Ήταν καθισμένος και μετρούσε τις ιστορίες. Προσηλωμένος. Η φωτιά σιγανή. Στα χρώματα, στις διακοπές του σταχτιού, η φλόγα μαρτυρούσε το παραμύθι. Στα παιχνιδίσματα στους μικρούς καπνούς, που φτιάχναν τις παράξενες σκιές. Σταματούσαν οι φωνές, μισόκλειναν τα μάτια. Σφίγγαν τα χείλια, πέφταν οι στιγμές, περνούσαν τα άλογα στολισμένα.
Πρωτομηνιά!
Αέρας κι η θάλασσα να αγριεύει. Στάλες στα τζάμια. Κρύο. Μυρουδιές. Και μια γάτα να κουλουριάζεται. Στο μεγάλο ρολόι τα λεπτά περίμεναν να γλιστρήσουν. Η προσμονή χιλιοτραγουδισμένη, έδινε τη γλύκα της. Μια λάμπα πετρελαίου. Τρεμάμενη φλόγα. Στο γυαλί τα σχήματα απ’ τον αέρα που ’μπαινε απ’ τις χαραμάδες.
Αγκαλιές, φιλιά και λαμπερά τα μάτια. Καλή χρονιά και τα γέλια, νερά να πλημμυρίζουν. Και μετά εκείνο το κόμπιασμα να σταματά στον λαιμό. Η αγωνία. Και τα δάχτυλα να ερωτοτροπούν βασανιστικά με τις κορδέλες. Και μετά ένα ολοστρόγγυλο όμικρον να κάθεται στο στόμα.
Ένα ξύλινο στρατιωτάκι με ένα μεγάλο καπέλο και φανταχτερή στολή. Ένα λοφίο κόκκινο και ένα μαγικό σπαθί.
Εικόνες γρήγορες να φωλιάζουν στο μυαλό. Περάσματα της ζωής, μοναδικότητα της μνήμης.
Πρωτοχρονιά!
Στους έρημους δρόμους. Στους γυμνούς στύλους το φως υπογράφει τη μοναξιά. Αυτοκίνητα σταματημένα, εξώπορτες σκοτεινές.
Σιωπή!
Κρύο και μια βροχή δυνατή!
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ