Η ζωή της είχε φερθεί καλά. Σχετικά…..
Μεγαλωμένη σε αστικό περιβάλλον, χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις, ούτε επάνω, ούτε κάτω. Ήρεμα, ίσως άχαρα παιδικά χρόνια, χωρίς πολλές αναμνήσεις, κάποιες λάμψεις σποραδικές, με την αγάπη των δικών της, που την έπνιγε όμως.
Αισθανόταν πολλές φορές την ανάγκη να ξεφύγει, από τι? Ούτε και ήξερε, ούτε και έψαχνε να βρει. Θυμός, μέσα της ταρακουνούσε το σύμπαν. Ενέργεια, που καλυπτόταν άψογα πίσω από αφάνταστη οκνηρία. Καμιά φορά μόνο ξέσπαγε σε ενασχολήσεις περίεργες (πως βγαίνει η φωνή από το ραδιόφωνο ? και σε λίγο κατέληγε σε βίδες σωρό και αντιστάσεις διαλυμένες. Γιατί αυτή η πρίζα είναι στραβή? και γλίτωνε φθηνά την ηλεκτροπληξία…). Πάθος, κάθε φορά για άλλο αντικείμενο ή ιδέα ή άτομο, που την παρέσερνε στην άλλη όχθη. Βουτιά μέχρι να κοπεί η ανάσα. Όνειρα, πολλά, όχι αυτά που βλέπει ο κόσμος όταν κοιμάται, όχι… Τα άλλα, με τα μάτια ανοιχτά…. Όνειρα για άλλο παρελθόν και άλλο μέλλον. Άλλο? Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Τι άλλο? Τι διαφορετικό από την ήσυχη, καλοστρωμένη ζωή που είχε? Τάσεις αυτοκαταστροφής, από πολύ νωρίς. Μέχρι και απόπειρα αυτοκτονίας είχε προσθέσει στο βιογραφικό της, απόπειρα χωρίς βέβαια συγκεκριμένο λόγο (και ευτυχώς με άδοξο αποτέλεσμα), απλά γιατί κάτι έλειπε, κάτι αισθανόταν ότι δεν ήταν σωστό…
Τα χρόνια λύγισαν τις ορμές:
η πίεση της μελέτης , η κούραση της δουλειάς, τα χτυποκάρδια που ερχόντουσαν και έφευγαν, η καθημερινότητα, οι υποχρεώσεις , λείαναν τα ξεσπάσματα. Βρήκε κάποια στιγμή τον δρόμο της (?), έκανε οικογένεια, σπιτικό καλό, επάγγελμα αξιοσέβαστο, κοινωνικό κύκλο αξιοζήλευτο… Κάποτε – κάποτε αισθανόταν και ηρεμία, αγαλλίαση, περηφάνια. Πότε? Έμοιαζε αστείο, αλλά οι καλύτερες ώρες ήταν ή όταν δίδασκε (είτε μικρούς είτε μεγάλους) ή όταν μόνη της άκουγε μουσική και ταξίδευε στα αστέρια…. Η ψυχή της τραγουδούσε τότε…. Με κόπο ξανακατέβαινε στη Γη.
Μα πάλι, κάτι την κατέτρωγε.
Τις ώρες που όλοι ησυχάζαν, ο ύπνος δεν της έκανε παρέα. Σκεφτόταν – ή χάζευε, ανάλογα πως θα το έκρινε κάποιος. Απραξία και οι σκέψεις ανάκατες (Γιατί ζω σε αυτή τη χώρα? Τι θα φορέσω αύριο? Τι καλύτερο θα μπορούσα να έχω κάνει σήμερα?) σπρώχναν τις άφωνες ώρες. Να ξημερώσει! μα όχι! – όχι ακόμη…
Ήταν Τρίτη,
Απόγευμα,
Για καφέ σε φίλες.
Για πλάκα, μία είπε να ρίξει τα χαρτιά. Δεν είχε άποψη, δεν είχε δοκιμάσει ποτέ κάτι τέτοιο! Οι φίλες άρχισαν να την πειράζουν : «καλά, από ποιόν πλανήτη είσαι? Σοβαρά, ποτέ δεν έχεις δοκιμάσει? Δεν έχεις περιέργεια για το μέλλον?» Υποχώρησε. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά…. «Ρίξε σε εμένα πρώτα, να δούμε τι θα βρεις» – είπε χαμογελώντας (κι ένα φως θαρρείς πως φώτισε τις γωνιές των ματιών της). Η ψυχή της κάτι ήθελε να της πει, αλλά με τα γελάκια και τις φωνές των κοριτσιών δεν άκουγε….
«Τι βλέπω εδώ?» χαμογελαστή ρώτησε η «ειδική». «Πόσες εμπειρίες, πόσοι άνθρωποι, πόσα κατορθώματα! Η ζωή, καλή μέχρι τώρα, ε? Και έχεις συνέχεια, έχεις όνειρα, στόχους πολλούς! Μα τι θα πρωτοπρολάβεις? Έχεις μεγάλη ψυχή, αλλά κατσουφιάζει πότε - πότε! Και διαφορετική, δεν μοιάζει με καμιά. Δεν…. (– σοβάρεψε) … - δεν μπορώ να το εξηγήσω! Μα, από πού είσαι???» (τι ερώτηση κι αυτή! Αφού στην ίδια πόλη είχαν γεννηθεί, το ήξερε καλά!) «Τι περίεργο φως!» μουρμούρισε κάποια από την παρέα και γύρισαν όλες τα μάτια τους επάνω της.
Το κεφάλι της βούιζε, ένας θόρυβος πρωτόγνωρος, πρωτάκουστος, όχι στα αυτιά της, αλλά στην καρδιά της, στην μνήμη της… Ο καθρέπτης έσπασε, και να: ΑΖ132, μετά ΕΛΙΝΟΡ 65, άλλος γαλαξίας, μετά Γή! Και βέβαια, τώρα όλα ξεδιαλύνονταν. Δεν ήταν η πόλη της, δεν ήταν η χώρα της, δεν ήταν ο πλανήτης της. Απλά είχε έρθει εδώ για να προσφέρει, να στηρίξει, να συμπαρασταθεί, να διδάξει τους ανθρώπους και μετά να συνεχίσει αλλού. Όπου υπήρχε ανάγκη…. Τώρα όλοι οι προηγούμενοι κόσμοι πέρναγαν μπροστά της, με ταχύτητα φωτός. Το σύμπαν έμοιαζε μικρή γειτονιά. Τα μάτια της (αυτά τα ωραία, εκφραστικά μάτια) κοίταζαν το άπειρο και έβλεπαν τα πάντα. Η γαλήνη βρήκε την πόρτα της ψυχής της. «είμαι εδώ για τους άλλους!» μονολόγησε στον εαυτό της, «η αποστολή πρέπει να συνεχιστεί!» Έκλεισε τα βλέφαρα για ένα νανοδευτερόλεπτο – οι φίλες της δεν κατάλαβαν τίποτε! – και ταξίδεψε μέχρι το τόπο που γεννήθηκε, είδε τους όμοιους της, άκουσε τις εμπειρίες τους, ένοιωσε την δύναμή τους και γύρισε με δύναμη, με κουράγιο, με στόχους, με σοφία.
Η ζωή της από εδώ και πέρα, δεν θα είχε διακυμάνσεις, όλα τα κομματάκια του παζλ είχαν μπει στην θέση τους. Θα βοηθούσε και θα έφευγε – πότε? δεν ήξερε – Το σύμπαν την περίμενε…..