Χτες.
Χαμηλωμένα φώτα. Οι δρόμοι αδειανοί. Σκοτάδι πυκνό. Κλεφτές ματιές δεξιά -αριστερά. Χνότα να φωτίζουν τη νύχτα. Φόβος. Γιακάδες σηκωμένοι. Κρύο. Τρία κτυπήματα στην πόρτα. Μετά άλλα δυο. Ησυχία. Μια λέξη. Κι άλλη μια. Τρίξιμο. Χαιρετισμός. Μια σκάλα. Ένα υπόγειο.
Μαζεμένοι εκεί, κάτω από μια λάμπα πετρελαίου. Αλευρόκολλα, μπογιά, πινέλα. Φάρμακα, τρόφιμα κι ένας πολύγραφος. Ένας πομπός αυτοσχέδιος. Γραφομηχανή. Στην άκρη μια ντουντούκα.
Στο μεγάλο κτήριο πίσω απ’ τα σιδερένια κάγκελα. Αμούστακα παντελόνια δέ-ναν τις λέξεις στα χείλια των περαστικών. Ο τρόμος γινόταν χαμόγελο. Ξεθάρρεμα των μορφασμών. Αισιοδοξία. Συνθήματα και τραγούδια. Συντροφικότητα. Χωρίς χρώματα. Με το μπλε και το άσπρο να συνεχίζει την Ιστορία. Πέπλο παλιό, υπέρτιτλος μεγαλείου.
Οδοφράγματα. Φωτιές.
«Είμαστε αδέρφια, είμαστε αδέρφια».
Ένας συριγμός. Ερπύστριες.
Μετά τα μεσάνυχτα. Μια πόρτα γκρεμισμένη. Σύμβολο καινούργιας παραγράφου. Επισύναψη της νιότης. Απάντηση στην αλυσίδα.
Σήμερα.
Πρόσωπα παραχαραγμένα. Ευνουχισμένες συνειδήσεις. Σαλόνια, βαριές κουρτίνες. Γραβατωμένες λέξεις, αλλοτριωμένες αναμνήσεις. Υπουργοί, βουλευτές, δημόσιοι λειτουργοί.
Καθιερωμένο σημάδι στο ημερολόγιο. Μεταποίηση του παρελθόντος. Σχολική εορτή. Σημαιάκια και μονότονες αναφορές.
«Εδώ Ελλάδα, σας μιλά ο λαός των ελεύθερων πολιορκημένων».
Ακούστηκε ο ψίθυρος απ’ τα ξεραμένα χείλια του μεσήλικα που αρνήθηκε τον ενεστώτα. Ένα δάκρυ κάτω απ’ τα βλέφαρα και μια ανατριχίλα ζωντανή, του Νοέμβρη η αλήθεια, στην αναπνοή του.
Οι μικροπωλητές παρατεταγμένοι στη σειρά διατρανώνουν την πραμάτεια τους.
Ενώ η ουσία κρύβεται, ντροπιασμένη στα παλιά συρτάρια.
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ