♦ Πανικόδρομος, ο κήπος των εύοσμων ανθέων πρωτοστατεί στις αναρτήσεις των κοινότοπων επιδιώξεων του καθιερωμένου. Η συναλλαγή πράξη νομοθετημένη και εγκατεστημένη στο βαθυστόχαστο υπόγειο της καθεστηκυίας νοοτροπίας, κρέμεται απροκαλύπτως στα σύρματα, χωρίς να προκαλεί ιδιαιτέρως το από χρόνους απογοητευμένο βλέμμα του μεσόκοπου χαμόγελου, το καταγεμισμένο με τον κυκεώνα του δαιμονιώδους κατασκευαστή των ειδήσεων.
♦ Μεσοπρόθεσμοι διάλογοι της εγκαθιδρυμένης από τους γραμμένους μυστικούς κώδικες παραβατικότητας δυσοσμούν την ήδη βρομερή περιρρέουσα ορατότητα.
♦ Αλαζονεία σφιχταγκαλιασμένη με την ηλιθιότητα αποσβολώνει τη στοιχειώδη λογική επάρκεια και εξακριβώνει την παγιωμένη ασυνταξία της πολυμορφίας της κρίσεως.
♦ Κόσμοι με προθέσεις να ορίζουν την κατάπτωση, ευλύγιστοι άρχοντες, σημαντικοί σαλτιμπάγκοι, θεμέλια της σαθρότητας, εκφωνήματα επιτυχίας λασπωμένης, πολυλογάδες της γραμμής, υπέρθυρα γκρεμισμένων αρχοντικών, παλαιόμορφοι περιφερόμενοι στοχαστές του εργοταξίου μιας συμφοράς πανάρχαιας, διορίζουν επιτυχώς το εξεικόνισμα του θλιβερού στη λέξη με τα έξι γράμματα.
♦ Και απεσύρθησαν τα φωνήεντα διαμαρτυρόμενα για την ηχορρύπανση του υπόκωφου γδούπου των συμφώνων.
♦ Ξερά χόρτα και τετράποδα με πληγωμένες μουσούδες να αναζητούν το χλωρό. Μαγκωμένες, βαριές οι ανάσες και ένας ήλιος να καίει απίστευτα.
♦ Πέτρες πυρωμένες να φτιάχνουν το χνότο του Ήλιου όταν αλήτισσες σταγόνες άφηναν ασυλλόγιστα το κύμα ψάχνοντας τις αισθήσεις στην επιφάνεια των βράχων.
♦ Μονόλογοι των διαστημάτων και αποστάσεις να κρύβουν τη μοναξιά της διαφορετικότητας.
♦ Πελώριοι εφιάλτες, σκευρωμένες σανίδες, σφαλισμένα παράθυρα. Καθισμένα πουλιά, σπασμένα τζάμια, ξεκούρδιστα έγχορδα, μεθυσμένες αναπνοές.
♦ Ηχογραφημένη, παράνομη αποκαθήλωση της κακοσμίας.
♦ Σύννομο και άλφα στερητικόν στη χορωδία των ανυπόληπτων ομοιωμάτων του υψηλού κατάπτυστου οικοδομήματος.
♦ Γηπεδική πολιτική και τα πεπραγμένα συνθήματα πανηγυρισμού, όχλου συνθέματα, παράνοια πανηγυρική, μονοδιάστατη.
♦ Συμψηφισμός της βρόμας πολύχρωμος.
♦ Και ένα ψιλόβροχο να αδιαφορεί για τη θρασυλογία του κατακαλόκαιρου.
♦ Στο χώμα ένας γάιδαρος αφήνει τις ρυτίδες του στο παλιό μονοπάτι. Στο πλάι δυο χείλια ρουφούν τον μεγάλο αέρα. Κλειδωμένη φωνή να σέρνεται στις πεζούλες. Λιτανεία των στιγμών. Θριαμβολογία της ασυνέπειας των κανόνων. Παρατυπία του φθινοπώρου στην ιχνογραφία του καλοκαιριού.
♦ Στην άμμο τα σώματα συλλογίζονται τα κρυμμένα και παιδικές φωνές, διαλείμματα του χειμώνα επαναφέρουν στα στόματα των ενηλίκων τις αρνητικές εκφορές λόγου σκορπίζοντας τοιουτοτρόπως την καθιερωμένη ανεμελιά της αθωότητας.
♦ Στην εξώθυρα του πρέπει γυμνοί αλητάμπουρες παραμιλούν την πρωτόλεια ειρωνεία τους.
♦ Γερασμένες οι φωνές και ανικανοποίητες οι παραπομπές της ζωής ψάχνουν το πρωτότυπο του κειμένου. Όνειρα βρεγμένα στα μισόκλειστα βλέφαρα και ανεπαίσθητοι μορφασμοί των κορμιών να εκθέτουν τη νοημοσύνη των αισθήσεων.
♦ Στα ραδιόφωνα τραγούδια να παρανοούν την αισθητική και πλαδαρές μορφές χυδαιότητας να μουντζουρώνουν το μικρό βαρκάκι που τόλμησε να ξεμπουκάρει απ’ το λιμάνι.
Ένα λυγισμένο καλάμι, μια ηλιοκαλύπτρα και μια αγιογραφία της εποχής ξένη με την παράγραφο.
♦ Ένα φτερό, ένα δελφίνι συμπλήρωσε τη ζωγραφιά.
♦ Ακινητοποίησε την εικόνα και καθυστέρησε την αυθάδεια του απογεύματος.
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ