♦ Ημέρες της γενικής των παθών.
♦ Στην προετοιμασία της εγκαταλείψεως των πολύβουων λεωφόρων οι κινήσεις βιαστικές περιπλέκονται με την αμηχανία της καθυστερήσεως του χρόνου.
♦ Στον νου τα περασμένα δίνουν στο σήμερα την ομορφιά των νοσταλγικών στιγμών και στην προσμονή η ζωγραφισμένη επιθυμία παρουσιάζεται φτιάχνοντας το χαμόγελο αλλοτινών καιρών.
♦ Ρημαγμένα τα συναισθήματα αποθηκεύονται στα κλειδωμένα δωμάτια και η συλλογιστική διαδικασία αναγκαίου κακού ερμηνεύει τα αποτελέσματα της οράσεως αφήνοντας τους μορφασμούς να απορρίπτουν την πολυλογία.
♦ Τα λιμάνια, τοπία αναχωρήσεων των εορτών, συγκεντρώνουν τις διαθέσεις των παρισταμένων. Ανάμεσα στις φωνές εναλλάσσονται οι τίτλοι των παραγράφων και χαμόγελα πρόσκαιρα, της ψευδαισθήσεως χαριτωμένα γραφήματα, αναμεταδίδουν την απλότητα της ευτυχίας.
♦ Στις πρώτες σελίδες ο φόβος κατευθυνόμενος και εφιαλτικός μονολογεί στα χειρότερα τις συλλαβές του, ενώ η άνοιξη διαμαρτυρόμενη αγνοεί την επιτήδευση των γραμμών.
♦ Στον μέλλοντα η αιτιατική θα λοιδορήσει τα
κατασκευάσματα της ιστορίας ρίχνοντας στο περιθώριο την κακογραμμένη αφήγηση, ενώ οι παρενθέσεις θα απομονώσουν την κακοφωνία.
♦ Έτσι όπως αρμόζει στη συνέχεια.
♦ Ο Μάιος θα φτιάξει τους μύθους του, θα προλογίσει την καλοκαιρία φροντίζοντας με τις εικόνες του την επανάληψη της απολαύσεως.
♦ Στους τοίχους η μοναξιά θα αναρριχηθεί αποκαλύπτοντας την καθημερινότητα και οι διέξοδοι θα αποκαθηλώσουν τη μαγεία του απρόσμενου.
♦ Επεξηγήσεις της σκέψεως όταν εκείνη καταφεύγει ερημαία στα περιφραγμένα όρια του μέσου όρου.
♦ Και μια μάγισσα έπεσε απ’ τη σκούπα της αφήνοντας στη διήγηση τα δευτερολογήματα μιας ανούσιας περιγραφής.
♦ Στην αποβάθρα η νύχτα σκυθρωπή. Στα καφενεία, η σιωπή αφήνει το βλέμμα να ταξιδεύει στα πλαϊνά των μικρών πλεούμενων και η χαρακτηριστική ερωτηματική εκφώνηση «τι άλλα;» αποσαφηνίζει τον ορισμό της πλήξεως.
♦ Ανακοινώσεις εν συντομία, επιφωνήματα δύσμορφης καταλήξεως και οι αναστεναγμοί μετά κτύπου, συνοδευτικοί της προπόσεως, ξορκίζουν την ακολουθία της συζητήσεως.
♦ Στην ανάγκη του γέλωτος στο συμπλεγματικό των προτάσεων οι πολιτικοί χαρακτηρισμοί των βαρυπρεπών κλέβουν την αναπαράσταση και τα ερωτήματα περί της ηλιθιότητας του τάδε και του δείνα πολυτελούς αποκρυπτογραφούν τον σαρκασμό των φωνηέντων.
♦ Βοριαδάκι και στο αντικαθρέπτισμα η προσταγή του φωτός να κτυπά κατάστηθα το πέλαγος. Ένα γραμμένο θαυμαστικό μες στο σκοτάδι να ξεπερνά τα σημεία, φανάρι απ’ τα ψηλά να σέρνεται στη θάλασσα.
♦ Εμβροντησία και στα σώματα η νοημοσύνη αποστηθίζει το εξεικόνισμα, ενώ στις ματιές η μοναξιά γίνεται γιορτή, υμνολόγημα των αναμνήσεων.
♦ Στην μπούκα κόκκινο, πράσινο και το αντιμά-μαλο δώρο αντιθέσεως στην ευχή νανουρίζει την είσοδο του μικροκάικου.
♦ Και ο ήχος διακόπτει στολίζοντας τον παφλασμό με την αλαζονεία της μοναδικότητας, αφήνοντας στον επίλογο δυο σταγόνες απ’ τη βροχή της θάλασσας.
♦ Αισθητική μεγαλειότητα στην μικράν νήσον κάτω απ’ το ξεπεσμένο φεγγάρι των αποχρώσεων των στιγμών.
♦ Εν Τήνω.
Mυογράφημα
Στην ακτογραμμή παρά τη θάλασσα. Όπως το φίδι σερνόταν δίπλα στην κατάληξη του κύματος. Διάδρομος ραμμένος στην αμμουδιά με τις στροφές να απομονώνουν τη μονοτονία. Αλμυρίκια στις δυο πλευρές, αψίδες της ομορφιάς συνοδεία χλοη-φόρος πάνω στο μπλε και δίπλα στις κτισμένες πέτρες.
Ασπρογάλανο. Ουρανός και θάλασσα. Και ένας καπνός από σύννεφα πλουμίδι βορινό να δίνει όσο γκρίζο χρειάζεται κάτω απ’ τον ήλιο.
Όρμοι της απανεμιάς, φωλιές για ψαροπούλια, βράχοι μικρομέγαλοι, γλυπτά της ερωτοτροπίας, ακουμπισμένα λόγια, θαλασσινά γράμματα, πόνοι και δάκρυα.
Βάρκες να αρμενίζουν, γλάροι να σεργιανούν, παιδιά να σκαλίζουν ονόματα, νεράιδες και θεριά σημειώματα της ομορφιάς όταν στο κρυφοπαίξιμο της φωτεινής ακτίνας φανερώνεται το χαμόγελο του καλοκαιριού.
Στον μικρό προβλήτα ένα καλάμι, ένα ψάθινο σκιαδί. Ψωμοτύρι σαν τόπι ζυμωμένο. Τρίχα ψιλή και μια σαλαγκιά δεμένη με μαστοριά να κρατά την ευθεία με χάρη στο πέταγμα.
Επιτήδεια δάχτυλα και να το σπαρτάρισμα, κέφαλοι και γύλοι, πέρκες και χειλούδες. Στο ανοιγόκλεισμα στο καπάκι της πλεγμένης υποδοχής στο καταμεσήμερο να πέφτει η πραμάτεια πλαταγίζοντας θορυβώντας.
Στο βάθος, εκεί που χανόταν το μάτι, ένα σημάδι ερχόταν αργά φτιάχνοντας τη μορφή. Στο λευκό, στο μπέρδεμα, ανάμεσα στη σκιά, η αντηλιά δρομολόγησε το όνειρο. Ξυπόλυτο σώμα, αερικό της αλμύρας, θεά του πελάγους.
Στο σταυροκόπημα.
Σηκώθηκε η θάλασσα βουβή και ξέβρασε.
Το όνομα.
Τριλογία
Φάσμα της διασποράς
Εξυφαίνεται
Αποκαλύπτοντας
Τα φαινόμενα της διαθλάσεως
Του λόγου
Της ποιήσεως σιωπές
Των ακολουθιών
Οι αφαιρέσεις
Άρθρα συνέχειας
Αναπνοής εντυπώματα
Γραφή της μονοκοντυλιάς
Στην επικεφαλίδα του πελάγους
Όπως ξεχωρίζουν οι καταλήξεις
Και λίγο πριν αγριέψει
Ο χρόνος
Όταν στο κατέβασμα
Απ’ τα ψηλά
Ξεσηκώνονται τα κύματα
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
τεύχος 1758 στις 2 Μαΐου 2013
Γεώργιος Μ. Θεοδοσίου