• Γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό. Ο πατέρας του δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Μεροκαματιάρης άνθρωπος που αγωνιζόταν να βγάλει το ψωμί του. Έφευγε με το ξημέρωμα γύριζε με το σούρουπο. Η μάνα του καλή γυναίκα με τα σταυροκοπήματα της και τις προσευχές της τον μεγάλωσε με όλες τις πατροπαράδοτες αξίες που κληρονόμησε.
• Τέλειωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο και όταν βαρέθηκε να σαλαγά πρόβατα κατηφόρισε στη μεγάλη πόλη, να βρει το θειο του που είχε ένα μεγάλο εμπορικό.
• Εκεί ανδρώθηκε πονήρεψε ξέχασε τους κάμπους και τις ραχούλες τα κλαρίνα και τη Μέλπω τη χωριατοπούλα που την έβλεπε κλεφτά, όταν έπλενε φλοκάτες στο ποτάμι.
• Κατάλαβε γρήγορα το νόημα και ξέφυγε.
• Άρχισε να ντύνεται αλλιώς. Έφτιαξε και την προφορά του. Έβαλε κι ένα δαχτυλίδι με μαύρη πέτρα, αγόρασε και πούρα.
• Κούρσα πολυτελείας, σκυλάδικα και γήπεδα. Πρώτο τραπέζι πίστα το όνομά του και το λουλούδι σύννεφο.
• Γυναίκες βαμμένες, πολιτικοί στα πόδια του, μίζες και λαμογιές.
• Ανέβαινε ψηλά κι αγνάντευε τις μύγες που τον εκλιπαρούσαν
• Στο χωριό τον λάτρευαν, ήταν το παράδειγμα στα στόματα των μανάδων. Το αποκούμπι των ονείρων τους.
• Τα χρόνια περνούσαν
• Ο πατέρας του πέθανε φτωχός, όταν γύριζε ένα σούρουπο κι η μάνα του ακόμα κάθεται στο μονό σκαλοπάτι μπας και φανερωθεί.
• Που και που κτυπά εκείνο το μαύρο κουτί αλλά η φωνή απ την άλλη μεριά είναι αγνώριστη και ξένη
• Κι εκείνη έχει μείνει ακόμα στο νανούρισμα και στο πρώτο κλάμα.
Φωνές λέξεων
Το παρελθόν στη σειρά ανασυγκροτεί.
Ο δίσκος σπασμένος και τα μισοσβησμένα γράμματα θυμίζουν τη μελωδία.
Στο μικρό χώρο που οι αναμνήσεις σχηματοποιούνται και γίνονται συντροφιά. Την ώρα που αναδιπλώνονται οι σκέψεις και το μοναχικό παραλήρημα μπορεί να πάρει τη μορφή ενός πάθους. Τα αντικείμενα γιγαντώνονται και εκφωνούν.
Δυο σύνθετες λέξεις και διαφορετική η εκπομπή του λόγου.
Ο ορισμός του τραγουδιού διά των γραμμών.
Όταν η διακόσμηση ασυνείδητα συνδέει τις ανάσες.
Και η σκόνη απαραίτητη προϋπόθεση του χαμένου χρόνου δίνει την εκλαμπρότητα στα κρυφίως εννοούμενα
Σημεία που διογκώνουν τη λεπτομέρεια και αφήνουν τους ορισμούς τους καταγεγραμμένους να μοιάζουν με ασήμαντα στίγματα
Κι όταν μέσα στο γεμάτο ποτήρι κοιτάς τη ζωή, ακούς το γραμμένο να τραγουδά μαζί με τα παράσιτα της χθεσινής επιθυμίας
Έτσι απλά, όπως γράφεται ο έρωτας