Να, εικονική πραγματικότητα είναι να φοράς ένα κράνος και γυαλιά ειδικά σχεδιασμένα ......
ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Μετά από ένα κοπιαστικό οκτάωρο, ο Γιώργος Γληνός έμπαινε στο σπίτι του με εκείνους τους μαύρους κύκλους να διαγράφονται έντονα κάτω από τα μάτια του, μαρτυρώντας τα συνεχόμενα ξενύχτια του. Πέταξε άτσαλα τα ρούχα του , έκανε ένα ντους για να διώξει την σκόνη της μέρας από πάνω του και φορώντας κάτι πιο πρόχειρο και δροσερό, κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.Ο χώρος του λιτός, χωρίς ενθύμια ή φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων , χωρίς να προδίδει κάποια συλλεκτική του μανία ή κάποιο ευχάριστο ξάφνιασμα αγαπημένων χρωμάτων.
Αυτό που έδινε κάποια ζεστασιά στην ατμόσφαιρα ,ήταν το παλιό έπιπλο από φθαρμένο ξύλο, που χρησίμευε για γραφείο και πάνω σε αυτό δεσποτικά κυρίαρχο , ένα σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή τελευταίας τεχνολογίας ,με μια τεράστια οθόνη και ένα θηρίο εκτυπωτή , άκρως δελεαστικό για τους φανατικούς του είδους.
Ο Γιώργος Γληνός ,είχε σπουδάσει γραφιστική με ειδίκευση στα τρισδιάστατα γραφικά και πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα έκανε καριέρα στην κατασκευή τρισδιάστατων κινούμενων γραφικών για παιχνίδια υπολογιστή. Τον τελευταίο καιρό ,έδειχνε ενδιαφέρον για τα συστήματα απεικόνισης μιας εικονικής όπως λέγεται πραγματικότητας .
Να, εικονική πραγματικότητα είναι να φοράς ένα κράνος και γυαλιά ειδικά σχεδιασμένα να συνδέεσαι μ’ ένα ειδικό βραχίονα αισθητήρα και ενώ πατάς στη Γή να νομίζεις ότι πετάς ή ταξιδεύεις ή ζεις ,με περιορισμούς βέβαια μέσα σένα εικονικό μεν, πλήρως ρεαλιστικό δε τοπίο της αρεσκείας σου.
Με λίγα λόγια έδινε σάρκα και οστά σε εικόνες , μέσω προγραμμάτων κατασκεύαζε νοητά ή ρεαλιστικά περιβάλλοντα με χρήση ειδικών εφέ ήχου και φωτισμού ,πετυχαίνοντας μια τέλεια προσομοίωση της πραγματικότητας. Είχε γίνει περιζήτητος ,η εταιρία του τον φόρτωνε όλο και πιο πολύ και αυτός όπως πάντα υποχωρητικός, έπαιρνε δουλειά και για το σπίτι.
Με έντονο το αίσθημα της ευθύνης και καθώς οι ώρες κυλούν ,τρέχουν έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά , για να παραδώσει έστω και ένα προσχέδιο του χώρου που είχε αναλάβει για την επομένη. Δούλευε με ορμή ,μεθοδικότητα με πίστη σε αυτό που έκανε, δινόταν ολόψυχα.
Μένα χάδι άνοιξε το σύστημα και μέχρι αυτό να φορτώσει, έγειρε για λίγο στην αναπαυτική καρέκλα του. Ξαφνικά, ανέλπιστα το σκοτεινό δωμάτιο , φωτίστηκε απροσδόκητα από κάτι άγνωστο , μέσα από τη οθόνη άρχισε να ξεπηδά η ζωή του σε πραγματικό χρόνο, σαν μια τρισδιάστατη πραγματικότητα.
Έμεινε έκπληκτος, ασάλευτος, μπροστά στη θέα ενός παγωνιού που τον καταδίωκε, επειδή κάποτε του είχε αρνηθεί την πατρότητα . Μπροστά σε μια ολόκληρη τάξη ,είχε σκύψει το κεφάλι στα λόγια της δασκάλας της Α’ Δημοτικού, ότι το έργο του δεν ήταν τίποτα άλλο από μια υπέροχη αντιγραφή. Κι εκείνος χωρίς να πει τίποτα είχε βγει έξω ,παραδεχόμενος την ενοχή του. Εκείνο το παγώνι του, που το είχε φτιάξει ανακατεύοντας χρώματα από το δάσος ,τη θάλασσα ,τα λουλούδια, με πινέλο την ψυχή του, το είχε αρνηθεί.
Όσο κι αν ήθελε ν΄αμυνθεί, σκόνταφτε η παιδική ψυχή του στα λόγια του πατέρα του :
« Έστω και αν έχεις δίκιο, δεν θ’αντιμιλήσεις ποτέ σε Δασκάλους και Καθηγητές σου ,εσύ ήρθες μετά από αυτούς ,διαβασμένοι άνθρωποι.»
Έβλεπε τον εαυτό του να τον βγάζουν μισοπνιγμένο στην ακτή και να σταυροκοπιούνται μετά από εκείνα τα πειράματα του, ότι και αυτός μπορεί να ζήσει κάτω από το νερό ,σαν μια ιδιαίτερη ποικιλία ψαριών.
Παρομοίως κι από ένα τεράστιο λάκκο που έσκαβε βδομάδες ,για να ζήσει κι αυτός μαζί με τις ρίζες των δένδρων του δάσους μαθαίνοντας τα μυστικά τους.
Χρωματιστά χαρτάκια κόκκινα, μπλε, πράσινα σκορπίστηκαν μέσα στο μικρό δωμάτιο, αυτά που έφτιαχνε βαρκούλες χάρτινες και τις άφηνε στα γαλάζια νερά ,ερωτικά φιλιά στις γοργόνες του.
Ο αγέρας είχε γεμίσει λόγια μεθυστικά, ερωτικά που έφερνε η αύρα της θάλασσας, ψιθύρους και παραμιλητά της νύχτας. Ο Ήλιος, το φεγγάρι , τ’άστρα οι αχώριστοι φίλοι του , στέκονταν στους τοίχους ντυμένοι τις χρυσές ,ασημένιες φορεσιές τους.
Έβλεπε τον εαυτό του να στέκεται ώρες αντίκρυ στη θάλασσα, σιωπηλό ,ταυτίζοντας την ψυχή του με το απέραντο γαλάζιο της.
Κι εκείνο το γνώριμο κόκκινο φόρεμα ,που άφηνε να διαγράφεται η καλλίγραμμη σιλουέτα της καθηγήτριας του, φιλολόγου της Β’ Λυκείου , φάνταζε τώρα μπροστά του κόσμημα πορφυρό , αστραφτερό γεμάτο εκτυφλωτικές ανταύγειες που καθρέπτιζαν την αληθινή αγάπη.
Φόρτιζε ο αγέρας όταν του μίλαγε μ’ένα παράξενο ηλεκτρισμό, καθώς την κοίταζε, ένα μαγνητικό πεδίο τον έκανε να στριφογυρίζει στην θέση του.
Η καθηγήτρια αυτή, που είχε αντιμετωπίσει το παράπονο θηρίο της εφηβείας του, που ήθελε να μπήξει τα σκληρά του νύχια στη σάρκα του κόσμου. Ενός κόσμου ,που ήταν για το Γιώργο γεμάτος αδικία και μίσος, ένας δολοφόνος της αγάπης και των ονείρων του. Του έλεγε: «Είσαι ευαίσθητο παιδί ,φοβάμαι για σένα.» και κάποια άλλη φορά: « Δύο μεγάλα πράσινα μάτια βλέπω στο τέλος των θρανίων, στο βάθος της μεγάλης τάξης .»
Την αγαπούσε με μια παιδιάστικη αγάπη, που της διέφευγε η σαρκική επιθυμία. Μια αγάπη πέρα για πέρα αληθινή.
Έβλεπε τον πατέρα του, πνιγμένο στον καπνό της πίπας του να του φωνάζει με λόγια σκληρά, ότι οι ονειροπαρμένοι δεν έχουν θέση εδώ μέσα και να κοιτάξει τι θα κάνει με το μέλλον του, γιατί με ξωτικά και γοργόνες ,δεν έζησε κανείς.
Επειδή λοιπόν οι εγγυημένοι δρόμοι, είναι το βατό, το εύκολο ,το σίγουρο, αυτό που κάτι υπόσχεται έτσι και ο Γιώργος, το παιδί υπόδειγμα ,η μεγάλη καρδιά , ακολούθησε σύμφωνα με τις επιταγές του πατέρα το απτό και κατανοητό, σε μια ζωή που το νήμα της δεν ήταν δικό του παρά των άλλων. Τα επαναστατικά μηνύματα της εφηβείας, σ’εκείνες τις εκθέσεις αυτοκαταστροφής ξεχάστηκαν, κάθε αντίσταση ατόνησε.
Το παιδί με τα μεγάλα πράσινα μάτια, που άγγιζε το ΑΠΕΙΡΟ ,Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ,παγιδευμένος σε μια αβάσταχτη ρουτίνα καθημερινότητας.
Σαν αστραπή στάθηκε πάλι στο δωμάτιο η ίδια η προηγούμενη σιωπή, ο υπολογιστής βουβός.
Ο Γιώργος είχε αποκοιμηθεί γνωρίζοντας ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΣΚΗΝΙΚΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ και που θ’αργούσε πολύ η τεχνολογία, ν’αποτυπώσει με τέτοιο τρόπο.
Ένας χαμένος εαυτός που μέσα από μικρούς άψυχους κόσμους υπολογιστικών συστημάτων, ψάχνει την ταυτότητα του;
Μήπως τίποτα από όλα αυτά;
Το μόνο που ίσως παρέμενε να θυμίζει το ονειροπόλο αγόρι, ήταν αυτό το βαθύ, το πράσινο των ματιών του.
Κατερίνα