Sub Menu

Eίσοδος Μελών

Who's Online

Έχουμε 221 επισκέπτες συνδεδεμένους

Καλώς ήρθατε

στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.

Εκτύπωση PDF
RSS
Logo Gate * Ποίηση Διονύσιος Σολωμός (1798 – 1857), ο Εθνικός μας Ποιητής. ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ - ΕΘΝ. ΥΜΝΟΣ
 

Διονύσιος Σολωμός (1798 – 1857), ο Εθνικός μας Ποιητής. ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ - ΕΘΝ. ΥΜΝΟΣ Hot

Διονύσιος Σολωμός (1798 – 1857), ο Εθνικός μας Ποιητής. ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ  - ΕΘΝ. ΥΜΝΟΣ

Ένα Ποίημα, ένας Ύμνος, ο Εθνικός μας Ύμνος, τόσο Διαχρονικός και Επίκαιρος, όσο και τη στιγμή που γράφτηκε από τον μεγάλο μας Ποιητή.

Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετρά τη γη. (1)

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά ! (2)

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
Κι’ ένα στόμα εκαρτερούσες,
Έλα πάλι, να σου πει. (3)

Άργειε να’ λθη εκείνη η μέρα,
Και ήταν όλα σιωπηλά,
Γιατί τα σκίαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά. (4)

Δυστυχής ! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λες
Περασμένα μεγαλεία
Και διηγώντας τα να κλαίς. (5)

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
Φιλελεύθερη λαλιά,
Ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
Από την απελπισιά. (6)

Κι’ έλεες : πότε, α ! πότε βγάνω
Το κεφάλι από τς ερμιές ;
Κι αποκρίνοντο από πάνω
Κλάψες, άλυσες, φωνές. (7)

Τότε εσήκωνες το βλέμμα
Μες στα κλάματα θολό,
Και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
Πλήθος αίμα Ελληνικό. (8)

Με τα ρούχα αιματωμένα
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
Να γυρεύης εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά. (9)

Μοναχή το δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες
Εάν η χρεία τες κουρταλή. (10)

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
Αλλ’ ανάσασιν καμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά. (11)

Άλλοι, οϊμέ ! στη συμφορά σου
Όπου εχαίροντο πολύ,
Σύρε να βρης τα παιδιά σου,
Σύρε έλεγαν οι σκληροί. (12)

Φεύγει οπίσω το ποδάρι
Και ολογλήγορο πατεί
Ή την πέτρα ή το χορτάρι
Που τη δόξα σου ενθυμεί. (13)

Ταπεινότατη σου γέρνει
Η τρισάθλια κεφαλή,
Σαν πτωχού που θυροδέρνει
Κι’ είναι βάρος του η ζωή. (14)

Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
Ή τη νίκη ή τη θανή. (15)

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα Ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά ! (16)

Μόλις είδε την ορμή σου
Ο ουρανός, που για τς εχθρούς
Εις τη γη τη μητρική σου
Έτρεφ’ άνθια και καρπούς. (17)

Εγαλήνευσε και εχύθη
Καταχθόνια μια βοή,
Και του Ρήγα σου απεκρίθη
Πολεμόκραχτη η φωνή. (18)

Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν
Χαιρετώντας σε θερμά,
Και τα στόματα εφωνάξαν
Όσα αισθάνετο η καρδιά. (19)

Εφωνάξανε ως τα’ αστέρια
Του Ιονίου τα νησιά,
Και εσηκώνανε τα χέρια
Για να δείξουνε χαρά. (20)

Μ’ όλον που’ ναι αλυσωμένο
Το καθένα τεχνικά,
Και εις το μέτωπον γραμμένο
Έχει : Ψεύτρα Ελευθεριά. (21)

Γκαρδιακά χαροποιήθη
Και του Βάσιγκτον η γη,
Και τα σίδερα ενθυμήθη
Που την έδεναν καυτή. (22)

Απ’ τον Πύργο του φωνάζει
Σαν να λέει σε χαιρετώ,
Και τη χήτη του τινάζει
Το Λεοντάρι το Ισπανό. (23)

Ελαφιάσθη της Αγγλίας
Το θηρίο, και σέρνει ευθύς
Κατά τα’ άκρα της Ρουσίας
Τα μουγκρίσματα της οργής. (24)

Εις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη ειν’ δυνατά
Και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
Μια σπιθόβολη ματιά. (25)

Σε ξανοίγει από τα νέφη
Και το μάτι του Αετού
Που φτερά και νύχια θρέφει
Με τα σπλάχνα του Ιταλού. (26)

Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
Γιατί πάντα σε μισεί,
Έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,
Να σε βλάψη, αν ημπορή. (27)

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
Πάρεξ που θα πρωτοπάς
Δεν μιλάς και δεν κουνιέσαι
Στες βρισιές οπού αγρικάς. (28)

Σαν τον βράχον οπού αφήνει
Κάθε ακάθαρτος νερό
Εις τα πόδια του να χύνη
Ευκολόσβηστον αφρό. (29)

Οπού αφήνει ανεμοζάλη
Και χαλάζι και βροχή
Να του δέρνουν τη μεγάλη,
Την αιώνια κορυφή. (30)

Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
Οποιανού θέλει βρεθή
Στο μαχαίρι σου αποκάτου
Και σε κείνο αντισταθή. (31)

Το θηρίο π’ ανανογιέται,
Πως του λείπουν τα μικρά,
Περιορίζεται, πετιέται,
Αίμα ανθρώπινο διψά. (32)

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
Τα λαγκάδια, τα βουνά,
Κι’ όπου φθάση, όπου περάση,
Φρίκη, θάνατος, ερμιά. (33)

Ερμιά, θάνατος και φρίκη
Όπου επέρασες κι εσύ
Ξίφος έξω από τη θήκη
Πλέον ανδρείαν σου προξενεί. (34)

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
Της αθλίας Τριπολιτσάς
Τώρα τρόμου αστροπελέκι
Να της ρίψης πιθυμιάς. (35)

Μεγαλόψυχο το μάτι
Δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
Και ας είν’ άρματα γεμάτη
Και πολέμιαν χλαλοή. (36)

Σου προβαίνουνε και τρίζαν
Για να ιδής πως είν’ πολλά
Δεν ακούς που φοβερίζουν
Άνδρες μύριοι και παιδιά ; (37)

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θα σας μείνουνε ανοιχτά
Για να κλαύσετε τα σώματα
Που θε νάβρη η συμφορά. (38)

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
Του πολέμου αναλαμπή
Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
Λάμπει, κόφτει το σπαθί. (39)

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη ;
Λίγα τα αίματα, γιατί ;
Τον εχθρό θωρώ να φύγη
Και στο κάστρο ν’ ανεβή. (40)

Μέτρα…. Είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν. (41)

Εκεί μέσα ακαρτερείτε
Την αφεύγατη τη φθορά
Να, σας φθάνει, αποκριθήτε
Στις νυκτός τη σκοτεινιά. (42)

Αποκρίνονται, και η μάχη
Έτσι αρχίζει οπού μακριά
Από ράχη εκεί σε ράχη
Αντιβούιζε φοβερά. (43)

Ακούω κούφια τα τουφέκια,
Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
Ακούω τρίξιμο δοντιών. (44)

***



Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews

Κριτικές : Advanced Search

Κατηγορία:     Keywords: