Οπότε και παγιώνεται ως το κατ' εξοχήν ποιητικό είδος της αστικής κοινωνίας που διαμορφώθηκε με την υποχώρηση των αριστοκρατικών - ηρωϊκών κοινωνιών της μυκηναϊκής εποχής
. Σε αντίθεση με το έπος, που εξυμνούσε τα κατορθώματα των πολεμάρχων και τις τροπές της τύχης τους ως αντικειμενικά περιστατικά του συλλογικού βίου, η λυρική ποίηση εξέφρασε την ανθρώπινη συνθήκη της εξατομικευμένης συνείδησης σε ένα κόσμο αλληλοδιασταυρούμενων υποκειμένων.
Στους αλεξανδρινούς χρόνους και κατά τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, η λυρική ποίηση έχει αποσυνδεθεί από τη μουσική. Γράφεται και διαβάζεται κατά μόνας ή στις κοινωνικές συναναστροφές. Εξέχοντες Λατίνοι λυρικοί υπήρξαν ο Κάτουλλος, ο Οράτιος και ο Πετρώνιος.
Κατά το Μεσαίωνα αναπτύχτηκαν διάφορα λυρικά είδη, όπως το ρόντο, η μπαλάντα (που κατατάσσεται και στην αφηγηματική ποίηση) και το βιρελαί, τα οποία και τραγουδούσαν συνοδεία μουσικών οργάνων.
Στην Αναγέννηση έγιναν προσπάθειες αναβιώσεως των τρόπων της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης, που υπήρξαν όμως ανεπιτυχείς.
Ο όρος λυρική ποίηση, που αποκτά το σημερινό του περιεχόμενο κατά την Αναγέννηση, καλύπτει σήμερα ένα μεγάλο φάσμα ποιητικών εκφράσεων τα οποία επικεντρώνονται στην υποκειμενική κυρίως διάθεση του ποιητή.
Αφηγηματική είναι η ποίηση που περιέχει εκτενή αφήγηση ηρωικών πράξεων, ερωτικών περιπετειών ή θρησκευτικών ιστοριών. Τα κυριότερα είδη αφηγηματικής ποίησης είναι το έπος, η μπαλάντα και τα διάφορα έμμετρα ερωτικά ρομάντζα.
Το έπος είναι αρχαιότατο είδος και απαντάται στις γραμματείες όλων των λαών. Στις απαρχές του ήταν είδος προφορικής ποίησης που απαγγελλόταν από τους ραψωδούς (βάρδους της δυτικής παράδοσης) στις αυλές των ηγεμόνων. Θέμα του ήταν τα πολεμικά κατορθώματα των ηρώων και μεταδιδόταν παραλλασσόμενο από γενιά σε γενιά.
Ο όρος χρησιμοποιείται και γιά το χαρακτηρισμό μεγάλων μυθιστορηματικών, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη λχ, του Τολστόι, και ποιητικών συνθέσεων.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, καθώς και τα ησιόδεια έργα, ορίζουν την αφετηρία της δυτικής γραμματείας. Κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους γίνονται απόπειρες αναβίωσης του είδους. Χαρακτηριστικα έργα της εποχής, που διαβάζονταν -- δεν απαγγέλονταν -- είναι τα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ροδίου, τα Μεσσηνιακά του Ριανού, το Ηρώ και Λέανδρος του Μουσαίου και τα Διονυσιακά του Νόννου. Κορυφαία επίσης έπη της δυτικής παράδοσης είναι η Αινειάδα του Βιργιλίου, το μεσαιωνικό - γαλλικό Ασμα του Ρολάνδου, οι μεγάλοι αφηγηματική κύκλοι της γερμανικής και σκανδιναβικής παράδοσης, ο Μαινόμενος Ορλάνδος του Αριόστο, η Απελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ του Τάσσο, τα τραγούδια των ιπποτών του Αρθούρου, η Θεία Κωμωδία του Δάντη, ο Απωλεσθείς Παράδεισος του Μίλτωνος κ.ά.
Απόπειρες αναβίωσης του έπους στη νέα ελληνική γραμματεία συνιστούν τα εκτενή πολυπρόσωπα αφηγηματικά - ηρωϊκά ποιήματα Οδύσσεια, του Νίκου Καζαντζάκη (33.333 στίχοι) και Διγενής Ακρίτας του Θανάση Παπαθανασόπουλου (24.740 στίχοι).
Δραματική ή σκηνική είναι η ποίηση που αναπαριστά ή (κατά την αριστοτελική παράδοση) μιμείται επί σκηνής τραγικές ή κωμικές πράξεις. Δύο επομένως είναι τα είδη της δραματικής ποίησης: Η τραγωδία και η κωμωδία. Ένα τρίτο είδος, το θρησκευτικό δράμα, που εμφανίζεται κατά το Μεσαίωνα στην Ορθόδοξη και στη Δυτική εκκλησιαστική γραμματεία, συνιστά περίπτωση θείας τραγωδίας. Θεμέλιο και κορύφωση της δραματικής ποίησης στη δυτική γραμματεία συνιστούν οι τραγωδίες των Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη και οι κωμωδίες του Αριστοφάνη.
Στιχουργική
Στιχουργική γενικά είναι η τέχνη και η επιστήμη των στίχων. Ειδικότερα, στιχουργική σημαίνει την τέχνη και την επιστήμη της ηχο-οπτικής δομής των νεότερων ποιημάτων, δηλαδή της νέας μετρικής και της νέας αρχιτεκτονικής των στίχων και των στροφών, αφού ο όρος μετρική αφορά στενότερα τη μελέτη των αρχαίων μετρικών συστημάτων. Πρόκειται γιά τον κλάδο εκείνο της φιλολογικής επιστήμης που ερευνά τα μορφολογικά στοιχεία της νεότερης ποίησης. Γιά το λόγο αυτό έχει προταθεί η αντικατάσταση του όρου στιχουργική από τον όρο μετρικολογία, ώστε να μή γίνεται σύγχιση μεταξύ επιστήμης και επιστητού. Ο όρος όμως "μετρική" έχει ήδη τη σημασία, λόγω της παραγωγικής καταλήξεως -ικη, επιθέτου προσδιοριστικού της επιστήμης ή της τέχνης των μέτρων και επομένως η προτεινόμενη αλλαγη όρου δεν αλλάζει τα πράγματα. Αν λοιπόν κρίνεται σκόπιμη η αλλαγή, θα ήταν προτιμότερος ο όρος “ποιητική μορφολογία” στο εύρος του οποίου χωράνε τα περιεχόμενα των εννοιών “μετρική” και “στροφική” και ο οποίος μπορεί να καλύψει και τη μελέτη της “πεζόμορφης ποίησης”.
Ως τέχνη η στιχουργική αφορά την επιλογή των λέξεων που πληρούν τους όρους της ομοιοκαταληξίας, εσωτερικής (ομόηχη κατάληξη λέξεων στον αυτό στίχο) και εξωτερικής (ομόηχη κατάληξη λέξεων δύο ή περισσότερων στίχων κατά σειρά ή κατά ζεύγη) ή, προκειμένου περί ανομοιοκατάληκτων στίχων, τους όρους αρμονικής διαδοχής των συλλαβών, καθώς και την κατάλληλη διάταξή τους έτσι ώστε το αποτέλεσμα της όλης σύνθεσης να μπορεί να υπαχθεί στο επιθυμητό, κατά περίπτωση, ομοιοκατάληκτο (σονέτο λ.χ.) ή ανομοιοκατάληκτο (ανομοιοκατάληκτος δημοτικός ή δημοτικοφανής δεκαπεντασύλλαβος κλπ) στιχουργικό είδος. Το επιθυμητό κατά περίπτωση αποτέλεσμα δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε και επιστημονική γνώση των κανόνων που απαιτεί η παραγωγή του. Αρκεί η εμπειρική γνώση της τεχνικής και η ποιητική ιδιοφυΐα του τεχνίτη. Τούτο φαίνεται καθαρά στη στιχουργική του δημοτικού τραγουδιού, των ρεμπέτικων, των κρητικών μαντινάδων, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις περιστασιακής στιχουργίας. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ ό,τι και στη μουσική: Μπορεί δηλαδή να είναι κανείς καλός τεχνίτης δίχως να έχει θεωρητική κατάρτιση. Η θεωρητική όμως κατάρτιση και η επίμονη, συστηματική άσκηση πολλαπλασιάζουν τα ποιοτικά αποτελέσματα της ιδιοφυΐας.
Ως κλάδος της φιλολογικής επιστήμης η στιχουργική μελετά τους κανόνες ή νόμους που διέπουν τα συναφή φαινόμενα (αριθμός και τομές συλλαβών, προσωδιακά ή τονικά μέτρα, τρόποι ομοιοκαταληξίας, αρμονική διαπλοκή των φθόγγων, συνηχήσεις, εκθλίψεις, αφαιρέσεις, κράσεις, αριθμός στίχων και στροφών κλπ). Χαρακτηριστικό της στιχουργικής ως επιστήμης, που οφείλεται στην παράλληλη υφή της ως “καλής” τέχνης, είναι η αδυναμία δημιουργικής εφαρμογής των κανόνων, όσο καλά και αν τους γνωρίζει κανείς, δίχως τη συνδρομή ποιητικής ιδιοφυΐας.
Η αρχαία στιχουργική ή μετρική
Ως τέχνη η αρχαία στιχουργική ή μετρική ανάγεται κατά μια άποψη στη ρυθμική εκφώνηση λατρευτικών φράσεων κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετουργιών και συναρτάται προς το ανισόχρονο της εκφοράς μακρών και βραχέων φθόγγων. Ως επιστήμη συγκροτήθηκε από τον Δάμωνα και τον Αριστόξενο, μαθητή του Αριστοτέλη. Επιφανείς αρχαίοι μετρικοί υπήρξαν ο Δράκων ο Στρατονικεύς, ο Ηλιόδωρος, ο Ειρηναίος, ο Φιλόξενος, ο Πτολεμαίος ο Ασκαλωνίτης, ο Σωτηρίδας, ο Αστυάγης, ο Ευγένιος και ο Ηφαιστίων (2ος μΧ αιώνας), του οποίου η Μετρική είναι και το μόνο σωζόμενο από τα αρχαία έργα στιχουργικής. Η επιστήμη της μετρικής υποδιαιρείται: Στην κυρίως μετρική, που εντοπίζει τις θέσεις των μακρών και βραχέων συλλαβών, τα σημεία λήξεως των λέξεων σε στίχους και το επιτρεπτό ή απαράδεκτο της χασμωδίας. Στην προσωδία, που ορίζει τι είναι μακρά και τι βραχεία συλλαβή, τι λήξη λέξεως και τι χασμωδία και στην στροφική που διαπραγματεύεται την αρχιτεκτονική των στίχων.
Τα αρχαία μέτρα ήσαν προσωδιακά, αναπτύσσονταν δηλαδή κατά την εναλλαγή ανισόχρονων μακρών και βραχέων συλλαβών και διακρίνονταν σε είδη ανάλογα με την τάξη εκφοράς των αντίστοιχων φθόγγων (μακρό - βραχύ, βραχύ, βραχύ - μακρό κοκ). Εξ αιτίας της άνισης χρονικής διάρκειας των εναλλασσομένων συλλαβών η αρχαία μετρική χαρακτηρίζεται ως "ποσοτική", σε αντίθεση με τη σύγχρονη μετρική που βασίζεται στην εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών και ως εκ τούτου καλείται τονική. Οι μακρές συλλαβές θεωρούνταν συμβατικά διπλάσιας χρονικής διάρκειας από τις βραχείες και για τούτο καλούνταν "δίσημες". Στην πράξη η εκφορά της μακράς συλλαβής συνοδευόταν με δύο ισόχρονα χτυπήματα του χεριού ή του ποδιού, ενώ η βραχεία με μια κίνηση. Η πρώτη από τις δύο ισόχρονες κινήσεις που σήμαιναν τη μακρά συλλαβή λεγόταν “θέσις” ενώ η δεύτερη λεγόταν “άρσις”. Η τήρηση του συμβατικού αυτού ισοχρονισμού διευκόλυνε τη ρυθμική εκτύλιξη των συλλαβών και συνέβαλλε στη δημιουργία των διάφορων μέτρων. Βασική μονάδα υποδιαίρεσης των στίχων ήταν ο ρυθμικός πους που περιείχε τουλάχιστον μια μακρά και μια βραχεία συλλαβή. Νεότερες όμως έρευνες κατέδειξαν ότι δεν απαντώνται απλοί πόδες στην αρχαία ελληνική ποίηση, αλλά διπλοί (διποδία). Ως εκτούτου βασική υποδιαίρεση των αρχαίων στίχων είναι σήμερα το μέτρο εν στενή έννοια. Γι' αυτό ακριβώς μιλάμε γιά δακτυλικό εξάμετρο, λόγου χάρη, και όχι για δακτυλικό εξάποδο μέτρο ή για μέτρο εξαδάκτυλο.
Οι αρχαίοι μετρικοί διέκριναν δέκα βασικά είδη μέτρων από τα οποία σχηματίζονταν συνδυαστικά εξήντα τέσσερα συνολικά είδη. Τα βασικά αυτά μέτρα, η διάκριση των οποίων αποδίδεται στον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, είναι τα εξής: Ιαμβος, τροχαίος, δάκτυλος, ανάπαιστος, παίων, ιωνικός από μείζονος, ιωνικός από ελάσσονος, χοριαμβικός, αντισπαστικό και προκελευσματικό. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, που αποδίδεται στο γραμματικό Κράτητα από την Πέργαμο (και κατ' άλλους στον Τυρραννίωνα), δύο πρωταρχικά μέτρα υπήρχαν: Το δακτυλικό εξάμετρο, που θεωρείται το αρχαιότερο και είναι το μέτρο των Ομηρικών επών, και το ιαμβικό τρίμετρο. Από τα δύο αυτά μέτρα αναπτύχθηκαν όλα τα άλλα, με πιθανή εξαίρεση τον κρητικό ίαμβο που χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον Αλκμάνα και τον Βακχυλίδη.
Ανάλογα με τη χρονική διάρκεια παραμονής στη θέση της “άρσεως”, τα αρχαία μέτρα διακρίνονται σε μέτρα ίσου γένους (ανάπαιστος, σπόνδειος, δάκτυλος και χορίαμβος). Σε μέτρα διπλασίου γένους (ίαμβος, τροχαίος, ιωνικός απ' ελάσσονος και ιωνικός από μείζονος) και σε ημιόλιον γένος (κρητικός και βάκχειος). Παρά ταύτα, η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων συλλαβών και επομένως μεταξύ “θέσεων” και “άρσεων” δεν είναι όσο εύκολη θα μπορούσε να υποτεθεί με βάση τη συμβατική διαφοροποίηση σε διαφορετικούς χρόνους εκφοράς και τούτο γιατί υπάρχουν φύσει και θέσει μακρές, καθώς και οι λεγόμενες “αδιάφορες” (anceps) συλλαβές, δηλαδή που είτε μακρές είναι είτε βραχύες δεν μεταβάλλουν το οικείο μέτρο.
Μία άλλη διάκριση είναι μεταξύ μέτρων απαγγελλόμενης ποίησης και μέτρων ποίησης που τραγουδιέται (αδομένης).
Η σημειολογία της αρχαίας μετρικής και τα κυριότερα των μέτρων
Τα κυριότερα σημεία ή σύμβολα διακρίσεως μεταξύ μακρών και βραχέων συλλαβών, αρχής ή τέλους ποιήματος, τέλους στροφής, παύσης κλπ είναι τά εξής: - (μακρόν), υ (βραχύ), χ μακρό ή βραχύ - αδιάφορο (anceps), ιιι (τέλος στροφής), ιι (παύσις ή τέλος περιόδου), ι (κανονική λήξη λέξεως).
Κυριότερα μέτρα της αρχαιοελληνικής ποίησης είναι τα εξής, με την αντίστοιχη γιά το καθένα σημειολογία: Δάκτυλος - υ υ, Σπόνδειος - -, Ανάπαιστος υ υ -, Ιαμβος υ -, Τροχαίος - υ, Τρίβραχυς υυυ, Κρητικός - υ - , Παίων - υυυ ή υυυ - ή υ - υυ ή υυ - υ, Βάκχειος υ - - και αντιβάκχειος - - υ, Χορίαμβος - υυ -, Επίτριτος - υ - ή υ - - - ή -- υ - ή - - - υ, Δόχμιος υ - - υ -, Ιωνικός απ' ελάσσονος υυ - -, Ιωνικός από μείζονος - - υυ. Εκτός από αυτά απαντώνται και τα ακόλουθα, των οποίων η σημειολογία παρέλκει εδώ λόγω της πολυπλοκότητάς της: Χοριαμβικό δίμετρο, γλυκώνειο, φερεκράτειο, ιππωνάκτειο, ανακλαστικό, ληκύθιο, χωλίαμβος και εγκωμιολογικό.
Από τα μέτρα αυτά αρχαιότερο είναι το δακτυλικό εξάμετρο (δάκτυλος αποτελούμενος από έξη μέτρα εν στενή εννοία) που χρακτηρίζει το στίχο των ομηρικών επών και των διδακτικών ποιημάτων του Ησιόδου. Το εξάμετρο χρησιμοποιούν επίσης ο Αρχίλοχος, ο Καλλίμαχος και ο Νόννος. Στην ελεγεία και στο επίγραμμα χρησιμοποιείτο το εξάμετρο (συνδυαζόταν με το πεντάμετρο. Ο συνδυασμός αυτός παρήγαγε το λεγόμενο "δίστιχο". Το δακτυλικό εξάμετρο μαζί με το ιαμβικό τρίμετρο και τετράμετρο, τους χωλίαμβους (χωλοί ή σκάζοντες ίαμβοι) και το τροχαϊκό τετράμετρο αποτελούν τα μέτρα της απαγγελλόμενης ποίησης η οποία αναπτύσσεται “κατά στίχον”, με την επανάλληψη δηλαδή μιας και της αυτής περιόδου. Τα μέτρα της αδομένης ποίησης, της οποίας οι στίχοι σχηματίζουν στροφές, (κατά μια άποψη η λέξη προέρχεται από το στρέφειν εαυτόν, στον κυκλικό ή εν σειρά χορό, για την εκτέλεση βηματισμού προς τα δεξιά ή προς τα αριστερα) είναι τα εξής: Δάκτυλοι αδόμενοι (πρωτοεμφανίζονται στα λυρικά του Αλκμάνος), ανάπαιστοι (στον Αλκμάνα, σε χορικά του Ευριπίδη και του Αισχύλου - “θρηνητικοί ανάπαιστοι” -- και στον Αριστοφάνη), ίαμβοι (Σιμωνίδης, Τέρπανδρος, Αρχίλοχος), ιωνικός απ' ελάσσονος (Αλκμάν, Σαπφώ, Φρύνιχος, Ανακρέων, Βακχυλίδης), χορίαμβος (που απαντάται μόνο στη λυρική ποίηση και ως δίμετρος σε σπαράγματα στίχων της Κόριννας), τροχαίος και κρητικός (Αλκμάν, Βακχυλίδης).
Ο έντονα υποκειμενικός τόνος που χαρακτηρίζει την αδομένη - λυρική ποίηση παρήγαγε, εκτός από τα αμέσως παραπάνω μέτρα, και άλλα σύνθετα και πολύπλοκα όπως το γλυκώνειο - υυ - υ -, το φερεκράτειο - υυ - -, το ιππωνάκτειο - υυ - υ - -, το τελεσίλειο χ - υυ - υ -, που χρησιμοποιήθηκαν από τους ποιητές της Αιολίας Σαπφώ και Αλκαίο. Οι εκφραστικές ανάγκες των λυρικών ποιητών παρήγαγαν επίσης και διάφορους συνδυασμούς στροφών, κυριότερες από τις οποίες είναι: Η σαπφική στροφή η οποία αποτελείται από τέσσερες στίχους (με τροχαίο, σπόνδειο, δάκτυλικό και τροχαίο μέτρο στους τρεις πρώτους και ένα δάκτυλο και ένα τροχαίο στον τέταρτο). Η αλκαϊκή στροφή, τετράστιχη επίσης, που συντίθεται από δύο ενδεκασύλλαβους ιαμβικούς, έναν εννεασύλλαβο ιαμβικό καταληκτικό και ένα δεκασύλλαβο με δύο δάκτυλους και ένα τροχαίο. Εξαιρετικά περίπλοκα μέτρα και εκτενέστερες στροφές απαντώνται στα μεγάλα χορικά ποιήματα του Πινδάρου και του Βακχυλίδη.
Νεοελληνικά μέτρα και μετρική
Τα νεοελληνικά μέτρα είναι τονικά και όχι προσωδιακά. Η διαφορά τους αυτή από τα αρχαία οφείλεται στην εξέλιξη της ομιλουμένης ελληνικής, η οποία, μεταξύ άλλων παρουσίασε και φωνητική αλλοίωση με αποτέλεσμα να αποβάλει το ανισόχρονο της εκφοράς μακρών και βραχέων φθόγγων. Ως εκ της χρονικής εξισώσεως μακρών και βραχέων, η οποία είχε ήδη συντελεστεί τον 3ο μ.Χ. αιώνα, η ρυθμική εναλλαγή των συλλαβών προσδιορίζεται πια από την τονικότητα και όχι από την προσωδία. Παρά ταύτα, η αρχαία μετρική διατηρήθηκε από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι βασιζόμενοι στη μορφολογική συνέχεια της γλώσσας εξακολουθούσαν να συνθέτουν με τα αρχαία μέτρα (δακτυλικό εξάμετρο και ιαμβικό τρίμετρο κυρίως), μολονότι κατά την απαγγελία προσδιορίζονταν, εξ αιτίας της πολύχρονης φωνητικής αλλοίωσης των ελληνικών, από τη δυναμική της εναλλαγής τονισμένων και άτονων συλλαβων.
Παράλληλα με τα αρχαία μέτρα εμφανίζεται σποραδικά και ο δεκαπεντασύλλαβος τονικός στίχος, ο οποίος το 10ο αιώνα έχει ήδη απωθήσει τα αρχαία μέτρα από τα περισσότερα έμμετρα κείμενα των Βυζαντινών λογίων και χαρακτηρίζει το σύνολο σχεδόν των πρώιμων νεοελληνικών αφηγηματικών συνθέσεων που εμφανίζονται μεταξύ 10ου και 15ου αιώνα (έπος Βασιλείου Διγενή Ακρίτα, έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα, σατιρικά, ιστορικά και διδακτικά στιχουργήματα). Σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους είναι επίσης γραμμένα και τα μεγάλα συνθετικά ποιήματα της κρητικής "αναγέννησης" του λήγοντος 16ου και του 17ου αιώνα (Ερωτόκριτος, Θυσία του Αβραάμ κλπ). Παράλληλα απαντάται σε πολύ μικρότερη κλίμακα και ο ενδεκασύλλαβος σε κυπριακά και κρητικά ποιήματα, ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος με σταθερή τομή μετά την όγδοη συλλαβή, ο ιαμβικός οκτασύλλαβος κα ο τροχαϊκός δωδεκασύλλαβος.
Με την πτώση της Πόλης, την ανάσχεση της πρώιμης βυζαντινής αναγέννησης που παρατηρείται στο Δεσποτάτο του Μυστρά το 15ο αιώνα και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, η λογία και μάλιστα η λυρική ποίηση (που γιά λόγους εκφραστικής πληρότητας θα οδηγούσε κατ' ανάγκην σε μετρικές διαφοροποιήσεις) σιγεί, με αποτέλεσμα την καθολική χρήση του δεκαπεντασύλλαβου στις συνθέσεις των ανώνυμων ποιητών του δημοτικού τραγουδιού. Η ωρίμανση όμως των συνθηκών που έφεραν στα πράγματα τους Φαναριώτες, καθώς και η διάχυση της ιταλικής παράδοσης στα Επτάνησα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις εφαρμογής στη νεοελληνική ποίηση μέτρων ξένων και κυρίως γαλλικών και ιταλικών, τα οποία άρχισαν να χρησιμοποιούν από τα μέσα του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου λόγιοι των φαναριώτικων και επτανησιακών κύκλων.
Με την επανάσταση του Εικοσιένα και την ανάδειξη της Αθήνας σε εκπαιδευτικό πόλο του ελληνισμού (λόγω Πανεπιστημίου και των άλλων σχολών που δημιουργούνταν προοδευτικά) ανοίγουν σε ευρύτερους κύκλους λογίων οι δίοδοι επικοινωνίας με τα ευρωπαϊκά γράμματα και πυκνώνουν επομένως οι στιχουργικές επιρροές, με αποτέλεσμα τη διάδοση νέων μετρικών (δακτυλικού και αμφιβραχέος ή μεσοτονικού) και στροφικών (σονέτο -- που απαντάται και παλιότερα --, μπαλάντα, δαντικό τρίστιχο ή τρετσίνα) τρόπων. Παράλληλα καλλιεργείται η ρίμα ή ομοιοκαταληξία (ζευγαρωτή [ααββ], πλεκτή [αβαβ], σταυρωτή [αββα] και ζευγαροπλεκτή [ααβγγβ]), η οποία πρωτοεμφανίζεται σε ελληνικά ποιήματα της κρητικής γραμματείας το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Παρατηρούνται επίσης προσπάθειες αναπλάσεως αρχαιοελληνικών μέτρων (δακτυλικός δεκαεπτασύλλαβος εξάμετρος) και στροφών (σαπφική, αλκαϊκή).
Η προϊούσα αλλαγή ρυθμών και τρόπων ζωής, που είχε ως συνέπεια τον κλονισμό των παραδοσιακών αξιών και των προτύπων σε όλα τα πεδία, επομένως και στο καλλιτεχνικό, υποχρέωσε και τους ποιητές στην αναζήτηση νέων τρόπων εκφράσεως των νέων ρυθμών με αποτέλεσμα τη διολήσθηση και των μέτρων προς ελευθεριότερα σχήματα μέχρι την τελική κατάργησή τους σε ορισμένες περιπτώσεις. Ετσι οδηγηθήκαμε εξελικτικά από τον ελευθεριωμένο στίχο (τον κλονισμένο ως προς την μετρική ορθοδοξία του δηλαδή) που πρωτοεμφανίζεται με τους ποιητές της "γενιάς του 1880", κορυφώνεται με τους “παράτονους” στίχους του Καρυωτάκη και μετατρέπεται σε ελεύθερο στίχο με την ποίηση κυρίως της λεγόμενης “γενιάς του τριάντα” (1930). Παρά ταύτα και παρά την καθολική σχεδόν κυριαρχία τα τελευταία εξήντα χρόνια της “ελεύθερης” (από τα παραδοσιακά δεσμά των μέτρων και της ρίμας) ποίησης, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται πάλι οι εμφανίσεις μετρικών - ομοιοκατάληκτων ποιημάτων και μάλιστα τεχνικότατων σονέτων, ως αντίδραση ενδεχομένως στην κενολόγο ομοιοτυπία συσσωρευόμενων στίχων “ελεύθερης γραφής”, οι οποίοι είναι στην πλειονότητά τους τόσο αξεχώριστα όμοιοι ώστε πολύ δύσκολα διακρίνονται πια προσωπικοί τόνοι και φωνές.
Νεοελληνική μετρική η στιχουργική
Η νεοελληνική μετρική (ή στιχουργική ή μετρολογία) είναι κλάδος της φιλολογικής επιστήμης με ειδικό αντικείμενο τον προσδιορισμό, τη μελέτη και την περιγραφή των μορφικών φαινομένων της νεοελληνικής ποίησης. Αντικείμενό της δηλαδή είναι η μορφές εκφάνσεως των νεοελληνικών ποιημάτων, έμμετρων και μή, στιχουργημένων και πεζότροπων. Ο όρος επομένως “μετρική” είναι ευρύτερος της κυριολεκτικής σημασίας του, αφού εκτός των μέτρων αφορά και τη μελέτη μη μετρικών ποιημάτων, τη μελέτη των στροφών (αποροφά δηλαδή και το αντικείμενο της στροφικής), των ρυθμών (της κατά περίπτωση εφαρμογής, σύμφωνα με τη νέα αντίληψη, των μετρικών κανόνων) και τη μελέτη των πεζότροπων ποιημάτων -- αυτών που είναι γραμμένα σαν πεζά κείμενα δηλαδή.
Η νεοελληνική μετρική διακρίνει τα εξής τονικά μέτρα (ή πόδες) με τα αντίστοιχα, για το καθένα σημεία αναγνωρίσεως: Ιαμβο ή ιαμβικό μέτρο υ - (άτονη - τονισμένη συλλαβή), τροχαίος ή τροχαϊκό μέτρο - υ (τονισμένη - άτονη συλλαβή), ανάπαιστος ή αναπαιστικό μέτρο υυ - (δύο άτονες - μια τονισμένη συλλαβή), δάκτυλος ή δακτυλικό μέτρο - υυ (μια τονισμένη - δύο άτονες συλλαβές), αμφίβραχυς ή μεσοτονικός, αμφιβραχικό ή μεσοτονικό μέτρο (άτονη - τονισμένη - άτονη συλλαβή). Οι ονομασίες αυτές συμπίπτουν συμβατικά με τις αντίστοιχες αρχαιοελληνικές, όχι όμως και λειτουργικά, αφού τα αρχαία μέτρα ήσαν προσωδιακά ενώ τα νέα είναι τονικά. Η εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών δεν εξελίσσεται πάντα σύμφωνα με τα παραπάνω μετρικά σχήματα. Πολλές φορές συμβαίνει να τονίζονται συλλαβές που κανονικά θα έπρεπε να είναι άτονες. Το φαινόμενο αυτό καλείται “παρατονισμός”.
Οι νεοελληνικοί στίχοι διακρίνονται στις παραπάνω πέντε μετρικές κατηγορίες ανάλογα με το ρυθμό τους, σε δεκαπεντασύλλαβους, ενδεκασύλλαβους, δεκασύλλαβους, επτασύλλαβους και πεντασύλλαβους ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών τους και σε οξύτονους, παροξύτονους και προπαροξύτονους ανάλογα με τη θέση του τόνου στην καταληκτική τους λέξη. Κριτήριο διακρίσεως συνιστά επίσης και η κατανομή των τόνων στο σύνολο των συλλαβών του στίχου. Για τους λόγους αυτούς υποστηρίζεται ότι το νεοελληνικό μετρικό σύστημα είναι “συλλαβοτονικό”. Ας σημειωθεί τέλος ότι οι όροι “συλλαβή” και “τόνος” δεν συμπίπτουν πάντα με τους αντίστοιχους της γραμματικής. Ως εκ τούτου θεωρείται προτιμότερη η χρήση των όρων “μετρική συλλαβή” ή “θέση” και “μετρικός τόνος”.
Στη νεοελληνική μετρική απαντώνται δύο συστήματα μέτρησης των στίχων. Το ένα βασίζεται στους παροξύτονους στίχους, δεν υπολογίζει την καταληκτική συλλαβή της προπαροξύτονης μορφής και αναπληρώνει την οξύτονη συλλαβή που λείπει. Το σύστημα αυτό προσιδιάζει στη λογία ποίηση, μεγάλο μέρος της οποίας αντιγράφει ιταλικά μέτρα. Το άλλο σύστημα βασίζεται στη σταθερή εναλλαγή ισοσύλλαβων στίχων εκ οποίων ο ένας είναι οξύτονος και ο άλλος προπαροξύτονος. Το σύστημα αυτό προσιδιάζει στη δημοτική ποίηση κυρίως, απαντάται όμως και στη λογία.
* Aναδημοσίευση από το περιοδικό Μεταθέσεις (www.meta.gr) με τη συναίνεση του Κώστα Σοφιανού
Και επειδή η Ποίηση δεν τελειώνει ποτέ, δοθείσης ευκαιρίας θα επανέλθουμε.
Nikos Stylianoy