Ήταν βράδυ. Ο χ περιφερότανε στους δρόμους της σκοτεινής και κρύας πόλης μόνος. Έψαχνε να βρει ένα μέρος για να ξαποστάσει. Ήταν κουρασμένος πολύ. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες. Αναρωτιότανε αν μπορούσε να αντέξει για πολύ ακόμα.
«Επιτέλους» αναστέναξε. Μπροστά του φάνηκε μια ήσυχη πλατεία. Αφού έκανε διερευνητικά τον γύρω της βρήκε ένα μέρος για να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε . Η δροσιά των πλακών μούδιασε το κορμί του. Πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του και καμία δεν τον άφηνε να αποκοιμηθεί. Δεν μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα αν αξίζει να ζεις. «Όλα είναι τόσο περίπλοκα. Τίποτα πολλές φορές δεν με καλύπτει. Νιώθω τόσο μόνος. Παντού επικρατεί το κενό. Άλλωστε όλοι περαστικοί είμαστε…..». Σιωπή…
Αποκοιμήθηκε. Το φως του ήλιου τον ξύπνησε. Σηκώθηκε μπερδεμένος. Ένιωθε σαν να μην ήξερε τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει καμία ολοκληρωμένη σκέψη. Τρόμαξε. Άρχισε να θυμάται το όνειρο που συνόδευσε τις βραδινές σκέψεις του. Ήταν τόσο περίεργο. Τα συναισθήματα του ήταν ανάμεικτα.. Άρχισε να τρέμει….Όλο και περισσότερο άρχισε να συνηθίζει την ιδέα του τέλους… με μια κίνηση οριστικά τέλος. Φοβήθηκε. Έκλεισε τα μάτια του. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του. Έσφιξε τις γροθιές του και πίεσε με δύναμη το πρόσωπο του. Είχε μεγάλη ανάγκη να συνειδητοποιήσει πως είναι ακόμα ζωντανός. Αλλά μέσα του άρχισε κάτι να αλλάζει, τον γοήτευε η ιδέα της εκπλήρωσης του ονείρου του.
«Είναι η τελευταία υποχρέωση προς τον εαυτό μου» είπε και γαλήνεψε ξαφνικά το πρόσωπό του. Έμεινε ακίνητος. Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο. Ο καπνός του φαινόταν σαν να ήταν από κάποιο φουγάρο ενός πλοίου που θα ταξίδευε για μέρη μακρινά, ίσως χωρίς γυρισμό. Για ένα ταξίδι προς τα άγνωστο. Κάποτε κάποιος που αγαπούσε του μιλούσε για το κενό , «Να το αγαπήσεις» του έλεγε και τα μάτια του έλαμπαν. «Κάποτε όλοι εκεί θα βρεθούμε» έλεγε και γέλια δυνατά απλωνόντουσαν. Κατά βάθος κι εκείνος φοβόταν ,αλλά κρυβότανε στον ήχο της φωνής του. Τότε τρόμαζε , τώρα ακούστηκε το ίδιο γελοίο. Η γαλήνη δεν απομακρύνθηκε από το πρόσωπο του. Απλά αποτυπώθηκε επάνω του.
Σηκώθηκε. Η ηρεμία συνέχιζε να πλήττει το τοπίο. Όλα ήταν ίδια. Ο χρόνος δεν είχε αφήσει την αλλοίωση του αλλά ο χ τα έβλεπε όλα διαφορετικά.. Περπάτησε μερικά μέτρα. Ένας τεράστιος όγκος από καταναλωτικά κατάλοιπα ξεπρόβαλε. « Τελικά οι περισσότεροι κόποι των ανθρώπων εδώ καταλήγουν στα σκουπίδια!! Και πιο το τελικό όφελος; Το ίδιο κενοί παραμένουν.» Ανακάτεψε για λίγο τον σωρό και βρήκε ένα μαχαίρι. Σε λίγο η ολοκλήρωση θα είναι αυτοσκοπός . Είχε αρχίσει να ιδρώνει. Η σκέψη του είχε βαρύνει. Η ανάσα του άρχισε να ακούγεται δυνατά. Ήταν κάτι σαν πανικός, κάτι πολύ πρωτόγνωρο. Πέταξε το μαχαίρι μακριά. Με δάκρυα στα μάτια άρχισε να τρέχει μακριά. Μια φωνή ξαφνικά μέσα του ακούστηκε , «με αυτό που κάνεις τώρα θα γλιτώσεις;».Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του. Δεν είδε κανέναν. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Ήθελε να μιλήσει για τις ανάγκες του, για τις ανησυχίες του, για τα όνειρα που είχε κάνει ως παιδί. Ένιωσε να πνίγεται. Το ίδιο συναίσθημα. Ήταν πάλι η γνωστή μοναξιά που μολύνει σιγά σιγά όλο των κόσμο. «Πόσοι άνθρωποι είναι σαν και μένα» είπε και συνέχισε «και πόσοι είναι και δεν το γνωρίζουν. Ίσως να ήταν καλύτερα να μην το γνώριζα κι εγώ. Θα ήταν; Ναι θα ήταν, μάλλον όχι δεν θα ήταν, θέλω να γνωρίζω την αλήθεια .Θέλω να μπορώ να κοιτάζω την ζωή όπως είναι. Ακόμα και μέσα από το άσχημο βγαίνει κάτι όμορφο.» Ηρέμησε. Πλέων ήταν σίγουρος για το τι έπρεπε να κάνει. Γύρισε πίσω να ξαναπάρει το μαχαίρι του. Το βρήκε και το έσφιξε γερά. Η σιγουριά των κινήσεων του φαινότανε στα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν καθαρό, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Ήταν έτοιμος να αγαπήσει αλλά και να αγαπηθεί από το κενό.
Είχε φτάσει μεσημέρι. Ο αέρας είχε κοπάσει. Μόνο η μελωδία των πουλιών συνέχιζε τον ψαλμό του ανέμου. Ο χ ξάπλωσε στο ίδιο σημείο που είχε αποκοιμηθεί. Κοίταξε τον ουρανό. Θυμότανε πως είχε όνειρο να ταξιδέψει σε αυτόν. Ήθελε να αγκαλιάσει το γαλάζιο και να βαφτεί με το λευκό. Να κατοικήσει μέσα σε ένα σύννεφο. Να κρατηθεί από ένα αστέρι που πέφτει. Ήταν πολύ ήρεμος αλλά ξαφνικά όλα άλλαξαν. Το κενό άρχιζε να βυθίζεται μέσα του. Οι σκέψεις του πάγωσαν. Ίσως να τις σταμάτησε κι εκείνος δεν είχε τίποτα απολύτως καμία σημασία. Ένιωσε τα συναισθήματα του να του κόβουν την ανάσα. Οι ανάσες του κυλούσαν ως δευτερόλεπτα προς τη γαλήνη. Μία κίνηση και μετά…
Η κίνηση ολοκληρώθηκε , η κραυγή του χρωμάτισε το φως του ήλιου. Τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν και μοιάζουν ακίνητες φιγούρες του ακίνητου κόσμου. Μόνο ένα πέταξε κι έκατσε πάνω στο στήθος του. Κελάηδησε δυνατά και ξεχωριστά. Δεν ήταν μοιρολόι ήταν ποίημα. Ήταν κάτι τόσο ξεχωριστό και αληθινό. Ο χ ίσα ίσα μπορούσε να ακούσει. Το τελευταίο κελάηδημα σήμανε τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του. Ξεψύχησε. Το πουλί πέταξε μακριά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ίσως να ήταν εκείνος που κάποτε ονειρευόταν πως πετούσε για να αγκαλιάσει το γαλάζιο και να βαφτεί με το λευκό…..
Σίγουρα κάποια βράδια ακούω τα βήματα σου τα λευκά στης άκρης το γαλάζιο και καταλαβαίνω ότι δεν είμαι μόνος. Όταν βρεθώ κι εγώ στον ουρανό κάποτε θα περάσω και από το δικό σου σύννεφο….