Eίσοδος Μελών

Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by Sotos
"Bravo!!!!!!!!!!!!! "
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
< >

Κριτικές Κειμένων

Online -χρήστες & επισκέπτες Εξωτερικού

Now 58 guests online

Who's Online

Έχουμε 261 επισκέπτες συνδεδεμένους

Καλώς ήρθατε

στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.

Εκτύπωση PDF
RSS
LOGO PAGE ** Διήγημα ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ
 

ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ Hot

ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

1)Η πόρτα έκλεισε απαλά πίσω μου. Φόβος ή σεβασμός δεν ήθελα να ξυπνήσω τους νεκρούς του οστεοφυλακίου. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν αυτός ο σταυρός από το προσκεφάλι του νεαρού αδερφού μου. Φρόντισα να του αφήσω τον βαφτιστικό του, που μετά από τόσα χρόνια βρήκα στα σκαλοπάτια μου, πεταμένος, προμηνύοντας την επιστροφή του εφιάλτη. Έπρεπε να πάρω πίσω τον βαφτιστικό μου που τον είχα αφήσει να προστατεύει την ψυχή του, τώρα όμως τον χρειαζόμουν για μία ακόμη φορά. Όμως η νεράιδα επέστρεψε των δικών του, όπως ακριβώς μου είχε πει τότε.

9 ΙΟΥΛΙΟΥ 1989

Σε λιγότερο από 10 ημέρες θα έκλεινα την πρώτη δεκαετία της ύπαρξης μου. Με τον αδερφό μου, Θοδωρή, θα πηγαίναμε να μαζέψουμε κεράσια από την πετροκερασιά δίπλα στο ποτάμι. Ήταν απόγευμα, αλλά είχαμε άπλετο χρόνο μέχρι να βραδιάσει και να ξυπνήσει ο κουτσός. Παιδάκια που ήμασταν πάντα μας φόβιζαν οι ιστορίες των παππούδων για τα φαντάσματα και τα στοιχειά, αλλά αυτό δεν αποτρέπει ένα παιδί να συνεχίσει τις εξερευνήσεις του, παρά τον τρόμο που του προκαλούν οι φαντασιώσεις του.

Η νύχτα πλησίαζε και εμείς κρεμασμένα είχαμε ξεχαστεί σε έναν από τους συνηθισμένους μας διαγωνισμούς μας ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα. Ξέραμε ότι η μητέρα μας θα μας μάλωνε που πήγαμε μόνοι μας στο ποτάμι, αλλά θα έφτιαχνε την υπέροχη μαρμελάδα της από τη σοδειά μας. «Βαρέθηκα δεν πάμε τώρα, άρχισε να νυχτώνει», «Τι έγινε Λίτσα φοβόμαστε τον κουτσό;», «Λες βλακείες!», είπα φανερά ενοχλημένη αλλά δεν φοβόμουν, ήμουν τρομοκρατημένη. Ο Θοδωρής με κορόιδευε, αλλά και αυτός φοβόταν, αλλά δεν θα το ομολογούσε ποτέ. Και οι δύο γνωρίζαμε καλά ότι σε αυτήν την μεριά υπήρχαν δύο μορφών κινδύνων που παραμόνευαν, από τη μία ήταν τα ορμητικά νερά και τα άγρια θηρία που φώλιαζαν στις εσοχές του εδάφους, και από την άλλη ήταν οι νεράιδες, ο κουτσός και οι καλικάντζαροι, που προσπαθούσαν να σου κλέψουν τη φωνή και τη ψυχή σου, στην καλλίτερη θα γύρναγες αλλόφρων στο χωριό, όπως ο Βασιλάκης που μια ζωή έχτιζε ένα καταφύγιο για τον πόλεμο και περίμενε τον Ράμπο για καφέ.

Καθώς κατεβαίναμε, πάντα ήμουν πιο αργή από τον Θοδωρή, είδα μια λιλά κορδέλα να ανεμίζει δίπλα στον καταρράκτη και να κάθεται δίπλα στην μικρή λίμνη στο τέλος του. Ο Θοδωρής ήταν ήδη στο έδαφος και μάζευε τα τελευταία μας πράγματα για την επιστροφή μας στο χωριό. «Άντε, και η γιαγιά πιο γρήγορή από εσένα είναι!». Μόλις άγγιξα το έδαφος του είπα ότι είδα μια λιλά κορδέλα να πετάει στον καταρράκτη. «Δεν είναι κορδέλα, αλλά το μαντίλι της Πηνελόπης, δεν το ξέρεις; Τις νύχτες έρχεται στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της και περιμένει ξεχασμένες κοπέλες που δεν πρόλαβαν να τελειώσουν με το πλύσιμο και τις σαγηνεύει για έναν περίπατο. Αυτές μαγεμένες την ακολουθούν και μόλις φτάσουν στην μπανιέρα… τότε βγάζει τα γαμψά της νύχια και τις πνίγει εκεί μέσα, για να πάρει εκδίκηση που της έκλεψαν το φίλο! Χα, χα … χαζό θα έπρεπε να δεις τη φάτσα σου τώρα. Πάμε. Άλλωστε εσύ είσαι τεμπέλα, δεν ήρθες εδώ να πλύνεις τα ρούχα σου.»

Ήμουν τόσο εκνευρισμένη που ο Θοδωρής με τρόμαξε απλά με μία ιστορία του, αυτή ήταν δική μου ιδιότητα. Αυτό το μαντίλι όμως εγώ το είδα και είχε τόσο όμορφο χρώμα. Πράγματι βασιλικό ήταν μια λέξη που θα το περιέγραφε!

Το βράδυ μαζεμένοι στην κεντρική πλατεία οι μεγάλοι μίλαγαν και τα μικρά παίζαμε κρυφτοκυνηγητό. Ήταν πρώτη φορά που με τον αδερφό μου ήμασταν σε αντίπαλές ομάδες, αυτό δε μου άρεσε, ένιωθα πως ο ένας δεν μπορούσε να προστατεύσει τον άλλον. Η αδερφή μου έπλενε τα πιάτα στο μαγαζί, ο θείος πάντα την έχωνε, εμένα δεν με έβαζε ποτέ ήξερε πως εγώ έκανα τα πάντα έξω, καμία γυναικεία δουλειά. Στην ομάδα μου είχαμε τον Γιώργο, ο μεγαλύτερος σε ηλικία στην παρέα και ο καλύτερος κυνηγός, εμένα με είχαν βάλει φύλακα, ήμουν έξυπνη σε βαθμό υπουλότητας, αλλά είχα πρόβλημα στο τρέξιμο και στο να πιάσω τα μεγάλα παιδιά.

Είχαμε πιάσει τους πάντες, οι μόνοι που μας έλειπαν ήταν ο αδερφός μου και ο Κώστας. Ήταν ο Γιώργος προς την ανίχνευση τους και είπε ότι θα πήγαινε να τους βρει προς το σχολείο, μέρος που στους περισσότερους δεν τους άρεσε, μιας και ήταν δίπλα στην εκκλησία και το νεκροταφείο. Τότε που ήταν που είδα δύο φιγούρες να τρέχουν, «Τους βρήκε», φώναξα στους άλλους, οι οποίοι ετοιμάστηκαν για να μην μας ξεφύγουν. Έτρεχαν σαν τρελοί, δεν σταματούσαν ακόμη και όταν όλα τα αγόρια της ομάδας ρίχτηκαν πάνω τους. Ακόμη και ο Γιώργος ήθελε να τρέξει και άλλο, όσο πιο μακριά γινόταν. Τα πρόσωπα τους ήταν κατάλευκα και πάνω τους σχηματιζόταν ο ανόθευτός φόβος.

Όταν είδαν την αναμπουμπούλα οι μεγάλοι έτρεξαν προς το μέρος μας. Ο Κώστας και ο Γιώργος, πάσχιζαν να ξεφύγουν από τα δεσμά των ανθρώπων γύρω τους. Ο Γιώργος σαν χαμένος έδιωχνε κάθε χέρι και τσίριζε σε κάθε επαφή, από την άλλη ο Κώστας έβαλε τα κλάματα και στο βλέμμα του υπήρχε η απουσία κάθε σκέψης, μόνος φόβος εξέφραζαν αυτές οι κενές κώχες στο λευκό πρόσωπο του. Πήγα να φέρω λίγο νερό όπως με πρόσταξε ο θείος μου ο Λάμπρος, είχε πιάσει τον Γιώργο και προσπαθούσε να τον συνεφέρει, όσο στον Κώστα τον περιεργαζόταν ο Μιχάλης.

Καθώς γύριζα άκουσα τον Γιώργο να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά «Ήταν απαίσιος, τρομαχτικός… γεμάτος σκοτάδι». Από τα χέρια μου έπεσαν τα δύο ποτήρια από τα χέρια μου. Για μια στιγμή η παρευρισκόμενοι με κοίταξαν, όλοι τους αγριεμένοι, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να σκεφτεί όταν με είδαν να τρέχω προς τον Γιώργο. Τον έπιασα και τον ταρακούναγα, «Που είναι ο Θοδωρής; Που είναι ο αδερφός μου; Που τον άφησες;», «Ήταν απαίσιος, τρομαχτικός… γεμάτος σκοτάδι», «Που είναι ο Θοδωρής;». Ο πατέρας μου τότε είδα ότι έλειπε ο γιός του, αμέσως άρχισαν να πιέζει τα παιδιά να του πουν τι έγινε, που ήταν ο γιός του. Τώρα έκλαιγαν και οι δύο, αλλά κανένα τους δεν έλεγε τίποτα. Εγώ όμως ήξερα, ήξερα ότι έφταιγε ο κουτσός!

Ένας μήνας πέρασε και ο Θοδωρής ήταν εξαφανισμένος. Ο πατέρας μου ήξερε ότι ο γιός του ήταν νεκρός, αλλά ήθελε το σώμα του, να το τιμήσει όπως άρμοζε σε έναν αγνό άγγελο, όπως είναι κάθε παιδί, να πάψει η μητέρα μου να μαραζώνει από μια ψευδή ελπίδα. Μέσα του γνώριζε ότι δεν μπορεί να του συνέβη κάποιο ατύχημα, θα είχαν βρει το σώμα του, κάποιος άλλος ήταν υπεύθυνός και αν τον έβρισκε θα τον έκανε να καταριόταν τη μέρα που γεννήθηκε για αυτό που έκανε στο παιδί του. Από τα παιδιά δεν βγήκε κάποιο νόημα όταν κατάφεραν να τα ηρεμήσουν ήταν σαν είχαν ξεχάσει κάθε λεπτομέρεια και κάθε προηγούμενη άνευ νοήματος πρόταση δεν έδινε στοιχείο για την εξαφάνιση του αδερφού μου.

Μια χάρη, αν έπαιρνα το πέπλο μιας νεράιδας είχα δικαίωμα τριών ευχών, μία ήταν αρκετή. 15 Αυγούστου, υπό νορμάλ συνθήκες στο χωρίο θα είχαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού, όμως αυτό δεν ήταν εφικτό μετά από εκείνο το βράδυ. Οι γονείς μου έβαλαν εμένα και την αδερφή μου για ύπνο και πήγαν να δουν τους παππούδες μου. Ήταν η ευκαιρία μου, είχα μπροστά μου τουλάχιστον 3 ώρες για να εκτελέσω το σχέδιο μου. Οι νεράιδες λατρεύουν το νερό, οπότε οι τρεις καταρράκτες θα ήταν ένα ιδεατό μέρος να λούζονται κάτω από το ασημένιο φεγγαρόφωτο, το καλό ότι είναι πολύ ψηλά από το μέρος του κουτσού.

Το ποτάμι με το φώς της ημέρας είναι μισή ώρα τρεξίματος από το σπίτι μου, τώρα το βράδυ θα χρειαζόμουν τουλάχιστον 50΄. Το έκανα 45΄, όταν είδα τα νερά του ποταμού να ασημίζουν και το θάρρος μου να χάνεται καθώς είδα τα πρώτα χρώματα. Ήταν υπέροχες, ντυμένες με χρωματιστά πανιά σαν αυτά στα παραμύθια της Χαλιμάς. Καθόντουσαν στην κοίτη του ποταμού και τραγουδούσαν και γελούσαν. Στην θέα τους και μόνο ήθελα να τρέξω να μπω σε αυτήν τους την παρέα, αλλά είχα έναν σκοπό. Αυτός μου έδωσε την διαύγεια για να δω ότι τα πρόσωπα τους δεν είχαν την ίδια ομορφιά με πριν, ήταν άψυχα, χωρίς ίχνος συναισθήματός ή μάλλον καλλίτερα ήταν γεμάτα με τις χαραματιές του απύθμενου σκοταδιού. Έπρεπε να πάρω τα πέπλα τους, όχι μόνο της μίας, αλλά από όλες, έτσι καμία δεν θα μπορούσε να με πειράξει και θα τις είχα του χεριού μου, τουλάχιστον μέχρι να εκπληρωθεί ο σκοπός μου.

2)Μόλις τις είδα να βουτάνε στα παγωμένα νερά του ποταμού ήταν η κατάλληλη στιγμή για το σχέδιο μου. «Σσσς…», τόσο ψυχρά χέρια, και αυτά τα γαμψά νύχια πού μου έκλεινα το στόμα, ώστε να μη βγει ούτε μια κραυγή. Το σώμα μου είχε γεμίσει από αδρεναλίνη, ένιωθα οι σκέψεις να περνάνε σαν νερό από το μυαλό μου, η μία διαδεχόταν τόσο γρήγορά την άλλη. Δεν γινόταν να ήταν κάποια από αυτές, ήταν ακόμη μέσα στα νερά. Από την άλλη αν ήταν κάποια άλλη της παρέας που δεν την είχα δει νωρίτερα θα τις φώναζε για να με αρπάξουν όλες μαζί. Πάντα υπήρχε περίπτωση να είχε ανέβει ο κουτσός πιο πάνω για κυνήγι, γιατί όχι είχε ήδη τον αδερφό μου – που έπρεπε να πάρω πίσω το σώμα του-, όμως τα χέρια αυτά, παρά την ψυχρότητα τους, ήταν πολύ λεπτεπίλεπτα. Το σώμα που με κρατούσε πάνω του σίγουρα ήταν γυναικείο!

«Σσσς, θα σε ακούσουν και δεν το θέλουμε αυτό.», ξανάπε η φωνή. «Ξέρεις ποια είμαι σωστά;». Έγνεψα θετικά, μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι, όμως γιατί δεν ήθελε να με ακούσουν οι άλλες. Τι, φοβόταν μήπως μου έκλεβαν τη φωνή μου προτού προλάβει να με πνίξει στο ποταμό, ας ήταν, ρίσκαρα και αυτό ήταν μέσα στο παιγνίδι, αλλά δεν θα με μάγευε, ο Θοδωρής ήταν η μόνη μου σκέψη και αυτήν ήταν η αντίσταση μου. «Δεν θέλω να σου κάνω κακό! Σε είδα τις προάλλες με τον αδερφό σου και σίγουρα με είδες και εσύ, σωστά;» , έγνεψα και πάλι θετικά. «Ωραία, τότε θα θυμάσαι το μαντίλι μου. Με αυτό θα σου δέσω τα μάτια ώστε να μπορείς να με κοιτάξεις και να συζητήσουμε. Εντάξει; Έτσι θα με κρατάς και στο χέρι και δεν θα μπορώ να σου επιτεθώ, όπως καλά το ξέρεις. Έτσι θα μπορέσουμε να μιλήσουμε, αλλά μακριά από εδώ. Για τώρα θα σε συνοδεύσω στο σπίτι σου. Κράτησε το μαντίλι και αύριο το μεσημέρι έλα στο σημείο μου, ξέρεις που εννοώ;», κούνησα πάλι θετικά το κεφάλι μου, πόσες φορές δεν είχα εξιστορήσει την ιστορία της. Ήξερα την πρωτότυπη, αλλά πάντα την άλλαζα ανάλογα με το ακροατήριο, το μέρος όμως το ήξερα μέσα μου και ποτέ δεν το αποκάλυψα σε κανένα. Δεν θα έβγαζα ούτε μία κραυγή, οι νεράιδες δεν έπρεπε να με ακούσουν και αυτήν πιθανότατα την κράταγα στο χέρι αφού είχα το μαντήλι ή έτσι νόμιζα, προς το παρόν έπρεπε να πάω με τα νερά της και έβλεπα.

Ξεκινήσαμε τη «βόλτα» της επιστροφής, μήπως τελικά αυτός ήταν ο τρόπος της, μήπως αυτήν ήταν η διαδρομή της και το μαντήλι ήταν απλά για νομίζεις ότι ήσουν ασφαλής; Άλλωστε το καθένα από αυτά τα πλάσματα έχει τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του. Άλλωστε αυτήν σε αντίθεση με τα άλλα έβγαινε και με το φως της ημέρας, έτσι μπορεί να μην είχε την ικανότητα να σε σαγηνεύει και έτσι να ήθελε να νιώσεις ασφαλής και να την ακολουθήσεις στο θάνατό σου, ο θάνατός όμως είναι τόσο μακρινή έννοια σε ένα παιδάκι δέκα χρονών και είχα έναν σκοπό, το χρωστούσα στον αδερφό μου.

Πράγματι με οδήγησε στο σπίτι μου. Σε όλη τη διαδρομή στεκότανε μπροστά μου χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει ούτε μία στιγμή. Τα ρούχα της ήταν σε αποχρώσεις του λιλά και του μωβ, ένα φόρεμα και ένας χιτώνας ή κάτι τέτοιο. Σε όλη την διαδρομή περίμενα να γυρίσει ξαφνικά και με τα παρατεταμένα γαμψά της νύχια, που είχα ήδη νιώσει μια φορά, και θα μου επιτιθόταν για να μου ρουφήξει τη ζωή ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό άρχισε να μου περνάει η σκέψη ότι ήθελε να με πάει σπίτι για να την οδηγήσω στους δικούς μου και να τελειώσει τη δουλεία της, μιας και αυτήν μπορεί να κρυβόταν πίσω από την εξαφάνιση του αδερφού μου. Ή τέλος να χρειάζεται ένα δεύτερο θύμα για την ιεροτελεστία της, μιας και το μέρος που μου ζητούσε να πάω ήταν λίγο πιο μετά την εκκλησία, σημείο που χάθηκε ο αδερφός μου. Όταν πλησιάσαμε το χωράφι πριν το σπίτι μου χάθηκε από μπροστά μου σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ακούστηκαν οι φωνές των γωνιών μου που γύριζαν από την επίσκεψή τους , έτρεξα γρήγορα στο κρεβάτι μου, όλα φαινόντουσαν ψεύτικα, κάτω όμως από την κουβέρτα μου κρατούσα σφιχτά το λιλά μαντίλι και μαζί του την ελπίδα ότι θα φέρω πίσω τον αδερφό μου ή τουλάχιστον το σώμα του, που τόσο είχαν ανάγκη οι γονείς μου.

3)Ευτυχώς που μπορούσε να βγαίνει και την ημέρα! Οι γονείς μου με τα χίλια ζόρια με άφησαν να πάω να παίξω στην παιδική χαρά και ας ήταν μέρα μεσημέρι. Μόλις έφτασα στην πλατεία της εκκλησίας κοίταξα το νεκροταφείο που τόσο επιβλητικά έκρυβε τα μυστικά του χωριού στον μαντρότοιχο του. Πέρασα την εκκλησία διστακτικά, αλλά ήταν η μόνη μου ευκαιρία. Έβγαλα το μαντήλι και το έδεσα στα μάτια μου ώστε να μπορώ να βλέπω μέσα από αυτό, όπως ακριβώς μου είπε η πριγκίπισσα Πηνελόπη. Ο γέρο πλάτανος από τον οποίο αυτοκτόνησε ήταν γύρω στα δέκα πιο μακριά.

Όλα είχαν μια ροζ απόχρωσή μέσα από το μεταξωτό μαντίλι. Αυτή ήταν εκεί όπως είπε. Ήταν τόσο όμορφη! Το πρόσωπο της δεν είχε την απόκοσμη λευκότητα των νεκρών, τα μάτια της ζεστά με καλωσόριζαν και τα ρούχα της έλαμπαν και κινιόντουσαν απαλά στο χαμηλό αεράκι. Έτεινε το χέρι της προς τα εμένα καλώντας με κοντά της. Πλησίαζα αργά και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της, ήμουν τόσο γαλήνια, τόσο ήρεμη… ένα ήρεμο αρνάκι που οδηγείται στη σφαγή. Η σκέψη του αδερφού μου ήρθε στο μυαλό μου, να με ζητάει να τον πάρω από το σκοτάδι. Το κενό, ο γκρεμός ήταν μόλις ένα βήμα μπροστά μου και μετά το απόλυτο κενό, μια πτώση ύψους 200μ. άνευ εμποδίων. «Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να σε πιστέψω, είμαι κι εγώ ένα μέρος της ιεροτελεστίας σου, αλλά δεν θα τα καταφέρεις, τουλάχιστον όχι χωρίς να προσπαθήσεις!». «Όχι μη φοβάσαι, εμπιστεύσου με. Συγγνώμη! Σοβαρά συγγνώμη, αλλά είμαι καταραμένη να το κάνω αυτό, μόνο αν γλύτωνες από αυτήν τη δοκιμασία, θα μπορούσα να σε βοηθήσω με τον αδερφό σου.» Γύρισα και την είδα να έχει φύγει μακριά μου και να κοιτάζει το χώμα, όπως ένα μετανιωμένο παιδάκι, την πίστεψα.
«Πάμε να φύγουμε από εδώ, εδώ είναι το μέρος που κυνηγάει και από ότι δυστυχώς κατάλαβες είναι η χρονιά που ξύπνησε. Έλα μαζί μου στην σπηλιά εκεί πάνω, του είναι απαγορευμένο, μη βγάλεις όμως το μαντήλι από τα μάτια σου. Μην το βγάλεις για κανέναν λόγο μέχρι να τελειώσει αυτήν η περιπέτεια σου θα είσαι απροστάτευτη από όλα θα συναντήσεις και είναι πολλά περισσότερα από όσα έχεις φανταστεί ποτέ.». Την ακολούθησα, καθώς ανεβαίναμε μου διηγήθηκε την ιστορία της, όσες και αν ήταν οι εναλλακτικές που είχα πει παλιότερα τίποτα δεν ήταν σαν την αλήθεια. Μου είπε ότι μπορεί να βγαίνει την ημέρα, αλλά κανείς δεν μπορεί να την δει και ότι ερχόταν να ακούσει τις ιστορίες μου, άλλες τις άρεσαν και άλλες όχι, και ότι κάποτε θα γινόμουν καλή παραμυθάς. Φτάσαμε στην σπηλιά. Πόσες φορές είχαμε έρθει με τον παππού σε αυτήν την κόκκινη σπηλιά, αλλά τώρα είχε μια διαφορά είχε μία είσοδο που οδηγούσε στην καρδιά του βουνού.

«Εδώ τελειώνει δυστυχώς η συνοδεία μου, να ξέρεις ότι αν επιστρέψει τώρα ο αδερφός σου θα είναι μιασμένος και θα πράξει όπως ο δημιουργός του για αυτό πρέπει να τον κρατήσεις περιορισμένο, δεν μπορώ να σου πω πώς, πρέπει να το βρεις μόνη σου, μέχρι να ευλογηθεί ξανά στο νέο αυτό στάδιο της ζωής του!» Τότε ήταν που εξαφανίστηκε ξανά η πριγκίπισσα από μπροστά μου και έμεινα μόνη στο λαβύρινθό του σκότους που ανοιγόταν μπροστά μου. Πόσο λογικά φαντάζουν τώρα μετά από αυτά που μου είπε, τώρα εξηγείτε και το υπεράριθμο νεκροταφείο στο οποί πάνω τώρα βρίσκεται ο προφήτης Ηλίας, όλα μα όλα!

4) Ο χώρος γινόταν όλο και πιο σκοτεινός, είχα ανατριχιάσει ολόκληρη. Μια απόκοσμη μυρωδιά από θειάφι, σαν αυτό που έριχνε ο πατέρας μου για τα φίδια, υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Βάδιζα στα σκοτεινά χωρίς να ξέρω, αλλά όσο πιο βαθειά πήγαινα τόσο κάτι με καλούσε. Το μαντήλι ήταν ένα φάσμα που μου έδειχνε λογής λογής μορφές, όλες τόσο ανατριχιαστικές και τόσο αποκρουστικές. Με φόβιζαν απίστευτα, αλλά γνώριζα ότι δεν μπορούσα να με πειράξουν όσο είχα το μαντήλι. Έτσι συνέχιζα χωρίς να πολύκοιτάω τις αποκρουστικότητες αυτές. Πόσα πολλά μπορεί να αντιμετωπίσει τελικά ένα παιδί, όταν όλη μέρα κάθε στιγμή καλείται να αντιμετωπίζει τους φόβους που του δημιουργούν οι φαντασιώσεις του. Πόσο δυνατό μπορεί να είναι και τελικά με τη βοήθεια μιας μαγικής πέτρας -όπως νομίζει- που βρήκε κοντά στην βρύση του χωριού να πολεμά τους δαίμονες που βλέπει μπροστά του. Αυτό χάνεται με την ενηλικίωση και την παραμέριση της φαντασίας από την κάθετη λογική, η αλήθεια όμως έχει καμπύλες και δεν είναι μία κάθετη ευθεία.

Η φωνή του αδερφού μου ακουγόταν τώρα στο βάθη του μυαλού μου να με καλεί. Πρέπει να προχωρούσα για ώρες, πέρασα από τόσες πύλες και πάντα επέλεγα ακούγοντας τη φωνή του, ήρεμη και προκλητική. Ήξερα ότι δεν είναι ο αδερφός μου, αλλά ήταν μοναδικό στοιχείο που είχα. Όταν έφτασα σε μία μεγάλη αίθουσα με σκοτάδι αλλά ήξερα ότι ο αδερφός μου ήταν εκεί.

«Λίτσα, αδερφούλα μου, ήρθες. Ήρθες για να μου κάνεις παρέα. Βγάλε αυτό το χαζό μαντίλι να δω τα ματάκια σου. Έλα να παίξουμε, βαρέθηκα εδώ μέσα μόνος μου.» Όχι, αυτός δεν ήταν ο αδερφός μου. Ήταν κάτι άλλο, ήταν κάτι το μιασμένο. Ο Θοδωρής ήταν εκεί μέσα και χρειαζόταν βοήθεια για να σωθεί η ψυχή του. «Έλα κοντά μου αδερφούλη μου, μου το έδεσαν πολύ σφιχτά και δεν μπορώ, έλα να με βοηθήσεις. Μου λείπεις, θέλω να παίξουμε όπως παλιά.» Ο Θοδωρής ήρθε δίπλα μου αλλά δεν με άγγιξε φοβόταν το μαντήλι, άρχισε να μου ψιθυρίζει πώς να το λύσω. Έκανε ψεύτικές κινήσεις ότι προσπαθούσα να το λύσω, αλλά τον κοίταγα και προσπαθούσα να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω.

Τότε είδα, έλειπε ο σταυρός του που τόσο αγαπούσε και το θεωρούσε το πιο ισχυρό φυλαχτό, που τον προστάτευε από καθετί κακό. Φυσικά αυτό εννοούσε. Όπως ήταν πίσω μου γύρισα και του όρμισα, έβγαλε μια αποτρόπαια κραυγή, αλλά ευτυχώς τον είχα αιφνιδιάσει και καθώς του περνούσα στο λαιμό του τον δικό μου αυτός λιποθυμούσε στα χέρια μου. Ήταν τόσο βαρύς, αλλά έπρεπε να τον τραβήξω έξω, πριν γυρίσει αυτός.
Τον τράβαγα, αλλά η επιστροφή ήταν πολύ δύσκολή, όχι μόνο του βάρους που κουβαλούσα, αλλά και του ότι δεν μπορούσα να βρω την επιστροφή μέσα στις πολλές πύλες. Η φωνή της όμως ήταν που με τραβούσε έξω, ήταν τόσο μαγευτική και τόσο σωτήρια. Πλησίαζα στην έξοδο, τα κατάφερνα, σύντομα θα ήμουν έξω μαζί με το σώμα του αδερφού μου.
Αυτός όμως ήταν εκεί. Με περίμενε με το ψυχρό του χαμόγελο. Ο κουτσός ήταν εκεί. Δεν θα με άφηνε να πάρω το θύμα του και να φύγω αβλαβής από το κάστρο του. Το φώς, ναι , για μία φορά στάθηκα τυχερή. Ο κουτσός μου έκλεινε την είσοδο αλλά αναγκαζόταν συνεχώς να υποκύπτει στην αδυναμία του, δεν μπορούσε να με πειράξει είχα το μαντήλι της, αλλά ήταν τόσο άθλιο το πρόσωπό του και οι κραυγές του καθώς απομακρυνόμασταν, τόσο καταχθόνιες , έβγαιναν κατευθείαν από την κόλαση.

Αυτή με περίμενε έξω, πήγα να της δώσω το μαντήλι της, αλλά δεν με άφησε. «Δυστυχώς, θα το ξαναχρειαστείς.» Κατάλαβα τι εννοούσε, τότε ήταν που είδα το σταυρό του Θοδωρή στο λαιμό της. Πήγα το σώμα του στην εκκλησία, εκεί τους βρήκα όλους μόλις με είδαν υπήρχαν ανάμεικτα συναισθήματα, τα οποία τώρα είναι περιττά να αναφέρω τώρα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι την είδα ακόμη μία φορά, τότε που ευχήθηκα να κοιμηθεί μέχρι να χρειαστεί πάλι ο κόσμος τις βασιλικές πράξεις της. Ήταν τόσο χαρούμενη καθώς έφευγε.

Σήμερα βρήκα το σταυρό του στο μαξιλάρι μου, ήξερα τι σημαίνει. Δέκα χρόνια μετά όλα ξαναρχίζαν, αλλά δεν ήμουν πλέον παιδί όσο και αν προσπάθησα να διατηρήσω την φαντασία μου. Όμως είχα μία υποχρέωση. Ξέθαψα λοιπόν το μαντήλι από το συρτάρι του παρελθόντος και πήγα να την βρω εκεί, στον γερό πλάτανο. Που ξέρεις, αν μπορέσω και αυτήν την φορά να περάσω τη δοκιμασία, να μάθω και πολλά ακόμη για εκείνο τον κόσμο.
Αλλά αυτό είναι μία ιστορία.

ΤΕΛΟΣ

[ Στο κείμενο χρησιμοποιούνται μύθοι και τοποθεσίες του τόπου που μεγάλωσα και τώρα παίρνουν καίριο μέρος στην φαντασία μου! ]

Κριτικές Χρηστών

Average user rating from: 2 user(s)

 

Αξιολόγηση:
 
5.0
 
 

Πολύ καλό!!!

Πατεράκη Ευαγγελία
Reviewed by ΠΑΤΕΡΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
September 24, 2010
View all my reviews
Report this review
 
 

ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

Σοφία αν και με μπέρδεψες που ενώ περίμενα τη συνέχεια, εσύ το δημοσίευσες όλο από την αρχή. Πες μας τι θες ; Να το κάνουμε 2 συνέχειες το κείμενό σου - έτσι όπως το ξεκίνησες, ή να διαγράψουμε το προηγούμενο και να το αφήσουμε εδώ ολοκληρωμένο, διορθώνοντας βέβαια το τίτλο. Εσύ θα αποφασίσεις.
Τώρα κατακαλόκαιρο βρε παιδί μου και συ να ασχολείσαι με την λογοτεχνία..... αλήθεια πόσο χαίρομαι πραγματικά που υπάρχουν τέτοια μέλη σαν και σένα σ' αυτό τον χώρο ! Που αγαπούν την Λογοτεχνία το γράψιμο και ότι αυτό συνεπάγεται με ειλικρίνεια και αλήθεια.... Πως μπορώ να μην σε παινέσω γ' αυτό και μόνο ; Μπράβο σου Σοφία ! Μπράβο και καλό υπόλοιπο καλοκαιριού και καλή βέβαια συνέχεια στο γράψιμό σου......


***********************************************************************************
Ευχαριστώ για τα σχόλια σου, στο προηγούμενο (ουπς που άφησα μισό ) μου είχαν γράψει –επειδή οι συνέχειες είχαν μεγάλο κενό μεταξύ τους – ότι είχε ξεχαστεί η αρχή, έτσι αφού μου το επέτρεπε το μέγεθος του κειμένου σκέφτηκα να το δημοσιεύσω ολόκληρο. Αν είναι θα έλεγα να διαγραφεί το προηγούμενο και να μείνει αυτό ολοκληρωμένο. Καλό καλοκαίρι … Σοφία
Reviewed by Nikos Stylianou
July 30, 2010
View all my reviews
Report this review
 
 
 
Powered by jReviews

Κριτικές : Advanced Search

Κατηγορία:     Keywords: