Να μην αφήσεις δάκρυα
ποτέ μόνα στην άκρη των ματιών
χωρίς να τα ρωτήσεις,
σου πουν πως βρέθηκαν εκεί
πως πόνεσαν πριν έρθουν.
Πόλεμο πως ματώθηκαν,
πως σπλάχνα χτύπους με καρδιά
ικέτεψαν, λαχτάρισαν,
πως μάχη σκοτωθήκαν.
Πως λύγισαν τα γόνατα,
πως άπλωσαν τα χέρια
λόγων φωτιά πως πάλεψαν
σκοτώθηκαν μαχαίρια.
Μαύρη φωτιά πως κάηκαν,
μαυρίσαν στο καπνό της,
μα δεν εμπόρεσαν ποτέ
να σβήσουν τον καημό της.
Και τ’ άστρα σαν ανάψανε
στο μαύρο πέπλο νύχτας
και σου ψιθύρισαν μαζί
πως είχες μείνει μόνος,
τότε και πως μεγάλωσε
της ύπαρξης ο πόνος.
Πνιχτό, μαύρο κι’ ακέφαλο
το τέρας σαν εφάνη
πικρός καημός που λέγεται
πόνος του για στεφάνι.
Και τ’ άλλο δάκρυ που ’ πεσε
στο χώμα σαν αστέρι,
να το ρωτήσεις να σου πει
πως πόνεσε το πιο πολύ
σκοτώθηκε μαχαίρι.
Μαχαίρι λόγος ο πικρός
πικρή, καυτή τη γλώσσα
που μάτωσε και πόνεσε
και έλιωσε το σώμα.
Και τ’ άλλα δάκρυα πολλά
χάμω που περπατάνε,
που σκούζουν, φεύγουν τρέχοντας
σαν να τα κυνηγάνε,
σου πουν πως πριν είχαν φωλιά
την ηρεμία της καρδιάς,
ανέσπερο αυλώνα
πριν θύελλα που ξέσπασε
θανατηφόρες αστραπές
και κεραυνοί κυκλώνα,
μαύρων των λόγων οι κλαγγές
τα πέταξαν στο χώμα.
Έτσι γυμνή σ’ αντίκρισα
το βράδυ που επέστρεφα
χαράς γιορτής το πάρτι,
σκυφτό το σώμα σου στη γη
πρόσωπο χέρια να κρατούν
βρεγμένο σκαλοπάτι,
βρεγμένο μεσ’ τα δάκρυα
απ’ τα δικά σου μάτια
κι’ από της νύχτας τη βροχή
του ουρανού κομμάτια.
Χέρια μου ελευθέρωσα
πετώντας σερπαντίνα
γυμνούς τους ώμους ρίχνοντας
τη μπεζ μου καμπαρντίνα.
Ξαφνιάστηκες με κοίταξες
σ’ έπιασε γλωσσοδέτης…
« Άγγελος είσαι ; » ρώτησες…
Όχι ! σου είπα φωναχτά
ζωής είμαι δραπέτης.
Στην αγκαλιά σε έσφιξα
σώμα σου να ζεστάνω,
βλέμμα σου είδα χάθηκε
εκεί ψηλά, επάνω…
Εκεί που κοίταξα κι’ εγώ
βλέποντας την ψυχή σου
άστρο να είναι φωτεινό
κι’ όμως να τρεμοπαίζει
όπως και η ανάσα σου
λυγμός σου και καρδιά σου,
κι’ αυτή η θεία μουσική
που βρήκα κι’ ανακάλυψα
μέσα στην αγκαλιά σου.
Νίκος Στυλιανού