Όταν με το καλό ξημέρωνε,
έφευγε ένα βάρος απ’ την καρδιά,
ο πρωινός αγέρας έδερνε,
των δέντρων τα κλαδιά.
Παρακαλούσα να κρατούσε
λίγο ακόμα, αυτή η γαλήνια
ατμόσφαιρα, καθότι πονούσε
η ψυχή, από νυχτιάς παλίρροια.
Οι Άγγελοι τον ήλιο υποδέχονταν,
το λαμπερό άστρο των ανθρώπων,
οι ακτίνες του που χάριζαν ζωή.
Καθώς τα πλήθη παρέρχονταν,
στης καθημερινότητας των μόχθων,
μες στων πόλεων την βοή.
Jose Tranquillo
(Πάρης Παπανικολάου)