…Βλέπω το δυνατό φως να βγαίνει από τη λίμνη. Είναι απλώς απερίγραπτο! Νιώθω να με καλεί και έχω έντονη την επιθυμία να μπω μέσα , να κολυμπήσω στα γαλάζια , κρυστάλλινα νερά της. Προχωράω , μια δύναμη με απωθεί προς τα έξω, δε με δέχεται. Πέφτω στα γόνατα , εκεί που τελειώνει το τελευταίο άγγιγμα του νερού, και κλαίω , ανήκω εκεί , είναι ο τόπος προέλευσής μου , γιατί να μη μπω;, γιατί με αποδοκιμάζει και με διώχνει;. Μένω σκυμμένη με τα μακριά μαλλιά μου να αγγίζουν απαλά την υγρή επιφάνια , πονάω και σιγά ,σιγά χάνομαι και τότε…
Ξυπνάω, η ώρα είναι ακόμη τέσσερις , ένα ακόμη βράδυ που ξυπνάω το χάραμα χωρίς κανένα λόγο. Άλλο ένα βράδυ που βλέπω το ίδιο όνειρο, που νιώθω τον ίδιο πόνο χωρίς να ξέρω το γιατί. Μένω ξαπλωμένη με τα μάτια μου κλειστά ως ότου πάει έξι και να σηκωθώ για άλλη μία μέρα στην άχαρη ζωή μου. Είναι παράξενο , τους τελευταίους δύο μήνες βλέπω συνεχώς το όνειρο, δε βρίσκω κάποια εξήγηση, δε με αναστατώνει κάτι , δεν έχω άγχος για κάτι, απλά δεν κοιμάμαι!
Ήρθε η ώρα να αρχίσω την ’μέρα μου. Η λησμονιά που μου προκαλεί το όνειρο σβήνει καθώς φροντίζω τα παιδιά. Είναι τόσο όμορφα, τόσο αθώα, δε ξέρουν τι θα πει υποκρισία , απανθρωπιά , παρ’ όλο που την βίωσαν όταν τα εγκατέλειψαν οι ίδιοι οι γονείς - μα πως μπόρεσαν να το κάνουν;- αυτά ακόμη ονειρεύονται και δε παύουν να χαμογελούν και να τραγουδούν.
Πώς να ήμουν εγώ σαν παιδάκι; Κάτι τέτοιες στιγμές με πιάνει η νοσταλγία και απορία. Πόσο κακός άνθρωπος μπορεί να ήμουν που να μη με έψαξε κανένας , κανένας δε με αγάπησε έστω να με συμπάθησε λίγο, για να δηλώσει την εξαφάνισή μου. Έχουν περάσει δεκατέσσερις μήνες από τότε που με βρήκαν σχεδόν νεκρή στις όχθες του ποταμού. Ήμουν ντυμένη στα λευκά με ένα λιτό φόρεμα (ακόμα το έχω στο μπαούλο μου - είναι το μόνο στοιχείο της προηγούμενης ζωής μου και ας μη τη θυμάμαι) , αναίσθητη μπρούμυτα και στα χέρια μου κρατούσα δυο λευκούς κρίνους , η περιοχή όμως δεν έχει κρίνους , ούτε καν τους εισάγουνε, μπορείς να βρεις κρίνους χιλιόμετρα μακριά, οι κρίνοι… , πάλη παρασύρθηκα στη σκέψη τους! Τους φυλάω δίπλα στο λινό φόρεμα μου σαν να είναι από καθαρό χρυσάφι , για μένα έχουν τη μεγαλύτερη αξία που έχει αντικείμενο.
Δεν ξέρω αν πριν ήμουν υλίστρια και φιλάργυρη , αλλά τώρα δίπλα σε αυτά τα πλασματάκια , παιδιά ορφανά, παιδιά άρρωστα , παιδιά με σοβαρές απώλειες , έχω μάθει πως τα συναισθήματα έχουν τη μεγαλύτερη αξία όλων. Αχ! Πόσο τα ζηλεύω, τα βλέπω να παίζουν και να χαίρονται , αλλά εγώ νιώθω άδεια , άδεια από συναισθήματα (μπορεί πριν να ήμουν αδίστακτη και να έχασα την καρδιά μου , για αυτό και να μη με έψαξε κανείς) αλλά όταν αυτοί οι άγνωστοι μου πρόσφεραν θαλπωρή , μου έμαθαν να θέλω , να έχω την ανάγκη να προσφέρω και ας μην έχω ίχνος συναισθημάτων.
Ξύπνησα στο ιατρείο του μοναστηρίου (το μόνο σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων) , οι μοναχές με φρόντισαν και όταν διαπίστωσαν όταν δε θυμάμαι το όνομα και τη ζωή μου με καθησύχασαν ότι σύντομα θα θυμηθώ , σύντομα κάποιος θα με αναζητήσει. Έχει περάσει τόσος καιρός και δε συνέβη κανένα από τα δύο. Με φωνάζουν Fiord (fiordaliso στα ιταλικά , στη γλώσσα της παπικής εκκλησίας σημαίνει κρίνος). Κάποιες μοναχές όσο περνούσε ο καιρός και ανάρρωνα ήθελαν να με διώξουν, κάποιες από αυτές από το βράδυ του ερχομού μου είχαν περίεργα όνειρα που υποστήριζαν πως ήταν οράματα από την Παρθένο Μαρία. Έβλεπαν ένα φτερωτό φίδι να τις επισκέπτεται και να τους μιλάει, τις ρώταγε αν είδαν την μικρή αφεντικίνα του, αυτή που πάντα το φρόντιζε , αυτή που θυσίασε το πιο σπουδαίο πράγμα για αυτήν, την Ψυχή της , χωρίς να σκεφτεί τι θα απογίνει αυτό. Όταν αυτές ουρλιάζανε ή προσπαθούσαν σαν υστερικές (αυτή είναι δική μου υπόθεση, τώρα που τις γνώρισα , σίγουρα έτσι έκαναν) να το εξορκίσουν, αυτό έφευγε , χανόταν στις σκιές, κολυμπούσε αντίθετα στον καταρράκτη και εξαφανιζόταν μέχρι το επόμενο βράδυ. Ήθελαν να με κάψουν σαν σε μάγισσα, υποστήριζαν στην αγνή ηγουμένη ότι είμαι αυγό, γέννημα φιδιού και ότι τα όνειρα είναι προειδοποιήσεις γιατί μετά από κάθε επίσκεψη του φιδιού ένιωθαν έντονα την παρουσία του θανάτου γύρω τους, άλλωστε γιατί δε με έψαξε κανείς , γιατί δεν απάντησε κανείς στις ανακοινώσεις τους, ξένη ήμουν , σίγουρα από την Βόρεια Ευρώπη , η λευκή επιδερμίδα , τα καστανόξανθα μαλλιά… οι Μεξικάνες δεν είναι έτσι και αυτή απλά χαμογελούσε και με ένα μοναδικό τρόπο τις ηρεμούσε.
Ακόμη και τώρα νιώθω να με κοιτούν περίεργα, σαν να συνεχίζουν αραιά και που τα οράματά τους. Οι αναμνήσεις μου είναι ελάχιστες , αλλά είναι όμορφες. Σταμάτησαν να με ενοχλούν μετά από εκείνο το συμβάν στο ποτάμι, ακόμη το θυμάμαι τόσο ζωντανά, τότε ήταν που ένιωσα την ανάγκη να προσφέρω, λες και ήμουν πάντα προορισμένη να φροντίσω χαμένες ψυχές. Δε ξέρω ποια και τι είδος άτομο ήμουν πριν για να μη με αναζητήσει κανείς , αλλά αν όταν θυμηθώ πάψω να έχω αυτήν την επιθυμία , αν ξεχάσω τα παιδιά μου , ας μείνω για πάντα στο σκοτάδι και να μείνω εδώ στο νέο μου σπιτικό, ναι στο σπιτικό μου!
Τότε στο ποτάμι προχωρούσα στις όχθες του και σκεφτόμουν (είχαν περάσει κιόλας δύο μήνες από την εμφάνισή μου και οι φήμες για διάδοχος διαβόλου, αποστολέας μαγισσών … εξωγήινος , ναι ακόμη και εξωγήινος είπαν άτομα ότι είμαι είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα, η ηγουμένη από τις πιέσεις θα χρειαζόταν να με διώξει, είχαν αρχίσει να σταματούν κάποιες από τις δωρεές και εδώ έχουμε ανάγκη από κάθε συνδρομή για τα παιδιά. Τότε έκανα ότι μου ζητούσαν αλλά δε με ενδιάφερε και τίποτα , απλά περιφερόμουν σαν σε φάντασμα ανάμεσα στους γειτονικούς του τάφους ,στο νεκροταφείο που είναι θαμμένο, φάντασμα που δε μπόρεσε ή που δεν ήταν άξιο να προχωρήσει, που η τιμωρία του ήταν να μη βρει ποτέ τη λήθη και να συνεχίσει να πορεύεται πάνω στη Γη με το πόνο των αναμνήσεων και της νοσταλγίας. Εκείνο το βράδυ μια μοναχή, η Τόρες πείρε ένα από τα αγγελούδια μου και το πήγε στο ποτάμι για να το βάλει να κάνει μπάνιο στα κρύα νερά του ποταμού. Το παιδάκι αυτιστικό όπως ήταν , δε μίλαγε και δε δεχόταν να κάνει μπάνιο, η αμάθεια της νεαρής μοναχής την οδήγησε στο συμπέρασμα ότι την εμπαίζει και ήθελε να του δώσει ένα παράδειγμα βάζοντας να κάνει μπάνιο στο ποτάμι. Τι ανόητη Θεέ μου! Όμως το παιδί δεν ήξερε μπάνιο και το ποτάμι, που απότομα μετατρέπεται σε ένα έντονο χείμαρρο , ‘φούσκωσε’ παρασέρνοντας το παιδί στα βαθιά. Η Τόρες προσπάθησε να το βγάλει έξω , όμως και η ίδια απλά ήξερε να επιπλέει σε γαλήνια νερά , φαντάσου στα άγρια, δεν κατάφερνε τίποτα ή μάλλον κόντευε να χαθεί και η ίδια.
Εγώ κοίταγα απαθέστατα το περιστατικό, τον άνισο αγώνα του ανθρώπου με το θάνατο. Η Τόρες ανήμπορη να προστατέψει τον ίδιο της τον εαυτό, πόσο μάλλον να σώσει το παιδί έφυγε, έτσι απλά έφυγε. Το ποτάμι θα νικούσε για άλλη μια φορά, χρόνια τώρα έχουν χαθεί στα νερά του πολυάριθμες ψυχές , το παιδί θα ήταν ένα ακόμη θύμα στον βωμό του , δε θα το μαρτύραγε πουθενά και κανείς δε θα την συνέδεε με το συμβάν. Ακόμη καθόμουν ακούνητη και κοίταγα, έβλεπα τα μικρά του χεράκια να προσπαθούν να σωθούν , το σωματάκι του μια να φαίνεται και μία να χάνεται στα γαλάζια νερά (μπορεί να ήταν νύχτα , τα νερά όμως ήταν γαλάζια πιο έντονα και από μέρα και δεν είχε και φεγγάρι) . Ένιωσα ένα σκίρτημα μέσα μου την επιθυμία να το βοηθήσω και ας χαθώ στην προσπάθεια. Πλησίασα την όχθη και κοίταγα, κάτι με εμπόδιζε να μπω στο νερό. Ένιωθα ότι σπάω μια κατάρα , μια τιμωρία που ήξερα ότι πρέπει να πληρώσω σαν κι αυτές που σου αρμόζουν, όταν σπας μια υπόσχεση όταν αθετείς ένα καθήκον ζωής , αλλά αυτό ακόμη πάλευε… . Έβγαλα τα ρούχα μου , καθυστερούσα , προσπαθούσα να βρω δικαιολογία για να μη μπω, προχώρησα στο νερό. Στα πρώτα βήματα μου μια αδύναμη αίσθηση στα κάτω άκρα με έκανε να υποχωρήσω, βράχηκα ολόκληρη, ξανασηκώθηκα, το κρύο αεράκι με έκανε να ανατριχιάζω και τότε το ένιωσα… αυτή η μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος , του πεπρωμένου, ήταν της μοίρας μου να βοηθήσω , αυτή ήμουν , εκεί ανήκω! Χωρίς άλλη σκέψη βουτάω στον φουσκωμένο ποταμό και κολυμπώ προς το παιδί, το γλυκό μου είχε αντέξει όλη αυτήν την ώρα του παραληρήματος μου, το πλησίασα και το τράβηξα προς το μέρος μου, το έβγαλα στην όχθη και άναψα μια φωτιά να στεγνώσουμε. Αρκετή ώρα αργότερα, η μοναχή δεν άντεξε και πήγε να εξομολογηθεί στην ηγουμένη, μας βρήκαν να γελάμε , ναι το παιδί γέλαγε, παρά τον αυτισμό του μαζί μου γελάει. Ήξερα , πλέον , ήξερα ότι έργο μου είναι να προσφέρω, έχω ένα ιδιαίτερο χάρισμα , από ότι αποδείχθηκε, να αδειάζω τις ψυχές των ανθρώπων από τον πόνο, να τους οδηγώ προς τη λήθη, τη λησμονιά για να μπορέσουν να συνεχίσουν. Μα τι λέω;
Από τότε έχουν περάσει σχεδόν έντεκα μήνες. Η κοινότητα με έχει αποδεχτεί, πράγματι αιωρούνται φήμες πως είμαι μάγισσα ,αλλά κάποιοι λένε ότι είμαι μια καλή νεράιδα. Χα! Χα!. Τι όμορφο που είναι ! Το ποτάμι όταν παίρνει αυτό το έντονο φως γίνεται πανέμορφο, σε καλεί να αφεθείς στην ομορφιά του , να θυσιάσεις τη ζωή σου, για να κολυμπήσεις μέσα του, μια αιώνια Κίρκη που με τραγούδι της σε καλεί στο θάνατο. Ώρα να γυρίσω πίσω, πρέπει να κοιμηθώ κάποια στιγμή, ακολουθεί μια δύσκολή μέρα, τα παιδιά είναι υπέροχα, αλλά η φροντίδα τους είναι κουραστική, σε χρειάζονται ανά πάσα στιγμή.
Τέσσερις η ώρα, μια ακόμη νύχτα δίχως ύπνο. Μια ακόμη νύχτα με συντροφιά το όνειρο, που ξανάρθε. Δε βρίσκω νόημα γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Τι υποτίθεται ότι προσπαθεί να μου πει το υποσυνείδητο μου; Φαίνεται πως τότε οι μοναχές δεν άντεχαν την άγνοια του γιατί και ήθελαν να με διώξουν ! Η ημέρα αρχίζει και συνεχίζεται όπως και κάθε προηγούμενη μέρα. Το βράδυ ξαναπάω στο ποτάμι. Μα! Τι κάνει εδώ η ηγουμένη;
Πλησιάζω και τι χαιρετάω. Πάω να φύγω να την αφήσω στις σκέψεις της , δε θα απομακρυνθώ όμως πολύ , φοβάμαι τι μπορεί να κάνει εδώ! «Μη φεύγεις.», μου λέει. Γυρίζω και την κοιτάζω, με προσκαλεί να καθίσω δίπλα της. «Θέλεις να μάθεις γιατί σε προασπιζόμουν από την αρχή όταν με πίεζαν να σε διώξω;», γνέφω συγκαταβατικά. «Μου θύμισες τον πατέρα μου. Είστε τα μόνα άτομα που γλύτωσαν από τον χείμαρρο. Κι εκείνος κάθε βράδυ , όπως κι εσύ ερχόταν και το κοίταζε, σαν ένα κομμάτι του να άνηκε εδώ, ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω ακριβώς τι , αλλά μια φορά μιλήσαμε. Ξέρεις σα παιδί φοβόμουν που ερχόταν εδώ, παλιοί ντόπιοι μύθοι λένε ότι εδώ είναι ο δρόμος του Αχέροντα, του ποταμού που οδηγεί τον Άδη. Σε κάθε χείμαρρο πηγαίνει νέους κάτοικους στην αντίπερα όχθη, αλλά όχι όποιους και όποιους , αυτούς που έχασαν τη μάχη με τη θάλασσα, αυτοί που αγαπούσαν και ενώ χανόταν απλά σκεφτόταν την αγάπη τους, Λες και είναι μια ανταμοιβή που ακόμη και όταν πέθαιναν δε ξέχναγαν, δεν ήταν εγωιστές και εκεί οι νύμφες της μεγάλης λίμνης να τους φροντίσουν , να τους βοηθήσουν τις ώρες της λήθης και να τους περιποιηθούν. Φοβόμουν ,λοιπόν, ότι θα τον προσελκύσει κάποιο από τα τραγούδια τους , άλλωστε από ότι φαινόταν είχε συμβεί μία φορά και είχε γλυτώσει, θα γινόταν όμως για δεύτερη φορά;
Όταν σε βρήκαμε στο ποτάμι μέσα στο λευκό σου χιτώνα θυμήθηκα, θυμήθηκα μια ιστορία του που μου είπε ένα βράδυ που τον ακολούθησα. Με πείρε στην αγκαλιά του και είπε πως κάποιοι μύθοι είναι αληθινοί και πως κάποια πλάσματα μπορεί να θυσιάσουν ότι πιο πολύτιμο έχουν για κάποιον άλλον και ας μην έχουν να κερδίσουν τίποτα! Πώς έμαθε ότι πρέπει να εκτιμούμε ότι έχουμε και ιδιαίτερα όταν είναι η αγάπη και η «ζωή» ξεχωριστών πλασμάτων, ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω τι εννοούσε. Όταν τον έχασα - δέκα χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας – βρήκα στο προσκέφαλο του τα δύο αυτά λευκά κρίνα, και αυτό το σημείωμα Τέσσερα κρίνα που θα αντιπροσωπεύουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Δύο για εσένα και δύο για εμένα . Γύρνα στην αγαπημένη σου και μη κοιτάξεις πίσω. Ζήσε και ξέχασε τον πόνο αυτών των ημερών. Άστο σε εμένα. Εγώ είμαι άξια να τον έχω, αντίθετα με αυτό που συμβαίνει με εσένα. Μπορεί να πονάω που σε χάνω, αλλά φύγε. Ξέχνα ότι συνέβη μετά το ναυάγιο. Εγώ θα σου ανοίξω όλες τις πόρτες για να πας στην Μαρία σου. Απλά κράτα τα κρίνα μέχρι να φύγεις από εδώ, μέχρι να φτάσεις και πάλη στην σωστή όχθη. ‘Άσε όλα τα υπόλοιπα σε εμένα. Φύγε!!! Σε παρακαλώ φύγε και ζήσε. Ζήσε για μένα τώρα που χάνομαι. Φύγε. Δε μπορώ να σε κρατώ εδώ και ας το θέλω . Πήγαινε να ζήσεις μαζί της. Με πονά αλλά ξέρω ότι δε θα με αγαπούσες , άλλωστε δε θα το μπορούσες. Φύγε και με κοιτάξεις ξανά πίσω!!!
Όταν σε είδα με τα κρίνα θυμήθηκα τον πατέρα μου. Θυμήθηκα πως σα παιδί τον είχαμε για ένα διάστημα νεκρό, νεκρό από ένα ναυάγιο. Πριν πεθάνει μες στην αρρώστια του μου ζήτησε πως αν ποτέ βρω αυτήν που τον έσωσε, αυτήν που θυσιαστικέ, εκεί δίπλα στο ποτάμι να την ευχαριστήσω. Έτσι , πες το ανοησία αλλά βλέποντας σε ένιωσα την ανάγκη να σε βοηθήσω.» Η ηγουμένη σηκώνεται , μου δίνει τα κρίνα , για να τα βάλω δίπλα στα άλλα και φεύγει. Όταν βλέπω μια κίτρινη λάμψη από την μεριά του ποταμού και μετά από λίγο ακούω μία φωνή… «Πως είσαι; Σε έψαχνα καιρό τώρα! Πάντα ήξερα πως δε μπορούσες να είχες χαθεί… Μου έλειψες αφάνταστα! Γιατί το έκανες ; Εμένα δε με σκέφτηκες ; Γιατί…» Κοιτάω τριγύρω και δε βλέπω κανέναν, είμαι μόνη μου… Όχι δεν είμαι μόνη! Υπάρχει… υπάρχει ένα σημείωμα πάνω στον βράχο. Πλησιάζω και το πιάνω στα χέρια μου. Είναι ένα χαρτί , κίτρινό από το πέρασμα του χρόνου και εμφανώς διαβρωμένο από τη συχνή ανάγνωσή του. Το διαβάζω, είναι ένα μήνυμα από ένα άντρα, λέει περιγράφει το μέρος που βρίσκεται και που/ πότε είχε ναυαγήσει , είναι ένα ερωτικό γράμμα, ομολογεί των ερωτά του στη Μαρία, την πρώτη και αληθινή του αγάπη , αυτή που σκέφτηκε και χάρισε την ελευθερία του και δε το μετανιώνει στιγμή, αυτή που σημαίνει τα πάντα για αυτόν, αυτή που τον κράτησε ζωντανό στη θαλασσοταραχή και που τον συντροφεύει κάθε λεπτό κάθε στιγμή , κλείνει τα μάτια κι είναι εκεί , ανασαίνει και είναι το οξυγόνο του… Ένα δάκρυ κυλάει από το μάτι μου και καίει το μάγουλό μου … Πονάω , πονάω μέσα μου , για πρώτη φορά νιώθω κάτι κι ο πόνος μεγαλώνει , συνεχίζει να μεγαλώνει.
Τα γόνατα μου λυγίζουν, πέφτω στο έδαφος κ αι πονάωωωωωω… Σφίγγω τα γόνατα μου στο στήθος μου , συναισθήματα, σκέψεις και αναμνήσεις κατακλύζουν το μυαλό μου , όλα φαίνονται τόσο ξένα και τόσο, μα τόσο γνώριμα. Τραγούδια, χαμένες ψυχές , λησμονιά , η γαλάζια λίμνη, δάκρυα , πόνος , περιπλάνηση , αδερφές , χοροί και λήθη για να ανακουφίσει την πληγή της απώλειας… «Mamba!, Mamba! Που είσαι ; Συγνώμη , συγνώμη που σε άφησα. Τι σου έκαναν αυτές τώρα που σε εγκατέλειψα ; Γλυκέ μου ,μοναδικέ μου φίλε . Συγνώμη! Συγνώμη ! μα τι έκανα, δε σε σκέφτηκα … δε σε νοιάστηκα. Μόνο τον εαυτό μου , τι εγωίστρια που είμαι!» ουρλιάζω σαν υστερική . Πολλά από αυτά που λέω δεν έχουν νόημα ακόμη στο μυαλό μου , αλλά έχω την ανάγκη να τα φωνάξω.
«Μακάρι, να τα είχες κάνει όλα αυτά για εσένα, τότε θα είχε αξία και θα ήμουν χαρούμενος με τη χαρά σου. Αλλά όχι, όλα τα έκανες για εκείνον, θυσίασες τα πάντα για εκείνον, χάθηκες , καταράστηκες και εξορίστηκες για εκείνον, μάλιστα σε δολοφόνησαν για εκείνον, όχι ποτέ, τίποτα για εσένα , μόνο για εκείνον.» Γυρίζω και τον βλέπω να κάθεται και να με κοιτάει στα μάτια , με αυτά τα γαλάζια μάτια του ουρανού και της θάλασσας που έρχονται σε αντίθεση με τα κίτρινα φτερά του. Mamba , ω! γλυκέ μου φίλε μεγάλωσες, έγινες μεγάλο φίδι, ω! καλύτερε μου φίλε. Πέφτω μπροστά του και του ζητάω να με συγχωρέσει, δεν ήθελα να τον εγκαταλείψω, αλλά εκείνος με είχε ανάγκη και εγώ ζούσα μόνο για να τον δω χαρούμενο, έστω και δίπλα στην Μαρία του.
Μακάρι να μη διάβαζα τα γράμματα των νεκρών της λίμνης ,εσύ μου το είχες πει. Να μη τον είχα δει λυπημένο κάτω από εκείνο το δέντρο , που το φύτεψα εγώ η ίδια όταν ήμουν ακόμη παιδί, δακρυσμένο να γράφει το γράμμα και έπειτα όταν είδε ότι όλα τα γράμματα απλά δε φεύγουν ποτέ , αχ αυτή η λύπη στο βλέμμα του . Τον αγάπησα αμέσως , από την πρώτη στιγμή , από τότε που διάβασα την ψυχή του μέσα από το γράμμα του. Δε μπορούσε να την ξεχάσει, δεν ήθελα να τον κάνω να την ξεχάσει, μόνο να είναι χαρούμενος . Και το έκανα, τον έστειλα πίσω με τα δύο από τα τέσσερα κρίνα, να τη βρει και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Και εγώ καταδικασμένη εις θάνατον για την προδοσία μου. Και εσύ καλέ μου φίλε, ναι εσύ με γλύτωσες.
Όλα τα χρόνια της ζωής του όμως έζησα στο σκοτάδι του χάους και μου επιβλήθηκε από αυτό να χάσω μνήμη και αισθήματα, μα πως επέστρεψαν. Τώρα όμως είμαι εξόριστη πάνω στη Γη, από τη στιγμή που αυτός άφησε την τελευταία του πνοή, εγώ να έρθω και να τον ψάχνω αιώνια χωρίς να ξέρω τι ψάχνω. Πώς άλλαξαν όλα;
«Τα κρίνα που κράτησε , το γράμμα του , έκανε κι αυτός κάτι καλό. Θα σε συνοδεύω εγώ , μην ανησυχείς εδώ στην αιώνια καταδίκη σου..». Μα όχι μη το λες αυτό πιστέ μου φίλε , εδώ μας έχουν ανάγκη , εδώ στο μοναστήρι ,τα παιδιά μας έχουν ανάγκη και όχι οι νεκροί, αυτοί έζησαν και θα ξεχάσουν. Τα παιδιά σε έχουν ανάγκη , ω! φίδι της χαρά και της ευτυχίας.
«Λοιπόν εδώ θα μείνουμε . Εσύ μούσα της λήθης . Και μη μου ζητάς συγγνώμη εγώ πάντα σε έψαχνα γιατί εσύ ήσουν πάντα μαζί σε ότι και αν με έβαζαν να κάνω. Μαζί θα κάνουμε συντροφιά ο ένας στον άλλον»
Και έμειναν εκεί. Μόνο που η Λήθη για πάντα τον έψαχνε στο θρόισμα των φύλων. Πότε δε ξέχασε τη μοναδική της αγάπη, τη ξεχωριστή του όψη, τον ναυαγό που αγάπησε !!!!!!