Το σχέδιο καλά κρατεί…… αυτό νομίζουν….. αυτό πιστεύουν…… αυτό εύχονται…… γι’ αυτό προσ-εύχονται…… γι’ αυτό χαμογελά ευτυχισμένη η νέα τάξη πραγμάτων που ανήκουν όλοι αυτοί……… οι προδοτοκακομοίρηδες - ανικανοανόητοι – και ΨΥΧΙΚΑ Ανάπηροι…… σαλταδόροι του ΕΦΗΜΕΡΟΥ………
.... Ο ήχος απλωνόταν
και πλάγιαζε στα χαμηλά,
ακολουθώντας τις σκιές
που έτρεχαν χωρίς πορεία,
με τη σκέψη σε καθήκοντα περιφρούρησης.
Και η αγωνία αφυδατωμένη,
να έχει μπει στις καλλιέργειες του φόβου,
που ξεραμένες έτριζαν
στο κάθε βήμα.
Η μοναδική πόρτα πούμενε ανοιχτή,
έγραφε τη λέξη « θυσία »,
μα κανείς δεν τη διάβαινε.
Και δύο – τρείς που την πλησίασαν,
κοντοστάθηκαν δισταχτικοί
κι’ έφυγαν γρήγορα,
αλλάζοντας πορεία.
Η ανάγκη έψαχνε τη συζήτηση,
χωρίς ανταπόκριση.
Στόματα κλειστά,
από φόβο,
από άγνοια,
από ατολμία – αμηχανία,
ή κι’ από ένστικτο.
Οι πορείες συνέκλιναν.
Κι’ όλες βγήκαν στον ίδιο δρόμο,
τον φαρδύ κι’ ατέλειωτο,
μ’ όλα τα βέλη
να δείχνουν στην ίδια κατεύθυνση.
Κι’ αυτά να γράφουν
πάντα την ίδια φράση.
« Πορεία προς τη Γνώση. »
Κι’ όλοι άρχισαν να περπατούν γρήγορα
και να τρέχουν.
Κι’ όλοι ζητούσαν να την βρουν,
να την ρωτήσουν,
να μάθουν – να γνωρίσουν,
πριν αποφασίσουν,
να πάρουν στα χέρια τους
το εισιτήριο,
για το Μεγάλο τρένο
με τα πολλά βαγόνια,
ίσως χωρίς επιστροφή,
ίσως χωρίς τέλος,
ίσως για να κατέβουν
στην επόμενη στάση,
στα σύνορα της ίδιας κοινωνίας.
Του ίδιου τοπίου,
της μόνιμης αγωνίας,
με τα σπασμένα παντζούρια
της Αβεβαιότητας,
σε όσα σπίτια κατοικούσαν ακόμα
Αράχνες.
Έως ότου έσπασε το μεσαίο ζωνάρι,
που κράταγε το βαρέλι.
Κι’ αυτό άνοιξε ξαφνικά τα σωθικά του,
αφήνοντας να χυθεί
το παράπονο του απλού,
η αγανάκτηση του όλου
το δίκιο κατακόκκινο από θυμό,
να σκεπάζει το τραπέζι
με τα βαθιά κρύα πιάτα,
που γέμισαν πίκρες
με κρούστα από παγωμένο κλάμα.
Κι’ απέναντι το καλάθι με το ψωμί
άδειο....
Με λίγα ψίχουλα π’ απέμειναν
στην άκρη,
να ψιθυρίζουν την ίδια λέξη
που φορούσαν ντυμένοι όλοι,
ως το κεφάλι.
Την Αβεβαιότητα.
Που κι’ αυτή βαφτισιμιά της
Ανασφάλειας ,
πιασμένες χέρι-χέρι,
να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια
ως κάτω το απύθμενο.
Κι’ όλα τα μπουκάλια ανοιχτά,
να γεμίζουν τα ποτήρια
με φόβο και τρόμο και πόνο………. ( στροφές από το ποίημα μου "Κι' όλοι μονολογούσαν")
ΕΩΣ ΟΤΟΥ……………
[ Σημείωση 1η ** Η Ιστορία των Αιώνων απέδειξε ότι τέλειο έγκλημα ΔΕΝ υπάρχει……..
Σημείωση 2η ** Αντίθετα Απέδειξε ότι…. « Μηδένα προ του Τέλους Μακάριζε…»
Σημείωση 3η ** Το Τέλος ** Οργή Λαού Οργή Θεού…… κι’ αλλοίμονο…… Πίκρα Ανείπωτη, Παγωμένα τα Χαμόγελα……… και Αιώνιο Παλούκωμα Ψυχών κι' όχι σωμάτων πλέον…… κι' αυτό είναι το ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ τους γιατί ΔΕΝ το γνωρίζουν ή μάλλον δεν καταδέχονται να το διανοηθούν.......Οι Αυτοκράτορες και οι Βασιλείς των "κεκκονιαμένων τάφων" που κατοικούν και βασιλεύουν τώρα......]
|
|