Οι νύχτα άπλωνε το πέπλο της στα ερημικά σοκάκια της πολης. Δεν ήξερε ποια παρόρμηση τον ώθησε να βρίσκεται εκεί..στην Αθήνα , την πόλη των μεγάλων ευκαιριων , την πόλη του ανώνυμου πλήθους.
Είχε μπουχτίσει από την ζωή που ρουφούσε κάθε δημιουργικό κομμάτι του και τον έστελνε σε μια νιρβάνα..καρφωμένο στο φως της τηλεόρασης ,παλεύοντας μέσα από τα τρίχρωμα λαμπιόνια της να ξεχαστεί , να ναρκωθεί . Βρέθηκε στο Πεδίο του Άρεως ,κοντά στην γειτονιά των νεανικών του χρόνων, εκεί που σκίρτησε για πρώτη φορά η καρδιά από έρωτα . Σαν μαγνήτης το σπίτι στην οδό Καλλιγά τον καλούσε , να δει , να θυμηθεί , να νιώσει , να χαθεί ξανά στο όνειρο μιας χαμένης αθωότητας των χρόνων της ανεμελιάς . Κατευθύνθηκε προς τα εκεί ,βήμα το βήμα ένιωθε όλο και πιο κοντά στο στόχο , οι αισθήσεις άρχισαν να ενεργοποιούνται , η καρδιά έστελνε τον παλμό της σε ολοένα και πιο γρήγορο ρυθμό , το είχε ανάγκη από χρόνια να βρεθεί εκεί , όσο και να το έθαβε μέσα του . Έφτασε , όλα είχαν αλλάξει , τα κλειστά παντζούρια της γκαρσονιέρας έδωσαν το μήνυμα . Τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο , όπως τότε . Η κυρία που είχε το μαγαζάκι στην γωνία της πολυκατοικίας είχε πια γεράσει , οι θαμώνες του παλιού καφενείου έμοιαζαν καρικατούρες από μια ξεχασμένη εποχή . Ένιωσε ένα κενό στην ψυχή ..τίποτε δεν θα είναι το ίδιο ψιθύρισε . Στο βάθος άκουσε μια μουσική προσφιλή , τι ήταν εκεί ; , προχώρησε . Ήταν το κακόφημο στέκι της γειτονιάς , θυμήθηκε την ατολμία να το επισκεφτεί , ορμώμενος από τον φόβο που ένιωθε μήπως και κάτι συμβεί , τώρα δεν τον ένοιαζε τίποτε . Προχώρησε αργά , η βαριά πόρτα άνοιξε και μπήκε σε ένα κόσμο αλλιώτικο ,ήθελε να ξεχάσει . Κάθισε δειλά δειλά στο μπαρ , τριγύρω σε μια ατμόσφαιρα μυστηριακή . Ομορφα κορίτσια της νύχτας αγκαλιά με τύπους μεσήλικες , τελειωμένους από το ποτό , γέμιζαν την μοναξιά με λάγνες ματιές και φερσίματα τόσο προσποιητά που σε έκαναν να γελάς . Οι κομπορρημοσύνες μεταξύ των φίλων έδιναν κι έπαιρναν σ ένα ανταγωνισμό για το ποιος θα καταφέρει να έχει κοντά του την πιο όμορφη , να το παίξει πιο έξυπνος , πιο αλάνι . Παρήγγειλε ένα ποτό στο μπαρ ενώ η ματιά του παιχνίδιζε στο χώρο του μαγαζιού κοιτώντας από τους διαφόρους καθρέφτες ολόγυρα . Δεν πέρασε πολύ ώρα , το παιχνίδισμα στον καθρέφτη είχε αποτέλεσμα .Μια λυγερόκορμη κοπέλα προσέγγισε και κάθισε διπλά στο σκαμπό . I am from Beograd …εσύ; Δεν ήξερε τι να πει...θα με κεράσεις ένα ποτο; συνεχισε με ύφος καλού επαγγελματια. Φυσικά απάντησε εκείνος …ήθελε να νιώσει θύμα απόψε . Άφησε να χαθεί στα δίχτυα της , ενώ οι κουβέντες έμοιαζαν τόσο προσχεδιασμένες , δεν ήθελε να πει τίποτε για εκείνον .Έπλασε μια νέα ζωή ,μια φανταστική ζωή . Ήταν ένας ναυτικός ταλαιπωρημένος από την ζωή , με την αλμύρα της θάλασσας να σκουριάζει τα χρόνια . Ήταν ωραίο αυτό το παιχνίδι , κανένας δεν έλεγε αλήθεια . Ήταν μια θεατρική παράσταση , μια μάσκα , πίσω από την όποια γινόσουν ότι ήθελες , έζησε την στιγμή με πάθος . Το ποτό έλυσε τη γλωσσά , τι έλεγε για τα φανάρια της ιτιάς , τα εβένινα κορμιά της Μπραζιλίας , τα πορνεία στην Μαλαισία ,ένας κόσμος αλλόκοτος σαν παραμύθι με συντρόφια τη λάγνα ματιά που και εκείνη ζούσε το δικό της μαρτύριο μέσα από τα μαύρα σύννεφα του πολέμου και της ανέχειας .Η νύχτα πέρασε ,οι πρώτες αχτίδες πήραν την θέση τους και σιγά σιγά άρχισαν να σκορπούν την πολύχρωμη ουτοπία της νύχτας , ήταν ώρα να φύγει . Για πού όμως ; Επιστροφή στην πραγματικότητα που τόσο τον πονούσε . Βάδισε αργά , όλοι γύρω του κινούνταν σ ένα ξέφρενο ρυθμό , να προλάβουν όλα όσα οι ανάγκες τους πίεζαν να έχουν τελειώσει στη διάρκεια της μέρας .Μέσα στο μυαλό του μια περίεργη μελωδία τον πλημύρισε …I AM FROM BEOGRAD .