Σε κοιτάζω, δεν σε ιχνεύω... αν και κάποτε θα μπορούσα, με μια μου κίνηση, με μια μου λέξη, να αποδομήσω αυτό το ψεύτικο δάκρυ
που έχεις επινοήσει να δροσίζει την αισιοδοξία σου... σε κοιτάζω, νυχτοπατώ στα όνειρά σου και απλά σε θεωρώ... αν ήθελες να πιστέψεις ότι υπάρχω, αν ήθελες να υπάρξεις μέσα από τούτη τη πίστη, θα με καταλάβαινες, θα με προσκαλούσες ή, αν θα ήθελες να με ελευθερώσεις, θα με εξόντωνες, εύκολα, απλά, ήρεμα...
όσο μου επιτρέπει η ακηδία σου, όσο με προσκαλεί η ραθυμία σου, όσο με μεθά η ουδετερότητά σου, αυτό το αχρωμάτιστο που σε χαρακτηρίζει, όσο δεν με ακυρώνει το νεύμα σου, το δικό μου θα σε παρακολουθεί... όπως ο λύκος που μπορεί να περιμένει να κουραστεί το ελάφι και μετά, σε κείνο το εκατοστό της απρονοησίας, σε κείνο το δειλό ακροπάτι της αφέλειας, επιτίθεται, γραπώνει, κατακτά, αφομοιώνει...
Θα σε παρατηρώ, αλλά την υπέρβαση του αδελφού μου λύκου δεν έχω την ενέργεια να την πραγματώσω, να τη βιώσω... και γι'αυτό είμαι ένα φάσμα στον κόσμο σου, και γι'αυτό είμαι απρόσωπος ως και στο δικό μου...