Γύρισα πάλι χαράματα στην τρύπα που αποκαλώ σπίτι. Η Λήθη με περιμένει στον καναπέ καπνίζοντας τον τελευταίο μου καπνό, ¨η ρουφιάνα πάλι θα μου άδειασε όλη τη βότκα μου¨.
- Πως τα πας, άλλαξες γνώμη;;;
- Δεν βαρέθηκες τα ίδια και τα ίδια, στρίψε και για μένα ένα.
Ξαπλώνω στο πάτωμα δίπλα της, δεν έχω όρεξη για τίποτα.
- Τι έγινε;; Ούτε σήμερα τον βρήκες;;
- Τι σε νοιάζει;; Τράβα να βρεις κάποιον άλλον, εγώ δε σε χρειάζομαι, ακόμη να το καταλάβεις!
- Κάποια στιγμή θα κουραστείς να τον ψάχνεις! Και τότε θα με ικετεύεις… Έχεις ζεστό νερό σε αυτόν τον οχετό;
- Δε μας παρατάς!,
Την κοιτάζω που πετάει τα ρούχα της στο πάτωμα και μπαίνει για μπάνιο, ευτυχώς, αυτό θα την κρατήσει για αρκετή ώρα απασχολημένη , ίσως να καταφέρω να κοιμηθώ πριν ξανάρθει. Αδίκως κόπος…, ανάβω ένα ακόμη τσιγάρο και φτιάχνω έναν σκέτο καφέ, τουλάχιστον να τελειώσει αυτήν την δουλειά που λήγει η προθεσμία της. Κάθομαι στην γαλαζωπή οθόνη που έχω για συντροφιά και χτυπάω ρυθμικά τα πλήκτρα, προσπαθώ να θυμηθώ τη μελωδία, άδικος κόπος!
Σύντομα μπαίνω σε μια μηχανή αναζήτησης, πληκτρολογώ οτιδήποτε σχετικό με αυτόν, πως γίνεται να μην έχει σβήσει ακόμη η ελπίδα. Την ακούω πίσω μου να γελά καθώς ντύνεται, «δεν θα σταματήσεις ποτέ;;». Διάολο τι τη νοιάζει αν εγώ γουστάρω να ταπεινώνομαι έστω και στην θύμηση του, σκέφτομαι. Προσποιούμαι ότι δεν την άκουσα και κατεβάζω το παράθυρο με τις πληροφορίες. Η μετάφραση του βιβλίου σε λίγο θα τελειώσει τουλάχιστον με κρατάει απασχολημένη.
Επιτέλους έφυγε, πάει σε άλλον καρμίρη! Μπαίνω για μπάνιο, το κρύο νερό κυλάει θεραπευτικά πάνω στις πληγές μου, χαραματιές γεμάτες ιστορίες, όλες χαραγμένες ιεροτελεστικά κάποιο βράδυ με κεριά και βότκα. Ντύνομαι γρήγορα και πάω μια βόλτα, είναι ακόμη μέρα έξω. Η Θεσσαλονίκη ντυμένη στα λευκά, από τις λίγες στιγμές πλέον στους καιρούς μας. Όλοι τόσο βιαστικοί, πόσο περίεργο μου φαίνεται, πόσος καιρός πάει που είχα στόχους και ελπίδες!
Περπατάω για ώρες κάνοντας κύκλους, περνάω ξανά και ξανά από τα ίδια μέρη, και αποφεύγω ένα συγκεκριμένο. Παρατηρώ με ελπίδα να δω κάτι οικείο αλλά δεν τολμώ να χτυπήσω το κουδούνι του. Καταλήγω πάλι πίσω στη Παπάφη, αγοράζω δύο μπουκάλια από την κάβα της γειτονιάς. Καθώς ανεβαίνω την οδό βλέπω το σχολείο, άδειο και έρημο, σκιές επιστρέφουν στην σκέψη μου και εικόνες από ένα παρελθόν που έχει ξεθωριάσει πια.
Στο σπίτι όλα μαύρα, ανοίγω τον υπολογιστή μου περιμένοντας, ίσως ένα μήνυμα από τον οποιοδήποτε. Γεμίζω ένα ποτήρι με πάγο και το διάφανο φίλο. Σε λίγο έρχεται και πάλι αυτήν .
- Πάλι τα ίδια!
- Και εσένα τι σε νοιάζει;
- Γιατί δεν θες να ξεχάσεις , με ρωτάει φανερά εκνευρισμένη
- Είναι το μόνο που μου έχει μείνει, τα μάτια του να κοιτάζουν τη Ψυχή μου…. Και τελοσπάντων δε γουστάρω να ξεχάσω!
Ανάβει κι αυτήν ένα τσιγάρο και με βλέπει να εκτελώ για μια ακόμη φορά την ίδια ιεροτελεστία, γραμμές, λείες , καμπύλες και ευθείες, πάντα σχηματίζοντας το ίδιο όνομα, την ίδια παρουσία στη ζωή μου. Όνομα τόσο οικείο μα και τόσο ξένο. Ματώνω.. μου ρίχνει βότκα στις πληγές μου για να μου τις κάψει, μου προσφέρει το τσιγάρο της και μένουμε έτσι η μία αντίκρυ στην άλλη, δίχως κουβέντα πίνοντας και καπνίζοντας για μία ακόμη βραδιά!
Γιατί απλά κάποιες φορές δεν ξέρω αν μπορούμε να ξεχάσουμε;, το σίγουρο είναι ότι δεν το επιθυμούμε!!!