Καθώς αρχίσαμε να χανόμαστε κυριολεκτικά μέσα στο μαύρο δάσος οι παρέα έσπασε σε μικρότερες ομαδούλες, κοντά η μία στην άλλη , αλλά χώρια. Είχα πάει για νερό, όταν γύρισα η Βίκυ δεν ήταν εκεί που την είχα αφήσει. Κοίταξα τριγύρω αλλά τίποτα, κανένα ίχνος της, αλλά κανένα ίχνος και του Χρίστου.
"Την τύχη μου μέσα, να δεις ότι πάλι προσπαθεί να την ξεμοναχιάσει ..", σκέφτηκα. Αποφάσισα να πάω να δω που είναι και αν χρειαστεί να παρέμβω, αλλιώς δεν θα έκανα τίποτα και θα έπαιζα το ρόλο μου... θα κράταγα το φανάρι και ας μην συμφωνούσα. Προχωρούσα προς την μικρή μπανιέρα - σημείο στο ποτάμι που θύμιζε μπανιέρα και πείρε από εκεί την ονομασία η συγκεκριμένη περιοχή του ποταμού- ένα μέρος απόμερο και όμορφο, το αναμενόμενο σενάριο ακριβώς μπροστά μου.
Πίσω από έναν πλάτανο στεκόταν η Βίκυ με τον Χρίστο και μιλούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Πόσο εύκολα αντιλαμβανόσουν τον θηρευτή με το θήραμα να είναι έτοιμο να πέσει στην παγίδα. Με είδε η Βίκυ και μου έκανε σήμα να φύγω και να μην ανησυχώ. Ήθελα να τον πλακώσω στο ξύλο, μα ειλικρινά δεν μπορούσε να δει τη ήθελε από αυτήν ή έκανα τόσο μεγάλο λάθος. Η Βίκυ δεν ήταν ξαδέρφη μου αλλά αδερφή μου, τους συγγενείς δεν τους επιλέγουμε, μόνο τους φίλους, η Βίκυ σήμαινε τόσα πολλά για εμένα δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι…
Τελικά, έκανα αυτό που μου ζήτησε, απλά έφυγα, με τόσο απίστευτο εκνευρισμό που φούντωσε ακόμη περισσότερο όταν είδα τον βλάκα αδερφό του Χρήστου να χαμογελάει και να μου λέει ειρωνικά ότι δεν έπρεπε να τους διακόψω, αν δεν ήταν μικρότερος μου θα τον είχα δείρει, άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα έδερνα ένα αγόρι. Είναι τόσο ανόητα, πότε μου δεν θα ερωτευόμουν κάποιον από αυτούς τους ανόητους που νομίζουν ότι μόνο με τη σωματική τους δύναμη θα κατάφερναν να ξεπεράσουν την πονηριά μου και την ευελιξία μου.
Μες στα νεύρα μου άρχισα να προχωράω προς την αντίστροφη κατεύθυνση της πορείας μας, επέστρεφα προς το χωριό μου και μέσα στο παραμιλητό του εκνευρισμού μου κατέβαινα σχεδόν τρεχάτη τα βράχια δίπλα στο ποτάμι, όταν συνειδητοποίησα τι κάνω σταμάτησα δίπλα στο κελαριστό νερό και ξάπλωσα, δε με ένοιαζε όσο γρήγορα και αν προχωρούσαν εγώ θα τους προλάβαινα, κανείς δεν ήξερε αυτόν τον τόπο όσο εγώ και κανείς δε με μπορούσε να με φτάσει στην ορειβασία. Η μυρωδιά της δροσιάς και των βρύων με ηρέμησε σε τέτοιο βαθμό που παραλίγο νε με πάρει ο ύπνος, αφού ονειρεύτηκα κιόλας, είδα ή καλλίτερα νόμισα ότι άκουσα το ποτάμι ή φύση ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων να μου μιλάει και να με διώχνει μακριά και αν δε με ακολουθήσουν οι άλλοι εγώ να τρέξω πέρα, μέσα στα αίματα των νεκρών, των μύθων και των παραμυθιών μου.
Η ώρα είχε περάσει, οπότε αφού είχα ηρεμίσει πήγα να βρω τους άλλους. Όπως το περίμενα δεν είχαν προχωρήσει πολύ από εκεί που τους είχα αφήσει. Μόλις τους συνάντησα η Βίκυ ήρθε προς το μέρος μου. Κάτι περίεργο είχε πάνω της, ένα χαμόγελο και μια ανησυχία!
-Πού ήσουν τόση ώρα Σο, τρελάθηκα από την αγωνία μου, ξέρω ότι είσαι «κατσίκι» αλλά μην το παρακάνεις, φοβάμαι για εσένα.
-Συνέβη κάτι;
- Τι να συνέβη, απλά λείπεις πάρα πολύ ώρα!
- Εντάξει δεν ήσουν και μόνη σου! ( τις είπα ειρωνικά) Και άλλωστε τι να έκανα εδώ;
-Και τι είδες στη βόλτα σου; Έχασες!!!
-Μωβ κυκλάμινα
- Και που είναι το περίεργο;
-Δεν είναι η εποχή τους, αλλά άσε τις βλακείες μου. Τι έχασα;
-Τι έγινε; Τώρα σε νοιάζει;
Τότε πέρασε από μπροστά μου ο Χρήστος με ένα απαίσιο βλέμμα, λες και του είχα χαλάσει το πιο μεγάλο όνειρό του!
-Έγινε κάτι; Γιατί είναι έτσι αυτός; Δεν ήθελα να στο χαλάσω ή μάλλον ήθελα, αλλά παρόλο που δε μου αρέσει αυτό που κάνεις, ξέρεις ότι θα είμαι εκεί να σε στηρίζω…
-Το ξέρω, αλλά δεν είναι έτσι γατί μας χάλασες κάτι, αλλά… Δες καλλίτερα το μάγουλο του!
Ένα χαμόγελο είχε σκάσει στο πρόσωπό της.
-Δεν το πιστεύω τον χαστούκισες! (δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω) Μα σε ποια έμοιασες;! Θέλω λεπτομέρειες!
Πιάνοντας το χέρι της Βίκυς αρχίσαμε να προχωράμε προς τα πάνω, γελώντας και περιγράφοντας μου τα πάντα με λεπτομέρειες. Είχα κρεμαστεί από τα χείλη της δεν πίστευα τι είχα χάσει (μπράβο το κορίτσι μου), τόσο που δεν άκουγα τίποτα γύρω μου ούτε καλό ούτε κακό, μα προπάντων κακό.
Καθώς ανηφορίζαμε η περιοχή γινόταν συνεχώς και πιο δύσκολη, όλως περιέργως το ποτάμι είχε φουσκώσει, χωρίς να έχει πέσει μία στάλα βροχής. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και ηλεκτρισμένη και δεν ήταν από το χαστούκι της Βίκυς – καλά είχε παίξει και αυτό λίγο το ρόλο του , αν σκεφτούμε ότι σύντομα είχε διαδοθεί το όλο σκηνικό… Στη διαδρομή μας είχαμε μερικά ακόμα κρούσμα υστερίας από επίδοξες Lara Croft, οι οποίες στην εικόνα του πιο μικρού ζώου ή φιδιού τσίριζαν, και ας ήταν μέτρα μακριά μας και ας απομακρυνόντουσαν από εμάς προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Μα γιατί η Φύση έτρεχε μακριά από το δικό μας προορισμό;» Γρήγορα έδιωξα από το μυαλό μου αυτήν την σκέψη, η Βίκυ είχε έρθει δίπλα μου και μου έσφιξες δυνατά το χέρι μου.
- Σο, μην το πεις τους άλλους, αλλά νιώθω ανήσυχη…
Την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, τα μαύρα εκφραστικά και μυστηριώδη μάτια της είχαν χάσει τη ζωντάνια τους και ήταν έτοιμα να δακρύσουν.
- Τι εννοείς;, τη ρώτησα αδιάφορα για να μην χειροτερέψω την κατάσταση με τη δικές μου σκέψεις- που πάντα πρέπει να μένουν δικές μου- ΠΑΝΤΑ.
- Να…, είπε δισταχτικά, το πρωί ξύπνησα με ένα πολύ περίεργο όνειρο και ήμασταν όλοι αυτοί εδώ , απλά δεν ήμασταν μόνοι μας…
-Συνέχισε, μη σταματάς τώρα.
-Ξέρεις ότι το λέω σε εσένα γιατί είσαι η μόνη που θα με καταλάβει και δε θα με κοροϊδέψει, η φαντασία μπορεί να δημιουργήσει θάλασσες και βουνά , πόνο και αγάπη, ζωή και ΘΑΝΑΤΟ, και εσύ διαθέτεις μεγάλο ποσοστό από δαύτη.
«Θάνατος, μα γιατί τόνισε τόσο τον Θάνατο;»
-Βίκυ να με σκάσεις θέλεις; Τελείωνε με αυτόν το ατελείωτο πρόλογο.
-Να…
-Ναι!
-Χθες το βράδυ είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο, για την ακρίβεια με βασανίζει εδώ και τρείς μήνες. Κάθε φορά, ωστόσο, συνεχίζει … εξελίσσεται, σαν μια ιστορία που σιγά-σιγά φτάνει στο τέλος της. ( Τα λόγια τις Βίκυς έβγαιναν με μία θλίψη και φόβο από ο στόμα της!)
-Και τι περιλαμβάνει αυτό το όνειρο, ώστε να σε έχει φέρει σε αυτήν την κατάσταση;
-Ξεκινάει πολύ απλά….
« Πάντα αρχίζει με μια όμορφη και ηλιόλουστη μέρα, όλα τα παιδιά -εμείς που είμαστε και σήμερα εδώ- , αλλά και κάποια άλλα που δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου αποφασίζουμε να πάμε για μπάνιο στον ¨άσπρο¨. Συγκεντρωνόμαστε που λες στην πλατεία και μέσα στα γέλια και τις φωνές ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Οι άλλοι, οι συγχωριανοί μας, βρίσκονται όλοι εκεί. Δεν κάθονται όμως στα τραπεζάκια ούτε περπατάνε ανέμελα ή σκεφτικοί προς τις δουλειές τους, είναι όλοι μαζεμένοι, όρθιοι και μας κοιτάνε καθώς ετοιμαζόμαστε, οι περισσότεροι μάλιστα βρίσκονται ανάμεσα στα δέντρα (κρυμμένοι θα μπορούσες να πεις) και μας κοιτάζουν, απλά μας κοιτάζουν!
Καθώς φεύγουμε αντί να υπάρχει χαρά στα βλέμματά τους υπάρχει θλίψη και αποχαιρετισμός. Συνεχίζουμε με τα πόδια προς το ποτάμι, κανένας μας δεν πείρε αυτοκίνητο, μηχανάκι ή κάτι άλλο. Βαδίζουμε αρχικά όλοι μαζί, αλλά σιγά-σιγά χωριζόμαστε. Πρώτα φεύγουν τα παιδιά που δεν γνωρίζω και τα οποία απομακρύνονται σαν μία σκιά στην ομίχλη, από τα ιδιόμορφα παλαιικά ρούχα τους μένει μόνο μια ξεθωριασμένοι γραμμή. Εμείς συνεχίζουμε με γέλια, πειράγματα, διαφωνίες, καβγάδες, τραγούδια κτλ.
Πριν φτάσουμε στο γήπεδο, ο δρόμος χάνεται -είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ, σαν να περπατάμε στα μέρη πριν φτιαχτεί- και λίγο πριν η βρύση του κουτσού* συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να γεμίσουμε τα μπουκάλια μας νερό και ο ήλιος συνεχώς δυνάμωνε τη ζέστη που μας έστελνε, κοιταχτήκαμε λοιπόν μεταξύ μας και έπρεπε να λέει να αποφασίσουμε να στείλουμε κάποιον μπροστά, ώστε να αποσπάσει τον κουτσό και οι άλλοι να γεμίσουμε τα φλασκιά μας τώρα -τα μπουκάλια που κρατούσαμε είχαν μετατραπεί σε πέτσινα σκληρά φλασκιά- με νερό. Δεν θυμάμαι με ποιόν τρόπο επιλέχτηκε, αλλά πήγε η Χρύσα, μόλις απομακρύνθηκε λίγο ένα δροσερό αεράκι φύσηξε για μια στιγμή και εμείς περάσαμε το ξύλινο γεφυράκι ένας- ένας γεμίζαμε το νερό και πάλι πίσω εκεί που έγινε η επιλογή για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας! Όταν όλοι κάνει αυτή την διαδρομή του γεμίσματός, συγκεντρωθήκαμε και πάλι και αρχίσαμε την καθοδική μας πορεία, η Χρύσα όμως δεν είχε γυρίσει, αλλά κανένας δεν το συζήτησέ αυτό.
Τότε έπιασα το χέρι σου και πήγα να σου πω για αυτήν, εσύ όμως γύρισες και από τα μάτια σου έτρεξε ένα δάκρυ, ένα δάκρυ πηχτό κόκκινο αίμα και μου είπες με βλέμμα απόφασης και εκδίκησης: Άρχισε, όλα άρχισαν ξανά ,και τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω πρέπει να το τελειώσουμε για εμάς.. τους προηγούμενους και κυρίως για τους επόμενους. Μην κοιτάς τώρα πίσω, μόνο μπροστά, θα έρθει η ώρα του θρήνου, τώρα είναι στιγμές επιβίωσης, δεν μπορείς και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τα ουρλιαχτά της … για τα ουρλιαχτά μας. Θα μας κυνηγήσουν και όταν έρθει η ώρα θα χάσουμε ή θα κερδίσουμε. Θα κριθεί η ζωή μας και μαζί της η εκδίκησή μας για όλους, εσύ όμως συνέχισε. Προχώρα μπροστά, άσε εμένα να τους υποδεχτώ πρώτη, όπως μου έδειξε η κόρη.!»
Τα λόγια της Βίκυς με τρομοκράτησαν απίστευτα. Πολύ περισσότερο η τελευταία της λέξη. Πώς θα μπορούσε να ξέρει αυτήν για την κόρη, και πολύ περισσότερο για την σχέση μου μαζί της, όταν εγώ η ίδια κόντευα να το ξεχάσω.
-Αυτό θυμάμαι τώρα, μου ήρθε στο μυαλό όταν άκουσα τις φωνές της Χρύσας πριν.. και όταν κοιτάζω το βλέμμα σου.
-Τι εννοείς όταν κοιτάζεις το βλέμμα μου; Τι έχει;
-Είσαι όπως τα σκυλιά πριν το σεισμό, με κάθε φύσημα του αέρα ανατριχιάζεις και κοιτάζεις τριγύρω για την παραμικρή λεπτομέρεια, όπως κάνουν οι μαχητές στις πολεμικές ταινίες ή καλλίτερα σαν ένα ζώο που βρίσκεται σε επαγρύπνηση.
Την άφησα με ένα χαμόγελο και της είπα να ηρεμήσει πώς μόνο ένα όνειρό ήταν, πως όλα αυτά είναι συμπτώσεις και πως όταν είμαι στο δάσος πάντα έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα γιατί με ένα λάθος μπορείς να τραυματιστείς άσχημα. Με πίστεψες και ηρέμισε, το χαμόγελο ξανάρθε στα χείλη της και εγώ άρχισα να τη φωτογραφίζω βάζοντάς την να ποζάρει. Πόσο δίκιο όμως είχε, δεν το είχα προσέξει, αλλά είχε δίκιο. Ένιωθα σαν ένα άγριο ζώο κλεισμένο σε κλουβί και ότι η φωτιά με πλησιάζει, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Όλα επάνω μου είχαν χτυπήσει κόκκινο, αφού και ο σάκος μου περιείχε τα πιο ασυσχέτιστα πράγματα ακόμη και μια βόλτα στον ποταμό. Πότε τον έφτιαξα και τι είχα στο νου μου; Ένιωθα τα ένστικτά μου να κυριεύουν όλες τις αισθήσεις μου και το δάσος να μου μιλάει ή μάλλον να προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου. Προσπαθούσα, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε, είχε περάσει καιρός αλλά κάτι το εμπόδιζε να μου δείξει. Μα αλήθεια από τι προσπαθούσε να με προστατέψει, να με προειδοποιήσει ο παππούς;
Συνεχίζεται...