ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ
Όταν άνοιξε η βαριά μπρούτζινη πόρτα,
η χωρίς πετούγιες, κλειδαριές
κι’ αυτό το παντοτινό χέρι,
με το σκληρό σιδερένιο γάντι, ως τον αγκώνα,
ν’ αρπάζει, σωριάζοντας τον καθένα,
στον σωρό των αμίλητων, των άκαμπτων σχημάτων,
με το παγωμένο πέτρινο χαμόγελο,
ειρωνικό κι’ επώδυνα σαρκαστικό,
και κάτω εκεί στο τέλος,
πριν γκρεμιστούν στα στεφάνια των βράχων,
κάτι φαίνεται πως αντίκρισαν το ωραίο
και χαμογέλασαν για να το συναντήσουν,
άγνωστο ακόμα, μα νοερά γνώριμο.
Και η πόρτα έκλεισε.. ανοίγοντας διάπλατα.
σηκώνοντας σύννεφο σκόνης
που κάλυψε το μισοκαμμένο χαρτί του καβαλάρη,
με λίγες λέξεις, απομεινάρια, ασύνδετες,
μα αδελφές αλήθειες που παρέμεναν υπαρκτές.
Και το άλογο που πριν ασέλωτο, πνιγμένο στον βάλτο,
τώρα επιβλητικό.
Διαμάντια μπλε και πορφυρά στ΄ άσπρα τα χαλινάρια,
πεταλωμένο όνυχα, με χαίτη κρύσταλλα γιαλού,
βότσαλα από αχάτη.
Αμέθυστο σε φούξια τα δυο μεγάλα μάτια,
να περιμένει ήρεμο, πανώριο και μεγάλο.
Πατούσε σε πλακόστρωτο στρωμένο με λιβάνι,
πλάκες που ευωδιάζουνε, αχνίζοντας σκορπάνε,
μεθυστικό το άρωμα, ευωδιαστό το κάλος.
Και σαν ποτάμι δεξιά, νερά του που μαζεύει,
νάτος ! Ψηλός, χιτώνας του μ’ έναν σταυρό στο στήθος.
Πηδά στην σέλα, κίνημα το πρώτο του ξεκίνημα,
αρχή πια χωρίς τέλος.
Και οι άλλοι οι αμίλητοι,
όρθιοι όλοι γελαστοί, μυροβολούν πλυμένοι,
ίδιο χιτώνα τους λευκό, να χαιρετούν τραγούδι,
θυμίαμα και μουσική, καπνίζοντας τα όρη.
Αρχή του τέλους και αρχή, αρχή ατέλειωτης σειράς,
ξεκίνημα γενναίο.
Ακολουθώ σε το λοιπόν.
Ματιάς σου βλέμμα απαντώ,
εσύ μπροστά, ακολουθώ,
μολύβι εγώ κρατάω.
Κι’ ο καλπασμός ξεκίνησε, κι’ ανοίξανε τα χρώματα,
τα σκαλοπάτια τα φαρδιά, μάρμαρα άσπρα και πλατιά,
άρχισα ν’ ανεβαίνω.
Και σαν το άλογο πατά πλακόστρωτο, πλήκτρα λευκά,
όργανο να ακούγεται και πιάνο γαλαξία,
ξεχωριστή η μουσική και Θεία πανδαισία.
Ψηλά, ρυάκια νάρχονται, και ‘ μείς να προσπερνάμε.
Χάντρες πολλές !
Πρώτα μικρές που όλο μεγαλώνουν.
Αστέρια στο προσκύνημα που μας ακολουθάνε.
Κι’ η μουσική παντού κι’ εδώ, φτερά της απλωμένη.
Σμάλτο λευκό που κάηκε, ντύνοντας δισκοπότηρο.
Δάκρυ της πέτρας της σκληρής,
που έσταξε και έντυσε ρουμπίνια και διαμάντια.
Ζυγώναμε και βλέπαμε, σμήνος τα περιστέρια
και κιβωτό περίεργη, φωτιά της που κρατούσε,
φεγγίζοντας σφαίρες πολλές, μεγάλες σαν τον ήλιο.
Σαν ένα φως ξεπήδησε και άρχισε να τρέχει.
Και τότε ξεχωρίσαμε αστέρι από διαμάντια.
Στροβίλιζε και έλαμπε, χρυσό αντανακλούσε.
Έπινε τα σκοτάδια νου και φως φεγγοβολούσε.
Και όσο το ζυγώναμε,
χαράς χορδές εκούρδιζαν της ηδονής ρυάκια.
Μετάξι άσπρο-πάλλευκο, απλώνονταν στα πόδια.
Θυμίαμα στο διάβα του.
Σμύρνα, λιβάνι και χρυσό, ράντιζε με το φως του,
ζεστό, άσπρο, πανώριο, γλυκό κηρήθρας μέλι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Κι’ οι τρεις τους το εκοίταξαν, σηκώνοντας τα χέρια.
Του είπαν πως κατάλαβαν και δρόμο τους συνέχισαν,
καμήλες με τα δώρα τους, να πάνε προσκυνήσουν.
Και μπήκαμε γαλήνη νου,
ανθόνερου λιμάνι,
χρυσά αχυρένια σύννεφα, στεφάνια κι’ εξαπτέρυγα,
ζεστά τα μέσα του βουνού
και πέταλα από κρίνους.
Όπου μια μάνα όμορφη, μεγάλη και πελώρια.
Αλάβαστρο θεμέλια, κολώνες γης τα πόδια Της,
χρυσά καντήλια και κεριά, στοργή τα δυο Της μάτια.
Προσκύνημα στην κορυφή του κόσμου η αγκαλιά Της.
Και τότε ήταν τα’ άλογο, σηκώθηκε στα πόδια.
Έκατσε πίσω το μετά, λύγισε και προσκύνησε, σκύβοντας το κεφάλι.
Κι’ αμέσως ένιωσα ένα φως κι’ ανέβαινα μαζί του..
Ξεχώρισα τα’ απέραντο,
έσμιξα την γαλήνη,
θυμήθηκα τα χρώματα Ερωδιών τα σμήνη.
Χά’ι’δεψα το ασύνορο, έσκυψα και σε φίλησα.
Αγάπη, άβατη στοά,
τόσο γλυκά σου μίλησα.
Κράτησα τον αυγερινό και ζύγισα την πούλια.
Έψαλα και τραγούδησα ονόματα των ήλιων.
Βοής το ρίγος άγγιξα, στο στήθος στην καρδιά μου,
που ένιωθα να κολυμπά, στ’ απέραντο της άμμου.
Γλυκό φιλί το κράταγα, βάζο γεμάτο μέλι.
Να συγχωρώ, ν’ απλώνομαι, στεφάνια να χαρίζω.
Ξυπόλυτους και πένητες το βάζο να γεμίζω,
να γλυκαθούνε όλοι τους, να πιούν ελεημοσύνη,
ν’ ανοίξουν βλέφαρα καρδιάς, ψυχής τους τα ποτήρια,
ελεύθεροι χρυσαετοί να μας ακολουθήσουν.
Και πάλι ξεκινήσαμε, πολλοί ν’ ακολουθάνε.
Άσπρα τα φύλλα της χαράς,
κρύσταλλα πολυέλαιοι και κούπες που τσουγκρίζανε,
μοσχάτο κόκκινο κρασί, υγρά γλυκά τα χείλη.
Παλμοί αστέρων φωτεινών, χρώματα να σκορπάνε.
Φτερά αλόγου καλπασμός, μπροστά ο καβαλάρης.
Εγώ και όλοι πίσω του, να τον ακολουθάμε.
Και όσο ανεβαίναμε κι’ αγγίζαμε τα χρώματα,
τόσο πολλά μεθυστικά απλώνονταν αρώματα.
Και κάθε μια παρέκκλιση, κοντά αστεριού πορεία,
τα’ αγκάθια π’ απομείνανε πετάμε λατομεία.
Αγκάθια που τα ζήσαμε, μαζί τους ξημερώσαμε,
πονέσαμε, μαλώσαμε, μαζί τους μεγαλώσαμε.
Μάτια κλειστά του κουταβιού, καρδιές μας δεν γνωρίζανε,
άχραντα, πράσινα γιαλού, ολόβοσκα λιβάδια.
Χωρίς τριγμούς και ίντριγκες,
ζήλειας, οργής, εγω’ι’σμού, χαράδρας κατηφόρες,
μα σύνορα – ασύνορα και σύννεφα λευκά παντού,
που να κρατούν τις μπόρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Τότε στο ξέφωτο βουνών,
του αστεριού το γύρισμα,
δρόμου το χώμα κόκκινο, ελάφια που κρατάνε,
εκεί που κατεβαίνουμε και χώμα ακουμπάμε,
είναι παιδιά που παίζουνε, γιρλάντες τ’ όνειρά τους,
πόδια τους που σκονίζουνε, πλάθουν με την καρδιά τους.
Κι’ ανάμεσά τους Μήνυμα !
Αλάβαστρο ποτήρι Νου,
χρυσό, ζεστό και φωτεινό, ψηλό το Κηροπήγιο.
Άρωμα βάτου και βουνού, χαμόμηλου τραγούδι,
πέταλο άσπρο γιασεμί, τριαντάφυλλου ο μίσχος,
κεράσι κόκκινο βαθύ, μονόραφο χιτώνα,
που αγκαλιά στα δυνατά , κρατάει τον αιώνα.
Στο άλλο χέρι ένα σταμνί, γεμάτο με αγάπη,
παιχνίδι Του το κοίταγμα στου αστεριού την άκρη.
Εκεί που τρέχει ο ποταμός, γαλάζιος και αστείρευτος
κι’ έχει στην μέση εκκλησιά και την φωνή καμπάνας.
Εκεί πολλοί να πίνουνε, λευκά τους να γιορτάζουν.
Νερό γλυκό να βρέχονται, δεσμά τους να τα σπάζουν.
Κοιτώ μπροστά μου για να δω.
Άλογο μόνο του, πεζό, να σκύβει στο χορτάρι,
κι’ ο άγγελος γονατιστός, στο χέρι κηροπήγιο,
άρωμα βάτου και βουνού, τριαντάφυλλου ο μίσχος,
στα χείλη κόκκινο βαθύ κεράσι να φιλάει.
Κι’ όλα στροφή να παίρνουνε. Όλα τους να γυρίζουν.
Φωνές, παιδιά να τρέχουνε και να πανηγυρίζουν.
Σκιές ν’ απομακρύνονται. Και όλα πια διάφανα, έως αρχής τον Λόγο.
Και τα’ άλογο να ξεκινά τον καλπασμό και πάλι.
Πεταλωμένο όνυχα να σχίζει τα’ ακρογιάλι.
Γιαλό-γιαλό πηγαίνουμε, βήμα μας που βουλιάζει,
βρεμένη άμμο και ζεστή με μπερδεμένα φύκια.
Ώσπου, σπαρμένη ασπαρτιά, απλωμένη, ξεραμένη,
γλυκόριζα με καλαμιές, σκέπη με φοίνικα πλατιά,
τραπέζι ξύλο πλάτανου και τάβλες να σκεπάζει.
Πρόσωπα μάτια, όλο μπλε, σαν μέδουσας το άπλωμα.
Χέρια αργά, προσεχτικά, τα δίχτυα να δουλεύουν.
Καρδιές μεγάλες και φαρδιές, γεμάτες δισκοπότηρα.
Λόγος απλός στο κέντημα, ζωής αναπνοή.
Πέλαγος πράσινο στο μπλε, χωρίς διακοπή.
Αγνός ανθός βερικοκιάς και κα΄ι’σιάς το φύλο,
κυπαρισσιού κορφή βλαστή που τρυφερή και πράσινη,
κοιτά ψηλά. Και χαμηλά, στην ρίζα μυρμηγκοφωλιά,
δροσιά του προστατεύει.
Βλέμμα γλυκό, αμίλητο, τον ήλιο να δοξάζει,
ν’απλώνεται σε χά’ι’δεμα, όλα τ’ αγριολούλουδα.
Μα και τα ψάρια που πηδούν, σαν να ζητούν να φιληθούν,
επάνω από το κύμα.
Συγκίνηση αμίλητη, νιώθω με κυριεύει.
Πόσο βαριά κι’ ανίκητα τ’ άρματα κουβαλάει,
αγάπη αιώνιας πνοής το μυστικό κρατάει.
Πόσο αγνές κι’ αθέριστες παρθένες πεδιάδες,
που σαν το πύρωμα Θεού και εντολής διάσταση,
κανείς πλανήτης, ουρανός, γης τέφρας, λάβας βρυχηθμός,
κλειδί να πάρει, δεν μπορεί σηκώσει την Ανάσταση.
Και πανσπερμία ηδονής και ηδονής κορύφωση,
συνόρων άκρατης στιγμής, αιώνες κυβερνάει.
Και έτσι όπως τους κοιτώ, όλοι με άπνοια γιαλού,
μάτια λίμνης ατάραχης, που μέσα γαλανά νερά βαθιά τα σωθικά της,
πνίγει βροντές και αστραπές, πυρήνες του ατόμου.
Γυρνώντας βλέμμα μακριά, εκεί ψηλά-τόσο κοντά στου λόφου ανηφόρι,
λευκό το φως της αστραπής, που ήλιο σκοτεινιάζει.
Άπλωμα θάλασσας πλατιάς κι’ ωκεανών τα βάθη.
Αλάβαστρο θεμέλια. Κολώνες γης τα πόδια Του.
Χρυσά καντήλια και κεριά, στοργή τα δυο του μάτια.
Και τότε ήταν τα’ άλογο αγγέλου καβαλάρη,
σηκώθηκε στα πόδια του, έκατσε πίσω το μετά,
λύγισε και προσκύνησε, σκύβοντας το κεφάλι.
Κι’ αμέσως ένιωσα ένα φως, κι’ ανέβαινα μαζί του.
Λόγος, πιθάρια πήλινα απόσταγμα αμπέλια.
Πνοή και άρωμ' άνοιξης, αμυγδαλιάς το στόλισμα,
φύλλα χρυσά δαφνόφυλλα, λουλούδια από αγιόκλημα.
Βάτοι, πουρνάρια, κουμαριές, όλα αγκαλιασμένα.
Πλάτανοι, ελιές και καρυδιές, να πλέκουν τα κλωνάρια
και φύλλα που χτυπούσανε καρδιές να καταπίνουν.
Και όλο πλησιάζαμε, ως ότου εκεί στα πόδια Του,
λιμάνι υπήνεμο πλατύ, χαμόγελο σταφύλι,
λευκά πανέμορφα πουλιά, πετούν στα δυο Του χείλη.
Και οι ραγάδες νάρχονται στα ίσια και να κλείνουν.
Γυαλί σπασμένο να κολλά, κανάτες σκορπισμένες,
τότε που κατρακύλησαν και έμειναν σπασμένες.
Τώρα κομμάτια να κολλούν, χείλη ρουφούν το χρώμα,
γεμίζουν άσπρο αγιασμό κι’ ευχαριστούν το χώμα.
Πεύκα κορμιά που κάηκαν, αρρώστιας τους το δάγκωμα,
μάτια τυφλά, ανόμοια, και φύσης τους παράνοια,
τώρα να γιαίνουν, να κοιτούν τον οφθαλμό βελόνας.
Όλα της γης ερείπια που σάρωσε τυφώνας,
τώρα να βρίσκονται χαρά μέθυση και τραγούδι.
Δόξα Συ, όλοι τους κραυγή. Στου λόφου εκεί την κορυφή,
χρυσό ζεστό και φωτεινό, ψηλό το Κηροπήγιο.
Άρωμα βάτου και βουνού, φασκόμηλου τραγούδι.
Πέταλο άσπρο γιασεμί, τριαντάφυλλου ο μίσχος.
Κεράσι κόκκινο βαθύ, μονόραφο χιτώνα,
που στιβαρά στα χέρια Του κρατάει τον αιώνα.
Μπροστά Του τριαντάφυλλα, μπουμπούκια που ανοίγουν,
πέταλα άσπρα-κόκκινα, χρώματα αστερία.
Φοινίκων κλώνοι απλώνονται, φυσώντας μες τον άνεμο.
Κλωνάρια, φύλλα χουρμαδιάς, στεφάνια ανεμίζουν.
Φωνές τζιτζίκια που λαλούν, κοτσύφια τραγουδάνε.
Κούμαρα και βατόμουρα, χυμό τους που σκορπάνε.
Μέλισσες που ακολουθούν και που ραντίζουν γύρη.
Σπουργίτια, γυμνολέλεκες, όλοι στο πανηγύρι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Κι΄ ο καβαλάρης κόκκινος, από ντροπή στα μάγουλα.
Γα’ι’δούρι ασαμάρωτο, δίπλα του να κοιτάει,
που όλα τα βασίλεια και θησαυρούς κρατάει.
κι’ εγώ κι’ οι άλλοι εκεί κοντά, γαλάζια να σκορπίζουμε,
πέτρες που κάποτε στην γη, άγριες και καμμένες,
κολώνες να σηκώνουμε, με λάσπη από αιώνες.
αιώνες που περάσανε και φύλλα ξεραμένα,
να στρώνουμε για να περνά και να πατά η Αλήθεια.
Ψίθυροι, λόγια και φωνές, κραυγές τους η κατάληξη.
Όλοι φωνάζουν ωσανά, βαθιά τους την κατάνυξη.
Κι’ είναι πολλοί που μας κοιτούν κι’ αφήνουν τα δεμάτια τους,
έρχονται και επιζητούν, μαζί μας περπατήσουν.
Το θέλουν, το αισθάνονται, οι γενεές θα ζήσουν.
Και πάλι ξεκινήσαμε, πολλοί ν’ ακολουθάνε.
άσπρα τα πέταλα χαράς, κρύσταλλα πολυέλαιοι
και κούπες που τσουγκρίζουνε, μοσχάτο κόκκινο κρασί,
υγρά, γλυκά τα χείλη.
Φως οδηγός,
και πίσω Του, εμείς απλοί Του φίλοι.
Φτερά αλόγου καλπασμός, μπροστά ο καβαλάρης.
Κι’ όλοι το πίσω που κρατούν, μακρύ το πέπλο τ’ άραφο,
μετάξι γαλαξία. Αισθήσεων παράδεισο, χρυσή υπεραξία.
Ως ότου και μας σταματά, δυο νέων η συνένωση,
που και αυτοί να προσκυνούν, αγάπη τους την ένωση.
Και η αλήθεια δέχεται μαζί τους να καθίσει.
Κι’ αν και πολλών – τόσο πολλών, λάθος ο υπολογισμός,
κανάτες άδειες το κρασί, το θαύμα τους χαρίσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Κατόπιν όλα άλλαξαν. Φως πούλαμψε πολύ και στάθηκε ακίνητο,
μεγάλωνε και πύρωνε χωρίς ηλιοβασίλεμα.
Βουνά που φώναζαν βροχή, ξεπλύνει τον ιδρώτα.
Στρείδια βυθό ωκεανού, π’ ανοίξανε το κέλυφος προσφέρουν μαργαρίτη.
Θύελλες κοντοστάθηκαν κι’ έμειναν τρομαγμένες.
Μανάδες χέρια τους ψηλά, τα βρέφη να κρατάνε.
Θεριά λιοντάρια λούφαξαν, στων θάμνων τα φυλλώματα.
Σάλπιγγες τείχη Ιεριχούς, έμειναν υψωμένες.
Λάβαρα, οπλές και ιαχές, φραγκόσυκα πατήσαν.
Κι’ όλα τα πανωσύννεφα να τρέχουν τρομαγμένα.
Τότε τα μάτια Του άνοιξε, πύλες αστερισμών,
καμπάνες διπλοκούδουνες, φωνή και ιαχώς.
Μυώνες, πλάτη απέραντα και φλέβες από σάπφειρο, δεμένες με ατσάλι.
Βροντή που δεν ακούστηκε, μα όλοι τους φοβήθηκαν.
Τείνοντας χέρι Του τροχιά, στου λόφου το σημείο.
Λάζαρος, λείψανο, νεκρός, σκουλήκια φορτωμένος.
Γάζες και σαβανόπανα να πέφτουνε στο χώμα.
Και τότε, ορθός να στέκεται, την ομορφιά να παίρνει,
μάτια ζεστά, υγρά, θολά, ευγνωμοσύνη να κρατά μπρούτζινο αμφορέα,
στα γόνατα να προσκυνά, ζωής του Τον φορέα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Και ξάφνου, όλοι το μπροστά, όπου ο καβαλάρης.
Όλοι σαν να’ ναι μέσα μου κι’ εγώ να είμαι όλοι.
Ν’ απλώνομαι τετράγωνο και να γυρνώ σε κύκλο.
Μάτια πολλά για να κοιτώ, καρδιές για να ζυγίζω.
Και γενεές των γενεών, μαζί τους να βαδίζω.
Και βρίσκομαι όρος φαρδύ, ψηλό του κόκορα λειρί
και ράμφος κουκουβάγιας. Βράχοι που σχήμα άλλαξαν,
πάλεψαν κι’ έπεσαν χαμαί, γύρω ταπεινωμένοι.
Δέντρα, κορμοί το πλάτος τους, τρείς αγκαλιές το πάχος τους,
με τα κλαριά σε φούντωση, που σκέπαζε το σύμπαν,
να γέρνουν για ν’ ακούσουνε, να δουν να καταλάβουν.
Ελιές που τα κλωνάρια τους τσαμπιά να σχηματίζουν.
Φύλλα αιχμές, αλφάβητα και γράμματα σκαλίζουν.
Κείμενα να απλώνουνε, γραφές να αραδιάζουν,
προφήτες μα και στιχουργούς, όλους να τους πειράζουν.
Κι’ ο γκιώνης, πρώτος ξάδερφος με κουκουβάγια ταίρι,
προσήλωση στα μάτια τους, να ερευνούν την γνώση.
Όπως και όλα τα πτηνά και όλα τα σκαθάρια.
Φύλλα ξερά ορθώνονται, το χώμα παίρνει θέση,
σαν δώδεκα το γύρω τους, Αλήθεια νάν’ στην μέση.
Λευκό χιτώνα άραφο, απλή απέραντη πλαγιά,
σύννεφα, χιόνι, ουρανό, σίδερο και χρυσάφι,
ατσάλι, χρυσοπότηρα, ρυάκια και ποτάμια,
να σμίγουν λίμνες άπατες, λειβάδια ν’ ανεβαίνουν
και κορυφές απρόσιτες, άγγελοι να τις ραίνουν.
Και σμήνος φλόγας κυανής, άκαυτης πορσελάνης,
σμαράγδια και αμέθυστοι διαμαντορουμπινάτοι.
Όλα να κλείνει βλέμμα Του, σκληρού, γλυκού αχάτη.
Αυτό λοιπόν περίμεναν, σαν όλοι να το ξέρουν.
Κι’ εγώ το πιο κοντά κοιτώ, ρίγος να με κατέχει.
Λόγια που δεν ακούγονται, που σπέρνουν το σιτάρι.
Κινήσεις ήρεμες, μετρούν σελίδες και παπύρους.
Προφήτες γύρω στέκονται, κοιτούν συλλογισμένοι.
Πλήρωμα χρόνων έφτασε, κερκίδες να γεμίζουν.
Λάβαρα αγγέλων αρνητών, καρφώνονται στο τώρα.
Κι’ ο ήλιος πύρινος, καυτός, που γνώση όλη ξέρει,
στιγμή την μπόρα σκέφτεται και πως την αποφύγει.
μα γρήγορα συνέρχεται, απέναντί του φίδι !
Και η στιγμή, που έμειναν όλοι οι γαλαξίες, ακίνητοι και στάσιμοι,
κοιτούν ίδιο σημείο.
Χέρια πλεγμένα-ίδρωμα. Μάτια, κομήτες πύρινοι ορίζοντες να σχίζουνε,
στου σύμπαντος τα πλάτη. Κι’ όλο ψηλά θε να κοιτούν,
απανωπάτωμα Θεού, την πόρτα να χτυπήσουν.
Δάκρυ, παλμό και προσευχή, στα πόδια Του ν’ αφήσουν.
Τριγμοί από τσέλα όργανα, βιολιά ξεκουρδισμένα.
Δίφθογγοι και φωνήεντα, κρασί που ‘γινε ξύδι.
Λάδι την μούργα κράτησε. Ξίνισε γάλα άρμεγμα, προβάτων ησυχία.
Χαμόγελο που έλαμπε.. Σκληρή, πικρή, του δώσανε την ετυμηγορία.
Ξύλο, βαρύ το φόρτωμα, βουνό Του ‘δείξαν ν’ ανεβεί, μαζί με τα θηρία.
Πλανήτες, νεφελώματα, αστερισμοί και βράχοι,
ντράπηκαν, πισωπάτησαν, απόρησαν και δάκρυσαν.
Φιλί ! Δοχείο κώνειο, χρυσόμελι φαρμάκι,
προδότη δηλητήριο. Φίλου φαρέτρας βέλος,
την ιστορία κάρφωσε, της ύπαρξης το τέλος.
Κι’ ο άγγελος ο αρνητής, πάλαι ποτέ προσκυνητής
και τώρα κροταλίας, μειδίαμα, θυμίαμα, στης πλάνης του το ίδρυμα,
κάστρο της νυχτερίδας. Κέντρο σπουδών παράνοιας και μαύρης αλχημείας,
έκλεισε επιδειχτικά, με πάταγο και σκόνη,
χοντρό βιβλίο, άραφο, δείχνοντας προς την Ρώμη.
Νάτος. Πιλάτος.. άβατος, ξινός-γλυκός, σαν πόρνη.
Πετσέτα φαίνεται μικρή, ανάγκη του σεντόνι..
Λεκάνες δέκα τη σειρά όπως τα δάχτυλά του,
για να ξεπλύνει αίμα Του, μαδώντας τα φτερά του.
Αυτά που αν τα κράταγε, θα πέταγε στ’ αστέρια,
χωρίς πατρίδας άγνωρης καμένης, την μιζέρια.
Κυκλοθυμίας έρμαιο, σοφίας τον υπόνομο.
σκαντζόχοιρου χαμόγελο, κεφάλαιο αυτόνομο.
Και γενεές των γενεών και γενεαί πάσαι,
ρωτούν και πρόβλημα-σπουδή, αν μάτια είχε σώμα του
και ίδρωσε ο νους του.
Εγώ που ήμουν μάρτυρας αυτόπτης και το είδα,
ναι.. πράγματι και ίδρωσε και μπέρδευε τους λόγους.
Φτηνή ουσία, λιγοστή κι’ άρρωστη φαίνεται, φτωχή,
μάνας του η συνουσία..
Αυτή η κατάρα που κρατά, γενιές να υποφέρουν.
Τόλμη, αξιοπρέπεια και γνώμης να ‘ναι θάρρος,
όχι πιλατοκόκορες κι’ ανεύθυνες πετούγιες,
που πόρτες ούτε ανοιχτές, ούτε κλειστές κρατάνε.
Λεκάνες σαπουνόνερα, στις γενεές πετάνε.
Γλώσσα διττή και δίχαλη, όπως φιδιού το γλείψιμο.
Μια ναι.. και όχι το μετά, η άλλη να φωνάζει.
όπως αυτός ο κόκορας, που μάθημα του έδωσε
και λάλησε και δυο και τρείς, τότε εσύ που ‘χες κρυφτεί,
αντί για αυταπάρνηση, εδιάλεξες την άρνηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Και γενεές των γενεών και γενεαί πάσαι,
αυτές που όλες έρχονται και πέρασαν και θα ‘ρθουν,
ρωτούν να μάθουν και ρωτούν, διψούν για τα στοιχεία.
Να είναι ήσυχες λοιπόν, ή πρέπει καταριούνται ;
Γιατί οι ίδιες ήτανε που τότε παρασύρθηκαν,
στου αρνητή του άγγελου ανέβηκαν ικρίωμα,
διττή σε γλώσσα πίστεψαν, αφόρισαν και δίκασαν,
χωρίς σπουδή, μα άγνοια, αυγά φιδιού εφύλαξαν.
Ήταν απόλυτα βαθύ εκείνο το σκοτάδι.
Λίγα πολύ μα μακρινά, αστέρια που λαμπύριζαν.
Χοντρός, πνιχτός, τραχύς, καυτός, άνεμος έξυνε πληγές και βίαια περνούσε.
Το λατομείο της ζωής, ήδη αιμορραγούσε..
Όλα τα βάζα άδειασαν. Μουχλιάσανε τα δάση.
Καλύβες αγκαλιάστηκαν και τρέμανε στην βάση.
Σκορπιοί πηδούσαν στην φωτιά. Βουνά ψηλά ματώσαν.
Πλάτες τον ήλιο σύνορο, σκυφτές την γη που δούλευαν,
τώρα στου κνούτου την κραυγή, αίμα να αναβλύζουν.
Σπαρτιάτες υπερασπιστές, Καιάδα να πηδάνε.
Των λουλουδιών οι μάνες τους, μοιρολογούν και πάνε.
Η γη που πανωσέντονο, χλόη της και γρασίδι,
άλλαξε δάκρυ και ντροπή, σε κόκκινο χιτώνα.
Αίμα να στάξει μην φανεί, στοιχείο μην αφήσει.
Κατακραυγή και μάρτυρα, στον άνεμο ‘ξορίσει.
Και στις γωνιές του σύμπαντος, ασύνηθες φαινόμενο.
Πυγολαμπίδες πράσινες, να σχηματίζουν ήλιο
και από μέσα να πηδά λευκό το περιστέρι.
Αστροπελέκια στα φτερά, στα μάτια την αλήθεια,
γαλάζιο φωτοστέφανο, κλαρί ελιάς στα νύχια,
φωτίζει απ’ άκρου το βαθύ, απόλυτο σκοτάδι,
σχίζει και νόημα πετά, στην ταραχή του Άδη.
Έρχετ’ εκεί στο σύννεφο, πάνω απ’ το στεφάνι,
αγκάθια που πληγώσανε, πονέσανε, ματώσανε,
τις γενεές που σκύβουνε αβάσταχτες τον πόνο.
Και γλώσσα δίχαλη, πικρή,
που κρύβονταν μέσα βαθιά, σε πυραμίδας κώνο.
Ψιθυριστές οι σιωπές.
Βράχια π’ αχνίζαν ύποπτα, κρατώντας λάβας μυστικό.
Στοιχειά που έτρεχαν κρυφτούν, μες τις σκιές του δάσους.
Τα ερπετά να σπρώχνονται, στις άδειες τρύπες θράσους.
Κι’ οι γενεές ακίνητες, για την στιγμή που έφτασε.
Αναπνοές δισύλλαβες με βία που κρατιόνται,
βλέμμα ακίνητο, στεγνό, στο σταυρωτό το ξύλο,
που μάτωμα τριαντάφυλλου, να μένει το αγκάθι.
Κι’ ο μίσχος κρίνου βρώμικος, σκυφτός και μαραμένος.
Εικόνα γης ανίκανης στερεωθεί στο στέρνο.
Κι’ εγώ, με όλους μέσα μου κι’ όλοι μαζί μου να ‘ ναι,
ν’ απλώνομαι τετράγωνο και να γυρνώ σε κύκλο.
Συντετριμμένος να κρατώ ίδια πορεία κύκνο.
Κάθε σκαλί π’ ανέβαινα, κατέβαινα αιώνες.
Και κάθε χτύπος της καρδιάς, έσπαζε τις κολώνες.
Στάχτη σε κάθε πάτημα, ν’ αποκαλύπτει κόκκαλα, κρανία πεταμένα.
Νεκροί βογκούν, παρακαλούν, την ησυχία για να βρουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Και σαν το Κηροπήγιο χυνότανε στο ξύλο,
βέλη αγγέλου αρνητή, καρφιά να τα μορφώνει,
ιλίγγου ανοησίας του, ξεράνει ανεμώνη.
Μέγεθος πήλινης βροντής και πήλινου βατήρα,
να εγκλωβίσει την ζωή σε χάρτινο κρατήρα.
Γνωρίζοντας το λάθος του, ξέροντας αποτέλεσμα
και μόνο για να νοιάζεται, εντύπωση να δράξει,
τις γενεές να απορούν.. μυαλό του τόση.. χάση !
Από το χτύπημα βροντής, της έκπτωσης το κύλισμα,
οργής, κατάρας σκέλεθρο, σύμπαντος αποκύημα..
Κι’ ο χρόνος λιποψύχησε, μπερδεύοντας τα βήματα,
με δρασκελιές γύρω γυρνά, μην ξέρει που να κάτσει.
Καμπάνα που την κράταγε, την ώρα να χτυπήσει,
να πέφτει και να χάνεται, να σπάει τα κομμάτια της,
πριν να σε συναντήσει.
Παπαρουνόφυλλα μαζί με φυλομαργαρίτες,
να ξεκινούν για να κρυφτούν, πριν άνθος να σηκώσουν.
Μελαγχολίας ποταμός, σκάβει τις ρίζες να χωθεί,
με φύλλα για να σκεπαστεί.
Μάτια που ξύπναγαν πρωί, δεν βλέπουν ξημερώνει.
Νύχτα πάνω στα πέλαγα, να κάθεται βαριά,
μη θέλει για να σηκωθεί από καμιά μεριά.
Κι’ αυτά τα λίγα τα κεριά, στον ουρανό που καίνε,
να λιγοστεύουν φλόγα τους, κι’ όλα μαζί να κλαίνε.
Ήρθε η ώρα το λοιπόν και γενεές κοχλάζουν.
Συμπτώματα υστερικά και πυρετός που βράζουν.
Ξεκίνημα, περπάτημα, βήμα στο χείλος του γκρεμού,
στο χείλος του κρατήρα, χωρίς καμιά επιστροφή,
χωρίς αγκύρας βίρα.
Νερά πρασινοτέλματα και βαριαρρωστημένα,
να περιμένουν δήμονα στων κουνουπιών φωλιές τους,
πλάσματα κι’ αποβράσματα, όλες τις γενεές τους.
Κι’ εγώ και όλοι μέσα μου και μέσα σ’ όλους να ‘μαι.
Ν’ απλώνομαι τετράγωνο και να γυρνώ σε κύκλο,
ίδιο σημείο πάντοτε, εκεί που θα πατήσει, το σταυρωτό το ξύλο Του,
το μέλλον για να χτίσει.
Αίμα βροχής το στάξιμο, ξύλο ν’ αλλάζει χρώμα,
πορφύρα να απλώνεται στου ουρανού το δώμα.
Κυρηθρομελισσόπουλα να πέφτουνε στο χώμα.
Μόνο πικρό στενόφυλλο αμπέλι να φυτρώνει.
Κρασί που δεν το δέχεται να πέσει στο ποτήρι.
Γλυκάνισο, βατόμουρα, αχλάδια σάπια κι’ ερπετά,
στης γης το πατητήρι.
Κι’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή, χαμόγελου του Μίσχου,
φωτοβολίδας αστραπή, το άνοιγμα στα μάτια.
Ηλί – Ηλί Λαμά και συ, Σαβαχθανί σας όλοι.
Τώρα που φτάσατ’ ως εδώ, σας περιμένω να σας δω όλους στο Περιβόλι..
Γυμνοί θα είστε όλοι σας και με ψυχή ντυμένοι,
πιο τυχεροί θα είσαστε ‘σεις οι κατατρεγμένοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ – ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Γαρυφαλοαγιόκλημα και δυοσμομαντζουράνα,
άρωμα που στο άνεμο μοιράζει την νιρβάνα.
Κι’ ο αγιασμός τα ρούχα του, κρέμονται στην καμπάνα.
Πλυμένα άσπρα – καθαρά, βρέφος που ανασαίνει.
Του πουλαριού ξεπρόβαλμα στα πόδια να σταθεί.
Αυγού το κέλυφος που σπα, αντίκρυ στην ζωή.
Χνούδι μεταξοσκώληκα, κουκούλι που ανοίγει.
Λουλούδια αρμπαρόριζας, προσφέρουνε την γύρη.
Φλέβα νερού διπόταμου, που πέρασμα ανακάλυψε στην γη να ναβλύσει,
καλαμποσιταρόφυτα δροσιά να τα ποτίσει.
Κόκκοι που τρέχουν να χωθούν στο χώμα για να αναστηθούν.
Ξύλο που τα μπουμπούκια του ανοίγει φως του ήλιου.
Κοτσιφοσπινοπελαργοί και πέρδικες και φασιανοί,
υδρόβια, αμφίβια, αρκουδολιονταρόπουλα και λυκοαλεπούδες,
καβούρια, χελωνόπουλα και άσπρες πεταλούδες.
Όλα γεννούνται ξαφνικά… τα όστρακα ανοίγουν…
Τα δάση πράσινοι βλαστοί, τα κάνουν να γυαλίζουν.
Ήλιος που τις αχτίνες του, ν’ ανάβει τα καντήλια.
Ξανθά και ξέπλεκα μαλλιά, χωρίς φορούν μαντήλια.
Πλήθος καρδιές να κολυμπούν, ανθόνερου λιμάνι,
λίγο στο στόμα να γευτούν, μασήσουν μοσχολίβανο
και καταπιούν γεράνι.
Κι’ ο αγιασμός να καίγεται στης άρνησης τα χέρια,
που μόνη λύση να κοιτά τα δίκοπα μαχαίρια.
Έλεος να αποζητά, να καίει τα τεφτέρια.
Και να ζηλεύει ανείπωτα όλα της γης τα Ταίρια !
ΤΕΛΟΣ
Νίκος Στυλιανού