◆ Ο Απρίλιος στέγνωσε πάνω στις μέρες του τα υπόλοιπα της ηλιθιότροπης νοοτροπίας και στο φανέρωμα οι εφιάλτες, ξεφωνητά της συνήθειας, έδωσαν τα διαπιστευτήριά τους.
◆ Ευλογημένη η κρίση αποσαφηνίζει χωρίς έλεος τις αιτίες και η συνοικία της ελαφρότητας τραβά τον δρόμο που της αξίζει αφήνοντας στο διάβα της τη συνέχεια μια ακατάφραστης θλίψεως.
◆ Στα καταστήματα των αριθμών οι συναλλαγές αφήνουν τον πανικό στον συνωστισμό και η ζωή χαμένη παντελώς περιορίζεται στην ανάγνωση του περιστατικού, αφήνοντας στον μορφασμό το ψέλλισμα του ερωτηματικού.
◆ Στην καθημερινότητα οι λεπτομέρειες μετανάστευσαν σε τόπους χλοερούς, ενώ η παχυσαρκία της ευήθειας πνιγηρή και ομιχλώδης διαδίδεται παντούθε.
◆ Και είναι να τραβάς την κυματοειδή κατάληξη της κόμης περιπλέκοντας στα δάχτυλα την απορία, ξεστομίζοντας ταυτοχρόνως όλα εκείνα τα χαριτωμένα κοσμητικά χαρακτηριστικά της απεραντοσύνης της αγανακτήσεως.
◆ Ακούσματα περιορισμένης αισθητικής, ενώ ο ερωτικός λόγος παρηκμασμένος συνοψίζεται στην πρόθεση, αφήνοντας το ρήμα να βολοδέρνει αποπροσανατολισμένο.
◆ Στον ήλιο ξεθωριάζουν τα νεφελώματα και στις συναντήσεις οι απόψεις, μωρολογήματα της επικοινωνίας, προσπαθούν εις μάτην να φτιάξουν την πρωτεύουσα σύνταξη της προτάσεως.
◆ Οι λέξεις κάνουν τα κείμενα στολισμένους ανθόκηπους και η γραφή της κατευθύνσεως δίνει στην ανυπαρξία τον ορισμό της, ενώ η σκέψη αλλήθωρη παραμιλά στη μοναξιά της.
◆ Στην επικράτεια οι μέρες περνούν αγνοώντας την εποχή της ανοίξεως. Οι άνθρωποι φωνάζουν δυνατά τα φωνήεντα επιβεβαιώνοντας την ανάγκη τους και στις σελίδες τα κείμενα επιδεικνύουν το προφανές, καθιστώντας τα φλυαρήματα πρωτοσέλιδα επικοινωνιακής επιταγής.
◆ Τερατουργήματα ένθεν κακείθεν και οι γραφίδες ταλαντούχες εταίρες παρασύρουν την ομορφάδα της περιγραφής εντυπώνοντας στα επίθετα τη συμπεριφορά των υποκειμένων.
◆ Στην επεξεργασία των σειρών γυμνό το νοηματικό ξεδιάλεγμα παρερμηνεύει την επικινδυνότητα ρίχνοντάς την ξεμαλλιασμένη στους ρυθμούς μιας αλλοπρόσαλλης συλλογιστικής.
◆ Παραγύρως μύγες στα περιττώματα, μαύρα σημειώματα στα τετράδια και στις συνελεύσεις ασυνάρτητα τα εκφωνήματα διαπομπεύουν τη νοημοσύνη στους κάδους των απορριμμάτων.
◆ Η καθημερινότητα της γελοιότητας ολίγιστη πραγματικότητα εκπέμπει συνεχώς και αδιαλείπτως δείχνοντας με το τεντωμένο δάχτυλο την ανοχή των καθισμένων.
◆ Ορθογώνιας ευτραπελίας το ανάγνωσμα, πρόσχωμεν.
◆ Και το εξεικόνισμα προλογίζει τη συνέχεια απροσχημάτιστα.
◆ Τοιουτοτρόπως τα αφήνεις να πάνε προς χάριν του επιμυθίου δίνοντας στα διαστήματα τα αποσιωπητικά της υπονοούμενης σιωπής.
◆ Στην αντίπερα λέξη ο τρόπος αναζητά τον τόπο και στα χαμηλά μια λιποταξία της χαράς γέμισε έναν κουβά με θαλασσόνερο.
◆ Νοσταλγία στη φαντασία και οι μέρες σκάλωσαν στην υπομονή.
◆ Ένα ξαπλωμένο σώμα στην άμμο μια ανάγλυφη γοργόνα κάτω απ’ τον γλάρο και ένα τραγούδι με τον βοριά στις παρειές των κυμάτων.
◆ Παραμίλημα καλοκαιρίας στα διπλανά νερά στην αλμύρα των πρώτων βημάτων.
◆ Στην εξώθυρα του ονείρου.
◆ Στο ιερό των φαντασιώσεων.
Μυογράφημα
Χρόνια τώρα. Κρεμασμένο στους ώμους. Μακρύ και ρέμπελο. Χρήσεως σημαντικό δεξιού τοπίου ευρισκόμενο αντανακλάσεως αντιδραστικό. Περιποιημένο στα όρια της τριχός τρυφερό, απαλό και παιχνιδιάρικο. Από καιρού εις καιρόν με ήλιο, χιόνι και βροχή, πολυμορφικό και καλυμμένο με όλα τα ενδύματα και τους χρωματισμούς. Αναλόγως των περιστάσεων. Κι ήταν πάντα έτοιμο. Υπερκινητικό συμπλήρωμα των εκφράσεων, συνόδευε την ακατάσχετη πολυλογία δίνοντας στον τόνο την αντίστοιχη μελωδία.
Αυτοματοποιημένο στις εκφορές του λόγου με την απάντηση στις μικρές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Στην κατάφαση να αναποδογυρίζεται η παλάμη και στην απόρριψη η συνεχόμενη περιστροφή του καρπού να αντιλέγει ρίχνοντας το φτύσιμο στη συνέχεια.
Στην κατάληξη της προεκτάσεως πέντε τον αριθμό. Λεπτά με όνυχες κομμένους στην εντέλεια με μια λεπτή χρυσή λεπτομέρεια να δίνει στην πολυτέλεια την υπογραφή της.
Τα δυο σημαντικά κάναν τη δουλειά της περιγραφής, τα υπόλοιπα απλώς στήριζαν την επιχειρηματολογία.
Κι εκεί όπου έδινε τα πάντα ήταν στην αφορμή. Τότε, τεντωμένο έδειχνε με τα τρία μαζεμένα και καπάκι το κοντόχοντρο να συγκρατεί το ανασήκωμα. Κοφτά και δυνατά στο πάνω και στο κάτω με τις ριπές των λεξημάτων να διασχίζουν τον αέρα και το δάχτυλο στο απέναντι χαμηλωμένο μάτι να δείχνει στην παρατήρηση το πρέπει των γραμμένων.
Ενώ στους λεπτοδείκτες έφευγε η στιγμή παρακολουθώντας.
Όνειρος
Βγαίνεις και χάνεται η λαλιά
Όταν ανοίγεις στο βλέμμα
Γέρνεις στα λευκά τείχη
Και ψάχνεις στις πλαγιές
Το βαθύ μονοσύλλαβο
Που κρέμεται
Λίγο πιο πάνω από σένα
Πώς να σε φωνάξω
Πες μου ένα όνομα
Στα σιγανά
θα σ’ ακούσω
κι έφυγε ο ψίθυρος
στα ανοιγμένα χέρια
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
τεύχος 1755 στις 11 Απριλίου 2013
Γεώργιος Μ. Θεοδοσίου