρο για να φιλοξενήσει έναν περιπλανώμενο Τεχνίτη..."
"Αυτό εξυπακούεται, όχι απλά χώρος, ολόκληρη η Βασιλική Σάλα θα είναι στρωμένη για σένα..." του υποσχέθηκε και τον κατευόδωσε.
Το ίδιο κιόλας βράδι έτρεξε να μαζέψει το εβόλ.
Θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια, τις στιγμές που έβρισκε καταφύγιο στην αγκαλιά της μητέρας της, της Α.Μ Υφάντρας και χωρίς δόλο στην καρδιά θέρισε τους καρπούς του εβόλ.
Με το βάμμα χρωμάτισε τα νήματα και με αυτά ύφανε το Μεγάλο Υφαντό.
Έλαμπε σαν θεϊκό και ανάβλυζε μια πρωτόγνωρη ζεστασιά, μια ζεστασιλα που τύλιγε όχι μόνο το κορμί της αλλά και την ψυχή της.
Μόνο με την ζεστασιά που αισθάνεται το βρέφος στην αγκαλιά της μάνας, μπορούσε να συγκριθεί.
Τυλίχτηκε με το Υφαντό και δεν το αποχωριζόταν ποτέ.
Μια μέρα του χειμώνα, παγερή ο Τεχνίτης βρέθηκε ξανά έξω από τον πυργο, αυτή την φορά κατάκοπος από τον δρόμο και μελανιασμένος από το φοβερό κρύο.
"Υφαντού..." φώναξε.
Τίποτα, μόνο οι λύκοι που ούρλιαζαν ακούγονταν.
"Κυρά..." ξαναφώναξε και χτύοησε με δύναμη την πόρτα του πύργου.
Μάταια όμως.
"Αρχόντισα μου..." ψέλλισε καθώς έπεφτε λιπόθυμος από το κρύο.
Εκείνη δεν άκουσε ποτέ τίποτα...