◆ Στα πανωφόρια του Αυγούστου έφτασε η ψευδαίσθηση προετοιμαζόμενη ενώ ο χρόνος λογάριαζε τα επερχόμενα αφήνοντας στα διαστήματα τις ξεροτοπιές των κακογραμμένων σκέψεων.
◆ Του προλόγου η ανάγκη κατέβασε πάλι το παραμύθι απ’ το ράφι, αφήνιασε στα σκαλοπάτια και άφησε το τρεχαλητό να μαντέψει δίπλα στις λυγαριές, τα δάχτυλα που ράβαν’ τις πληγές κόβοντας κλωνάρια.
◆ Προαναφωνήματα ημερών, των μεγάλων πανηγύρεων πρωτογράμματα και στον συνωστισμό παιδιά στους ώμους, γέροι, γριές και νέοι στην κατεβασιά της λατρείας απ’ τα ψηλά, στο ανακάτεμα των ήχων της δύσεως με το αργόσυρτο της ανατολής στο καθιερωμένο πρόσταγμα της προσευχής, όταν το σταυροκόπημα κεντά στο κορμί την απελπισία.
◆ Στα μηνύματα των πρώτων αναρτημένων ειδήσεων τα χνάρια της ηλιθιολογίας έπληξαν για μία ακόμα φορά την εντύπωση αφήνοντας επαναληπτική κραυγή απογνώσεως ανακατεύοντας τοιουτοτρόπως το παράλογο στη διαδικασία της κατανοήσεως.
◆ Κρεμασμένα φύλλα στα σύρματα και επί των τίτλων η κρυμμένη επιδίωξη των μηχανισμών αποσυντονίζει παντελώς τη λεπτομέρεια της αναγνώσεως.
◆ Πολύφημοι κι ασήμαντοι επί παντός του επί και του στητού εκδηλώνουν με την καταντημένη ρητορεία φθηνών ευφυολογημάτων τη νοοτροπία ενός ολίγιστου περιβάλλοντος, ανερυθρίαστα.
◆ Και στη θάλασσα ο επιμανής άνεμος εξοργίζει την υγρή επιφάνεια δίνοντας στις ράχες την απουσία του χρώματος.
◆ Στο λιμάνι να σπρώχνει ο βοριάς και οι μικροί ανισόρροποι παρασυρμένοι αφήνουν κλάμα γοερό του θυμού, φωνή δίχως δάκρυα.
◆ Απρόοπτα της καλοκαιρίας στο νησί των μοναδικών αντιθέσεων στο ποίημα των αναπνοών όταν αυτές δίνουν στο τέλειωμα μοναχά την κατάληξη.
◆ Στην ανηφόρα η μοναξιά σκορπίζει τη μελαγχολία και στα βλέμματα μια αφημένη νοσταλγία γράφει στα παλιά τετράδια μια ξεχασμένη λέξη.
◆ Και δεν λέει να σταματήσει εκείνος ο βοριάς, ο καθαρός και τίμιος.
Mυογράφημα
Εν νήσω Τήνω.
Έτσι έγραφε το παλιό χαρτί.
Σβησμένη ημερομηνία και μια υπογραφή με εκείνο το μελάνι το ζωντανό που παίρνει το χρώμα του όπως περνά μες στα πρωινά και στα σκοτάδια.
Κιτρινισμένο με όλο τον καημό θα πέρασε τη ζωή του διπλωμένο στα τέσσερα, φυλαγμένο στη σελίδα με ένα στεγνό λουλούδι.
Καλλιγραφία, αριθμός πληθυντικός, έρωτας παλιός, πάθος γραμμένο στη σιωπή, εικόνα αξιοπρεπής.
Σας σκέφτομαι, στο αποτύπωμα τα μακριά δάχτυλα να χαϊδεύουν τα φωνήεντα και ένα διάφανο λευκό να αφήνεται στο κρυμμένο βλέμμα.
Αφημένο στον παλιό πάγκο με τη φρέσκια κόκκινη λαδομπογιά.
Δίπλα η ζυγαριά.
Στα χέρια το χαρτί. Άγρια να πιάνουν την άκρη και να τη στριφογυρίζουν. Και στο τέλος ένα κλειδί χειροποίητο να φτιάχνει το χωνί.
Θέλετε κάτι άλλο, σφύριξε μέσα στα δόντια του.
Όχι, ψέλλισε ακουμπώντας τρυφερά στα γράμματα.
Την αγκάλιασε.
Ένα σκίρτημα πέρασε παντού.
Έκλεισε τα μάτια.
Την είδε.
Του χαμογέλασε.
Άνοιξε με προσοχή, το δίπλωσε στα τέσσερα με ένα στεγνό λουλούδι.
Στο παλιό βιβλίο.
Να ξεκουραστεί.
Θέασις
Γλυπτικής σύνθεμα
Κληρονόμημα της ομορφιάς
Περασμένο απ’ τον χρόνο
Στην αίσθηση της μεγαλειότητας
Της ωραιότητας η λεπτομέρεια
Στη σκεπαστή κάτω απ’ τις οξείες
Η αυτοσχέδια αναπαράσταση
Του πράσινου περιπλέκεται
Και σέρνεται το κόκκινο
Και φαντάζεται
Ενώ το νεφέλωμα
Αφήνει απ’ το φως
Όσο χρειάζεται
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
τεύχος 1770 στις 25 Ιουλίου 2013
Γεώργιος Μ. Θεοδοσίου