♦ Επιμύθιον της ψευδορρημοσύνης!
♦ Στους ύστερους αριθμούς της καλοκαιρίας. Ο μορφασμός σκέβρωσε το χαμόγελο και το αντιλαμπύρισμα στην οριζόντια επιφάνεια της απεραντοσύνης έδωσε στον εφιάλτη τον επιθετικό προσδιορισμό της καλής μαρτυρίας.
♦ Στου Αυγούστου τα υπόλοιπα οι ματιές μελαγχολικές περιέγραψαν τους επερχόμενους δαίμονες και ο βοριάς, περιστρεφόμενος πλανευτής, παρέδωσε στα χαμηλά της σελίδας τη σκόνη της επιστροφής.
♦ Σιωπηλά τα τελευταία αγγίγματα και τα στόματα, περιφραγμένα χάσματα, αναστατώνουν βιαστικά τις καταλήξεις των στιγμών, αφήνοντας από καιρού εις καιρόν μακρόσυρτο θόρυβο επιμανούς νοσταλγίας.
♦ Ο ακτινοβόλος στην επιμονή του, σκαλωμένος στο στερέωμα περιπαίζει με τα χρώματα τη σύνθεση και βιαστικά τα βήματα φανερώνουν τον εκνευρισμό της εγκατάλειψης. Εμμονές των στοιχείων, παραπλάνηση γραμμένη στα πλευρά των ίσκιων που μονολογούν την απόγνωσή τους.
♦ Εφήμερα παραστρατήματα αληθοφανούς περιεχομένου, ερωτικός λόγος περιορισμένων λεξημάτων και σφραγισμένες εκφορές να αποκρύπτουν την πρωτογενή ερμηνεία των επιθυμιών.
♦ Και στα κατάστιχα των επιφανών η ανθρωποφαγία, κείμενο της κρίσεως, προτεραιότητα των αιλουροειδών γυαλιστερών επιδερμικών διπόδων, σκεπασμένη παράγκα πολιτικής ξύλινης αποκλίσεως, γεμίζει με λάσπη το μπερδεμένο συμπέρασμα.
♦ Και ένα τραγούδι χιλιοειπωμένου ρυθμού αφήνει στο ακαταλόγιστο την αδιαφορία του συναισθήματος, ενώ μεταμφιεσμένα τα κύματα αναμασούν την καταντημένη έννοια της ελπιδοφόρας αναπαραστάσεως.
♦ Υπάλληλοι αστειογραφήματος νηπιακής καθοδηγήσεως, σιδερωμένοι επισκέπτες καλοστημένου σχεδιαγράμματος αποπροσανατολίζουν κινδυνολογώντας τη διαδρομή της αναπνοής.
♦ Αναγγελίες με τις διαφορετικές προθέσεις να επισυνάπτουν τις λεπτομέρειες αναλόγως των περιστάσεων και κατακαημένο το διαπόρημα πασχίζει στην ανοιχτωσιά των επιφωνημάτων να βρει την επόμενη παράγραφο.
♦ Άνεμος πολυφωνικός κατεβαίνει απ’ την πλαγιά της χειροποίητης κλίμακας. Στους σμιλευμένους βράχους των παλαιότροπων εκδηλώσεων της μυθολογίας. Στα κρατημένα χώματα με την πέτρα να αγκαλιάζει στο περιχάραγμα τα ροζιασμένα δάχτυλα της αγωνίας. Περίτεχνα αριστουργήματα, γειρτές κολώνες, θόλοι επουράνιοι, φωλιές ερωτικές ακουμπισμένες στην κρυφή θωριά των αναμνήσεων.
♦ Ανεμοδαρμένα τα επιφθέγματα υπονοούν τα μυστικά της αφηγήσεως και οι λιθόκτιστες παρενθέσεις περικλείουν τη μοναδικότητα των στιγμών. Η λεπτομέρεια ερυθρόχροη δίνει στην ενοχή το χρώμα της, όταν στα μισόκλειστα βλέφαρα η κόρη ζωγραφίζει την αμαρτία και στα φεγγάρια μικρά γράμματα δίνουν στη θάλασσα τα τρία πρωτογράμματα.
Νύχτωσε! Τα πράσινα φανάρια άφησαν την κορμοστασιά τους να πέσει στο πλακόστρωτο. Γαληνεμένη η αυτοκράτειρα έβρεχε με τον παρορμητισμό της την προκυμαία. Ερημία! Αργοπορημένοι περαστικοί, αδέσποτοι ικέτες, παραμιλούσαν ανασταίνοντας την ύπαρξή τους στο σκοτάδι.
♦ Και ένα τίποτα τρισυπόστατο πίσω απ’ τον ασπρότοιχο να αφήνει στα νύχια του το λευκό της απουσίας.
♦ Στη νήσο!
♦ Τη νύχτα, όταν οι φωτιές καίνε στα σωθικά και οι ψίθυροι πολύφημοι Κύκλωπες ψάχνουν στις ακρογιαλιές το χαμένο ψευδολόγημα.
♦ Εν Τήνω!
♦ Στου βαρυόργητου βοριά την πρωτοκλισία.
♦ Στην ακατάφραστη αισθαντικότητα του τοπίου.
♦ Η επιτέλεια!
Mυογράφημα
Περιστατικό καλοκαιρινής νυχτός. Πελώριος με τα χέρια να κουμπώνουν στα γόνατα. Πελαγίσια μαλλιά φουρτουνιασμένα μακριά. Ηλιοκαμένος με τη θλίψη της αλμύρας να στέκεται στο τελείωμα της ματιάς. Με το σκαρί στην μπούκα να βολοδέρνει στα απανωτά ρήματα της θάλασσας. Όρθιος κρατώντας τη ρότα στο πράσινο σημείωμα. Να σκεπάζει το σχήμα το ράπισμα του μαΐστρου και το κύμα αυθάδεια της οργής να κρύβει την παλληκαριά στον αφρισμένο θυμό της ποσειδώνιας αναφοράς.
Στην αποβάθρα. Μαζεμένα τα σχόλια. Φωνήεντα διακεκομμένα, φράσεις μπερδεμένες. Ντοπιολαλιές της ναυτοσύνης, οδηγίες φωναχτές στον Οδυσσέα της στιγμής. Κι η λύσσα του βοριά να σπρώχνει τις λέξεις στις ράχες τις λευκές και μια να χάνεται το φως, μια να ξεφεύγει η αναπνοή μέσα απ’ το υγρό στοιχείο και να δίνει στα επιφωνήματα την επανάληψη της αγωνίας.
Η πλώρη ξεπρόβαλε. Το ταξίδι άφησε πίσω το καθιερωμένο του φόβου. Το τρεχαντήρι λικνίστηκε με χάρη αφήνοντας το αντιμάμαλο να χαϊδέψει τα πλευρά του. Το χοντρό σχοινί το υποδέχτηκαν τα υψωμένα χέρια. Σκάλωσε στον μόλο η ταλαιπωρημένη ψυχή.
«Καλησπέρα, καπτάν Γιώργη».
Ένα χαμόγελο βρεγμένο και ένα αντίδωρο απλωμένο στο σκαμμένο πρόσωπο.
Στην αποβάθρα!
Μόνος. Το πλήθος απεσύρθη. Τα κίτρινα δίχτυα, να σπαρταρά η ψαριά. Και οι σταλαγματιές να κεντούν στο πλακόστρωτο τα κρυμμένα χρώματα.
Της θάλασσας!
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ (Το Ποντίκι)