Εσύ ο Μεσσίας που αιώνες τώρα
χτίζεις το γκρέμισμα της γενιάς μου
ελευθερώνοντας στρατιές από μαύρες νυχτερίδες
όταν ορδές βαρβάρων γκρεμίζουν τα ιερά μου,
και ο λήθαργος σαν μαύρο αίμα κυλά
κοχλάζοντας στα κανάλια του μυαλού μου.
Εσύ ο ιππότης με το σιδερένιο πρόσωπο
ο σταυροφόρος με τα αιματοβαμμένα χέρια
που υποσχόσουνα την λύτρωση,
άταν το αίμα σαν μελάνι λέρωνε τους αιώνες
και οι νύχτες με σκοτεινές διόπτρες
το φως έδιωχναν μακριά μου.
Εσύ ο ηρωικός στρατηλάτης
ο παρασημοφορημένος Homo sapiens
που βαδίζεις καμαρωτός στην ράχη της ιστορίας
αφήνοντας πίσω σου τα αυγά του θανάτου ,
σχεδιάζοντας τον αφανισμό των ομοίων σου
κάτω από το σκήπτρο πολεμόχαρων αφεντάδων.
Εσύ ο σκοτεινός άγνωστος εαυτός μου
ο άλλοτε δίδυμος αδελφός μου
μάθε επιτέλους πως ξύπνησα,
νιώθοντας τα πλάνα λόγια σου
σαν τον χιτώνα της Δηιάνειρας
να δηλητηριάζουν κάθε κύτταρο της θέλησης μου,
χαρίζοντας μου ένα θάνατο διαφορετικό από τους άλλους
όταν την ζωή μου κατάντησαν
ακυβέρνητο σκάφος ,στον ωκεανό των δικών σου θέλω.
Βάσω Μπρατάκη